«Από τη μία πλευρά η μνήμη, από την άλλη η επίμονη λήθη. Τα εγκλήματα της Βέρμαχτ στην Ελλάδα επισκιάζουν μέχρι σήμερα τις σχέσεις μεταξύ των δύο εθνών» σημειώνει ο σχολιαστής, για να ανατρέξει σε προσωπικά βιώματα: «Επισκέφθηκα την Ελλάδα για πρώτη φορά στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Μίλησα με τον πατέρα φίλης, ο οποίος με δάκρυα στα μάτια μου διηγήθηκε πως πεινούσε, μικρό παιδί, στην Αθήνα του 1941, στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Αργότερα μίλησα με ηλικιωμένους που γλύτωσαν από το εκτελεστικό απόσπασμα και με νέους Έλληνες, οι οποίοι με ρωτούσαν γιατί σιωπούν για όλα αυτά στη Γερμανία. Αισθάνθηκα τεράστια ντροπή, πόσο μάλλον γιατί έχω σπουδάσει ιστορία, αλλά ποτέ δεν είχα διδαχθεί την πλήρη έκταση της γερμανικής θηριωδίας στην Ελλάδα, ούτε στο μάθημα του σχολείου, ούτε στις παραδόσεις του πανεπιστημίου. Ένα κενό στη μνήμη των Γερμανών. Σήμερα όμως μπορούμε να πληροφορηθούμε περισσότερα. Όπως έχουν περιγράψει με εντυπωσιακό τρόπο ιστορικοί σαν τον Χάγκεν Φλάισερ και τον Μαρκ Μαζάουερ, τα τάγματα των Ες Ες και η Βέρμαχτ έδρασαν στη Μεσόγειο τόσο ανελέητα, όσο και στις σλαβικές χώρες».Με αφορμή την πρόσφατη συζήτηση περί αποζημιώσεων στη γερμανική Βουλή ο σχολιαστής αναφέρεται στο Κόμμα των Πρασίνων και στη δική του πρόταση για τη διευθέτηση του ζητήματος: «Οι Πράσινοι κάνουν μία ρεαλιστική πρόταση. Ζητούν να γίνει διαπραγμάτευση με τους Έλληνες μόνο για την καταβολή επανορθώσεων σε μεμονωμένους δικαιούχους, αλλά και για το αναγκαστικό δάνειο. Αυτά τα χρέη, που δεν έχουν επιστραφεί, αποτελούν ιδιαίτερη περίπτωση μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου, καμία άλλη χώρα δεν μπορεί να επικαλεστεί κάτι παρόμοιο. Αξιόπιστες ελληνικές πηγές υπολογίζουν τη σημερινή αξία του δανείου γύρω στα δέκα δισεκατομμύρια ευρώ. Γιατί να μην συμφωνήσουν Έλληνες και Γερμανοί σε ένα συμβολικό ποσό, ώστε να εξοφληθεί αυτό το χρέος;»