24.1.21

«Χρώματα στον ορίζοντα» μια ιστορία του Σ. Παρχαρίδη για την φωτογραφία της αναγνώστριας Χ. Μαλιαχόβα.

«Εικόνων Λέξεις» - Κάθε Κυριακή στο Kulturosupa.gr

Μια ιστορία του σκηνοθέτη και ηθοποιού Σταύρου Παρχαρίδη* εμπνευσμένη από μια φωτογραφία που απέστειλε η αναγνώστρια Χριστίνα Μαλιαχόβα και ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της στήλης «Εικόνων Λέξεις».
Επεισόδιο έβδομο: «Χρώματα στον ορίζοντα»



Τα πιτσιρίκια του χωριού μαζευόταν τριγύρω του και τον πείραζαν, όχι πάντοτε με κακή διάθεση. Άλλωστε πόση κακή διάθεση να έχει ένα παιδί, αν δεν την «κληρονομήσει» από το σπίτι, το σχολείο ή το περιβάλλον, μέσα στο οποίο ζει και μεγαλώνει. Εκείνος δεν τους έδινε και πολύ σημασία, είχε συνηθίσει να τον πειράζουν. Τα ένοιωθε σαν φίλους. «Φίλοι με χούγια» έλεγε. Μπορεί τα χρόνια του να είχαν περάσει, αλλά το μυαλό του ήταν ακόμη παιδικό, κάτι που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν οι μεγαλύτεροι, οι συνομήλικοι του, αλλά ούτε και τα ίδια τα παιδιά, που όταν έπαυαν να είναι παιδιά, αναφέρονταν σε αυτόν λέγοντας ο «τρελός ο Χρωματάς», κι ας ήξεραν πως τον έλεγαν Διογένη.Ο Διογένης ξυπνούσε πολύ πρωί, έπαιρνε τον δρόμο που οδηγούσε στα ανατολικά της λίμνης και κάθε ξημέρωμα ήταν εκεί για να δει την ανατολή και τα χρώματα της όπως απλώνονταν και γίνονταν ένα με τον ορίζοντα. Όταν ξημέρωνε για τα καλά ανέβαινε προς το σπίτι του. Πρώτα όμως περνούσε από το σχολείο. Σαν τον βλέπαν τα πιτσιρίκια έτρεχαν προς το μέρος του, έκαναν έναν κύκλο γύρω του και ένα από αυτά, συνήθως το ίδιο, τον ρώταγε «Για πες μας Χρωματά, τι χρώματα είδες σήμερα στην λίμνη;» Για τον Διογένη αυτή ήταν η καλύτερη στιγμή της ημέρας, μόνο που η διαπραγμάτευση για να πει τι είδε ήταν σκληρή. «Τι θα μου δώκετε να φάγω για να σας πω;» «Τι θες;» ρωτούσαν τα παιδιά όλα μαζί μιας και γνώριζαν πολύ καλά την διαδικασία «Ψωμί θέλω, να είναι ροδοκόκκινο από πάνω, λευκό της ζάχαρης από μέσα, και ξεθωριασμένο κίτρινο από κάτω. Αυτό θέλω.» Τότε ένα από τα παιδιά, κάθε μέρα διαφορετικό μιας και το είχανε συνεννοηθεί, έβγαζε από την σάκα του μια σακουλίτσα, που συνήθως είχε μέσα ψωμί φρέσκο, λίγο τυρί ή κασέρι, μια δυο ντομάτες και κάνα φρούτο. «Πρώτα θα σας πω και μετά θα τα πάρω.» έλεγε ο Διογένης και σαν να περνούσε σε έναν άλλο κόσμο άρχιζε να περιγράφει το τι είδε. «Είδα το χρυσό άρμα του ήλιου να γλιστρά απαλά στην ήρεμη κοκκινόχρυση πλάτη της λίμνης. Δεν είχε άσπρο πουθενά, όλα χρυσά και λίγο από το ανοιχτό ροζ των τριαντάφυλλων, σκόρπιο από δω και από κει, ότι έμενε ήταν αχνό γαλάζιο σαν τα μάτια του ανέμου, λίγο από γκρι που και που σαν κάπνα από καμινάδα που αργοσβήνει. Μετά όλα έγιναν ασημί, μέχρι που ήρθε η μέρα και έκανε γαλάζιο τον ουρανό, γκριζοπράσινα τα βουνά τριγύρω και ανοιχτό λαδί την λίμνη.» Όσο μιλούσε έβγαζε ένα πινέλο και ότι έλεγε το ζωγράφιζε σε έναν αόρατο καμβά, που δήθεν βρισκόταν μπροστά του. Οι κινήσεις του ήταν σχεδόν χορευτικές και έδινε νόημα στην κάθε πινελιά του. Πάντοτε τέλειωνε λέγοντας «Αυτά είδα… άντε τώρα να μάθετε γράμματα…και αν ήσασταν πραγματικά έξυπνοι, δεν θα με ρωτούσατε, αλλά θα κατεβαίνατε στην λίμνη να τα δείτε με τα πολύτιμα μάτια σας.»
Έπαιρνε την σακούλα και καθόταν σε μια πέτρα πιο εκεί και έτρωγε αυτά που του δίναν. Δίπλα του κάθε μέρα ερχόταν και ο Σωκράτης, ένας αδέσποτος σκύλος που ήξερε πως ήρθε η ώρα του πρωινού. Ο Διογένης του έδινε το μερτικό του και πάντοτε σχολίαζε το όνομά τους. «Πως φτάσανε δύο σοφοί να ζουν με την ελεημοσύνη των παιδιών; Μπορείς να μου πεις;» Ο Σωκράτης δεν απαντούσε ποτέ. Τίποτα ούτε ένα γρύλισμα έστω για ένα «ευχαριστώ» που έφαγε και σήμερα.

Όλη η μέρα περνούσε έτσι, μπροστά ο Διογένης ο άνθρωπος και δίπλα του ο Σωκράτης ο σκύλος. Γυρνούσαν τις γειτονιές κουβεντιάζοντας. Όταν λέμε κουβεντιάζοντας εννοούμε πως ο άνθρωπος μιλούσε και το ζώο άκουγε. «Πάλι μόνος σου μιλάς Χρωματά;» Τον πείραζαν μερικοί. «Δεν είμαι μόνος έχω τον Σωκράτη που με ακούει, εσένα όταν μιλάς σε ακούει κανείς στο σπίτι σου;» απαντούσε. «Με ακούει η γυναίκα μου» του είπε μια φορά ένας «Κάνει ότι σε ακούει, τα αυτιά της είναι εκεί, μα το μυαλό της είναι στα πορφυρά τριαντάφυλλα που έχετε στον κήπο, άντε να κόψεις ένα από δαύτα να της το πας χάρισμα και τότε θα σε ακούσει ξανά, όπως τότε που σε άκουγε σαν της έλεγες πως μοιάζει σαν το κόκκινο των ρόδων και μυρίζει σαν πράσινος βασιλικός του πρωινού.» «Τι είναι αυτά που λες για την γυναίκα μου τρελοχρωματά; Μου φαίνεται πως απολωλάθηκες.» «Λέγε ότι θες, αν είσαι έξυπνος όπως νομίζεις, θα κόψεις και θα πας εκείνο το τριαντάφυλλο με τα πορφυρά πέταλα.» . Τέτοιες κουβέντες έκανε όλη μέρα. Όταν έφτανε μεσημέρι στεκόταν έξω από ένα σπίτι, άλλο κάθε φορά. Η κυρά του σπιτιού έβγαινε και του γέμιζε μια παλιά, αλλά καθαρή καραβάνα που είχε για πιάτο, με το φαγητό της ημέρας. «Φακές έχουμε σήμερα Χρωματά.» είπε η οικοδέσποινα του σήμερα. «Φακές από τις κόκκινες; Μου μύρισε το χρώμα τους από μακριά.» Σχολίαζε πάντα τα χρώματα του φαγητού και αφού ευχαριστούσε, έπαιρνε τον δρόμο για την άλλη μεριά της λίμνης, όπου μπορούσε να δει κανείς την δύση.

Χρόνια ολόκληρα έκαμε αυτήν την δουλειά, τόσα πολλά που τα παιδιά του σχολείου μεγάλωσαν και έκαναν δικά τους παιδιά.


Έτσι έκανε και αυτήν την μέρα, στάθηκε μπροστά στην λίμνη και άπλωσε το χέρι να χαϊδέψει τον Σωκράτη τότε ο αδέσποτος σκύλος για πρώτη φόρα μίλησε « Ξέρεις Διογένη πως σε όλη μου την ζωή βλέπω τα πάντα ασπρόμαυρα;» «Είσαι τυχερός φίλε μου που κάτι βλέπεις, μιας και γω ζω, από τότε που γεννήθηκα τυφλός.» Τότε ο αδέσποτος σκύλος μίλησε για τελευταία φορά. «Τι σε κάνει να θέλεις να ζεις Χρωματά;» Ο Χρωματάς άπλωσε το χέρι και έδειξε την δύση που ζωντάνευε για λίγο μέχρι να δώσει την θέση της στο σκούρο μπλε της νύχτας.


«Ζω για εκείνα όλα τα χρώματα. Εκείνα τα χρώματα που δίνουν νόημα στην ανάσα που ξοδεύω κάθε στιγμή. Δεν έχω λόγο να μην ταξιδεύω στην απαλότητα των χρωμάτων. Δεν έχω κανέναν λόγο να μην διαβάζω τις σκέψεις του ορίζοντα, όταν χάνεται στις ατελείωτες αποχρώσεις της ανατολής ή της δύσης, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως, όταν δεν μπορώ να μετρήσω πόσα χρώματα υπάρχουν σε μια ανατολή ή μια δύση, καταλαβαίνω πόσο μικρός είμαι. Γιατί με ευκολία κάποιος μπορεί να με πει λευκό, μαύρο, κίτρινο, κόκκινο. Να με πει γνωστικό η παλαβό. Αν στο απέραντο σκοτάδι Σωκράτη μπορείς να δεις χρώμα τότε φαντάσου τι μπορείς να δεις στο φως.Και ζω για να αναρωτιέμαι. Δεν χωράμε όλοι στα χρώματα ενός δειλινού; Περισσεύει κανείς στα χρώματα μιας ανατολής;»

Δεν πήρε απάντηση. Τι να πει κανείς στην λογική ενός τρελου
Στο σχολείο εκείνη την μέρα η σημαία κυμάτιζε μεσίστια. Δεν έγινε μάθημα. Όλοι οι μαθητές ζήτησαν να αποχαιρετίσουν τον «Χρωματά», που άφησε την τελευταία του πνοή εκείνο το πολύχρωμο δειλινό. Έγινε μια μικρή έκθεση ζωγραφικής μάλιστα προς τιμήν του. Οι τοίχοι του σχολείου γέμισαν με χρωματιστές ζωγραφιές. Σε μια από αυτές μια γυναίκα κρατούσε ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο, είχε ένα χαμόγελο ευτυχίας στο πρόσωπο και δίπλα στεκόταν ένας άντρας με μια αγκαλιά τριαντάφυλλα και πίσω τους σαν φύλακας άγγελος στεκόταν ο «Χρωματάς» ενώ σε μια γωνιά κάποιος μεγάλος έγραψε «Σε ευχαριστώ Διογένη. Σε ευχαριστούμε. Γέμιζες την ζωή μας με χρώμα.».Μέσα στους διαδρόμους έκοβε βόλτες και ο Σωκράτης,η μαθητές είχαν αφήσει κάπου μια αυτοσχέδια παλέτα με χρώματα ο αδέσποτος σκύλος πάτησεπάνω και μετά βάδισε σε όλους τους διαδρόμους γεμίζοντας με τις πατημασιές τουτο πάτωμα χρώμα.Χρώμα παντού.



Όλοι ζωγράφισαν κάτι για τον «Χρωματά». Η Χριστίνα όμως σκέφτηκε πως θα ήταν ωραίο να φωτογραφίσει την Ανατολή και την δύση στην λίμνη και να δει για πρώτη φορά τα χρώματα του ορίζοντα. Και αυτό έκανε.Το έκανε κάθε χρόνο για πολλά χρόνια όταν ο χρόνος έφερνε στο πολύχρωμο ημερολόγιό του τούτη την μέρα.

Σταύρος Παρχαρίδης 24-1-2021
Χριστίνα Μαλιαχόβα σε ευχαριστώ για την φωτογραφία και την εμπιστοσύνη.




http://www.kulturosupa.gr/art-book/parxarisdis-xromata-39144/?fbclid=IwAR2MpEXzgFPjhOVdP0Pr_pQBExSJejaWrdwP4HkOZsbvJ5FMfHKY-l0W-5Y