12.1.21

ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ: Η ΜΠΟΕΜΙΣΣΑ ΠΟΥ ΠΟΥΛΟΥΣΕ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑ ΠΕΝΤΑΡΟΔΕΚΑΡΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΕΙ ΤΟ ΧΑΡΤΟΠΑΙΚΤΙΚΟ ΤΗΣ ΠΑΘΟΣ

Εσπασε το ανδρικό κατεστημένο του λαϊκού πάλκου, με την περιπετειώδη ζωή και την απαράμιλλη πένα της.Αντισυμβατικός και επαναστατικός νους από μικρή, η νεαρή δασκάλα αποφασίζει να γίνει ηθοποιός, κόντρα στα συντηρητικά ήθη της εποχής, γράφοντας ταυτοχρόνως ποιήματα και σκαρώνοντας στίχους, μια ενασχόληση που θα τη μετέτρεπε σύντομα σε μια από τις κορυφαίες στιχουργούς που γνώρισε ποτέ ο τόπος! Πλούτισε την ελληνική μουσική με στίχους αθάνατους, μια προσωπικότητα που δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την αναγνώριση του έργου της και την είσπραξη των οφειλόμενων δικαιωμάτων. Παρά την επιτυχία λοιπόν της δουλειάς της, η ίδια θα πεθάνει στην ψάθα και το όνομά της δεν θα φιγουράρει δίπλα στα θρυλικά πνευματικά της παιδιά.Η λαϊκή μας ιστορία θα αποκαθιστούσε ωστόσο αργότερα τη «γριά που πουλούσε τα τραγούδια της για πενταροδεκάρες» για να ικανοποιεί το χαρτοπαικτικό της πάθος, μια γυναίκα μποέμισσα που έζησε με πάθος και υπηρέτησε με την ίδια δυναμική τη μεγάλη της αγάπη: τους στίχους της, που αποτελούν μνημεία του λαϊκού μας πολιτισμού και πάγιες αξίες στην καρδιά του Έλληνα.
Ταξιδεύει από το Αϊδίνι στην Ελλάδα με τη μητέρα και τις δύο της κόρες. Στο πλοίο του ξενιτεμού παίρνει απόφαση να μην αφήσει τη ζωή να την προσπεράσει, αλλά να τη ζήσει, όπως θέλει. Και τη ζει! Γράφει ακατάπαυστα σε ό,τι πιάνει το μελάνι, από χαρτοπετσέτες και κουτιά από τσιγάρα μέχρι υπόλοιπα λογαριασμών. Καπνίζει, ερωτεύεται με πάθος, χαρτοπαίζει με θράσος σε πολυτελή σαλόνια, αλλά και σε παράνομα υπόγεια. Μία δασκάλα που γίνεται ηθοποιός στα μπουλούκια και στο θέατρο, μία ποιήτρια που γίνεται η μεγαλύτερη Ελληνίδα στιχουργός του λαϊκού τραγουδιού. Συνεργάζεται με όλες τις διάσημες μουσικές προσωπικότητες της χώρας, από τον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Απόστολο Καλδάρα, ως τον Μανώλη Χιώτη, τον Αντώνη Ρεπάνη και τον Μάνο Χατζιδάκι, υψώνοντας θαρραλέα ανάστημα, σε έναν σκληρό και τυπικά ανδροκρατούμενο κόσμο.




«Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ. Από κει και πέρα δεν ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, αν θα βγουν ή δεν θα βγουν σε δίσκους. Μόλις τα παραδώσω, υπογράφω και μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα, ας πούμε απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα», δήλωνε σε συνέντευξή της στην εφημερίδα Ακρόπολις το 1960.Η Ευτυχία Χατζηγεωργίου-Οικονόμου, αργότερα Νικολαΐδου και τελικά Παπαγιαννοπούλου, ήταν μια γυναίκα μποέμισσα που έζησε με πάθος «σκαρώνοντας» τα στιχάκια της για να έχει λεφτά για την «τσόχα», όπως την αποκαλούσε, χωρίς να νοιάζεται ούτε για καριέρα ούτε για υστεροφημία. Για ένα κομμάτι ψωμί προμήθευε αφειδώς τους μεγάλους συνθέτες με αξέχαστους στίχους και δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την είσπραξη δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα, παρά την επιτυχία των τραγουδιών της, να πεθάνει φτωχή, στις 7 Ιανουαρίου του 1972.Σε προηγούμενες θεατρικές σεζόν, το βιβλίο για τη ζωή της εμβληματικής αυτής μορφής της στιχουργικής, που γράφτηκε από την εγγονή της Ρέα Μανέλη, Η γιαγιά μου η Ευτυχία, έγινε η αφετηρία για να ξεδιπλωθεί η πολυκύμαντη ζωή της σε ένα ρεσιτάλ ερμηνείας από την ηθοποιό Νένα Μεντή. Γεννιέται στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, το 1893, παιδί μιας ευκατάστατης οικογένειας, τέλειωσε το Γυμνάσιο. ​Το 1919 η Ευτυχία βρέθηκε στην Αττάλεια. Και μετά από δύο βασανιστικά χρόνια πήρε το καράβι για τον Πειραιά. Εκεί βρέθηκε με τον σύζυγό της, Κώστα Νικολαΐδη, με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες, τη Μαρία και την Καίτη. Πρόσφυγες και οι δύο, προσπαθούν όπως-όπως να τα βγάλουν πέρα. Η Ευτυχία παραδίδει μαθήματα και ταυτόχρονα γράφεται στο Πανεπιστήμιο. Με ένα εντυπωσιακό εκτόπισμα ως γυναίκα και ένα πολύ ιδιαίτερο παρουσιαστικό, δεν είναι διόλου τυχαίο που ασχολήθηκε με το θέατρο. Η καριέρα της απογειώθηκε στον θίασο της Μ. Κοτοπούλη, αλλά και στο Εθνικό. Το 1932, πεθαίνει ο πρώτος της σύζυγος και την ίδια χρονιά παντρεύεται τον συνταξιούχο αστυφύλακα Γεώργιο Παπαγιαννόπουλο. Μετακόμισε με τις κόρες της στον Κολωνό και ξεκίνησε τη νέα της ζωή.

Κίνητρο για να δώσει στίχους στον Τσιτσάνη ήταν η πρώτη φορά που άκουσε τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». «Την αγάπησα πολύ. Την άκουσα σε μια εποχή θλίψης και πόνου και βρήκα σ' αυτήν μια λύτρωση. Βρήκα τον Τσιτσάνη και του πρότεινα να του δώσω στίχους μου. Παραξενεύτηκε που μια γυναίκα της ηλικίας μου ήθελε να γράψει τραγούδια. Όμως μου έδωσε κουράγιο, με βοήθησε αφάνταστα. Του χρωστώ ευγνωμοσύνη και τον θαυμάζω. Είναι γνήσιος λαϊκός συνθέτης. Αγαπάει το λαό και εμπνέεται από τις πίκρες του» εξομολογήθηκε στην εφημερίδα "ΕΒΔΟΜΑΔΑ" στις 11 Μαΐου 1966.
​Η ίδια σπαράζει και η καρδιά της ματώνει όταν περιγράφει τις εικόνες φρίκης που έζησε κατά τη διάρκεια του διωγμού, για τις οποίες απέφευγε να μιλάει συχνά όσο ζούσε: «Μας ξεριζώνουν απ' την ίδια μας τη γη. Ξαφνικά ακούγεται φοβερό βουητό, δίνεται το σύνθημα, αρχίζει το ποδοπάτημα, ποιος θα προλάβει να πρωτομπεί μες στο καράβι, σε σπρώχνουν, σε πονούν. Και έρχονται καράβια και μια θάλασσα άγρια σαν να θέλει να σε πνίξει κι αυτή μες στον καημό σου». Στη μετέπειτα πορεία της ζωής της σταδιοδρόμησε ως ηθοποιός και ποιήτρια, αλλά τελικά την κέρδισε η στιχουργική η οποία μετά τη χαρτοπαιξία αποτελούσε το μεγάλο της πάθος. Η θεατρίνα δούλεψε με διαλείμματα σε περιπλανώμενα μπουλούκια από το 1926 έως το 1942, περιοδεύοντας στην ελληνική περιφέρεια και φτάνοντας μάλιστα κάποια στιγμή να συνεργαστεί και με το θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη. Στην προσωπική της ζωή, ο γάμος της με τον πρώτο σύζυγό της διαλύεται αυτή την εποχή κυρίως λόγω της κοινωνικής κατακραυγής για το επάγγελμά της. ​Η ιστορία της συνδέεται με την ψυχή ενός ολόκληρου λαού, που μέσα από τους στίχους της ένιωθε να εκφράζονται όλοι οι καημοί και οι ελπίδες του. Μέσα από στίχους τους οποίους συνήθιζε να γράφει σε πακέτα τσιγάρων, πριν τους καθαρογράψει στο χαρτί και από εκεί πάρουν το δρόμο προς τη μελοποίηση με προορισμό την καρδιά όλων όσοι τους άκουγαν. Όπως αναφέρει ο Αλέκος Σακελλάριος, «Η ζωή της όλη ήτανε μια ζωή γεμάτη μιζέρια και φτώχεια. Η Ευτυχία, όμως, ποτέ δεν έχασε το κέφι της. Σατίριζε όλους και όλα. Και πρώτα-πρώτα τον ίδιο της τον εαυτό». Η πληθωρική φυσιογνωμία της Μικρασιάτισσας που έγινε η φωνή του λαού χωρίς να υπολογίζει το κέρδος και την αναγνώριση ισοδυναμεί με την ακριβή έννοια του όρου της γνήσιας ελληνικής ψυχής και λεβεντιάς, εκπροσωπώντας τον Έλληνα που η ψυχή του έχει δύναμη, στέκεται στα πόδια του, χαμογελάει και αγωνίζεται να ξεπεράσει την σκληρή πραγματικότητα.
Τα βάσανά της στο χαρτί. Τις κακουχίες που έζησε και συνέχιζε να ζει, τη μαύρη ζωή της. «Γράφω όταν με πνίγει μια παλιά θύμηση, όταν με βαραίνει ο πόνος. Για μένα το γράψιμο είναι ένας τρόπος για να ξεφύγω από τούτο το θλιβερό περιβάλλον. Στην ηλικία μου, βλέπεις, ο άνθρωπος ζει με τις αναμνήσεις του. Και οι δικές μου είναι πολύ πικρές» αποκάλυπτε στη συνέντευξη.
«Το λαϊκό μας τραγούδι ξεπήδησε από μια ανάγκη, γι' αυτό είναι αληθινό, γι' αυτό εξελίχθηκε. Πρέπει όμως ν' αδειάσεις ψυχή και πνεύμα για να το πιάσεις. Πρέπει να ζυμωθείς με το λαό, να ζήσεις τους καημούς του. Γράφεται πρώτα με την καρδιά και το συναίσθημα και ύστερα με τεχνική», υποστήριζε με όλη της τη δύναμη. Οι στίχοι της αποτέλεσαν ακρογωνιαίο λίθο της λαϊκής μουσικής, με το «Για μια γυναίκα χάθηκα» να αποτελεί το πρώτο της τραγούδι που μελοποιήθηκε από τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον «δάσκαλό της στους στίχους», όπως τον αποκαλούσε η ίδια. Με δική του επίσης παραγγελία είχε γράψει τους στίχους για το γνωστό τραγούδι «Τα καβουράκια», το οποίο έγινε αργότερα η αφορμή να επέλθει ρήξη στη μεταξύ τους σχέση, όταν εκείνη σκέφτηκε να διεκδικήσει την πατρότητα των στίχων κι εκείνος αντέδρασε αναφέροντας ότι η τελική επιτυχημένη μορφή του τραγουδιού οφείλεται στον ίδιο και ότι εκείνη έδωσε απλώς στην αρχή ένα προσχέδιο. Οι συνεργασίες της όμως με σπουδαίους συνθέτες της εποχής και μεταγενέστερους δεν σταματάνε εκεί, καθώς δεν υπήρχε ούτε ένας που να μην υποκλίθηκε στο έμφυτο χάρισμά της. Μανώλης Χιώτης, Στέλιος Καζαντζίδης, Απόστολος Καλδάρας, Αντώνης Ρεπάνης, Μάνος Χατζιδάκις «πάντρεψαν» τις μελωδίες τους με τους στίχους της Ευτυχίας, που φαίνεται ότι χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει, είχε ανακαλύψει το μυστικό που έκανε τα τραγούδια διαχρονικές επιτυχίες που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά.Όποια πέτρα κι αν σηκώσει κανείς, συναντά τα μελωδικά αυτά ίχνη που άφησε στο πέρασμά της η γυναίκα με τη μαγική πένα που συγκινούσε δίνοντας κουράγιο και δύναμη να συνεχίζει κανείς τον αγώνα παρά το σκληρό πρόσωπο που αποκαλύπτει αρκετές φορές η ζωή. Στίχοι αλησμόνητοι με γεύση γλυκόπικρη, όπως το «Δυο πόρτες έχει η ζωή», «Είμαι αετός χωρίς φτερά», «Ηλιοβασιλέματα», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Είμαστε αλάνια», «Λίγο-λίγο θα με συνηθίσεις», «Όνειρο απατηλό», «Περασμένες μου αγάπες», «Πετραδάκι-πετραδάκι», «Τι να σου κάνει μια καρδιά», και αναρίθμητα άλλα μνημειώδη άσματα του λαϊκού μας πενταγράμμου. Σε μια άγνωστη πτυχή της ζωής της εκδίδει το 1931 την ποιητική συλλογή Πνοές, ενώ λόγος γίνεται και για την ύπαρξη ενός δευτέρου ποιητικού πονήματος, του «Φλογέρα και άρπα», το οποίο ωστόσο φαίνεται να χάθηκε στη λήθη του χρόνου.
Η ταλαντούχα στιχουργός έπαθε εμμονή με την τράπουλα. Άρχισε να παίζει όπου έβρισκε. Σε καφενεία, σε σπίτια, σε καταγώγια. Όχι κουμ-καν «αυτό το παίζουν οι ανιαρές κωλόγριες» έλεγε. Είχε εθιστεί στην πόκα. Το πάθος της αυτό χρειαζόταν όλο και περισσότερα χρήματα. Αυτά που είχε δεν της έφταναν. Άρχισε να πουλά τους στίχους της χωρίς όνομα για να παίρνει γρήγορα τα ποσά που ήθελε. Ούτε στους δίσκους, ούτε και στις καρτέλες της ΑΕΠΙ εμφανιζόταν πια.
Επτά πρόσωπα ήταν εκείνα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή της και το έργο της ως στιχουργού: η Μαρίκα Κοτοπούλη με την οποία συνεργάστηκε στο θέατρο, ο άνδρας της ο Γιώργος, ο Τσιτσάνης, ο Χιώτης, η μητέρα της η Μαριόγκα, η εγγονή της η Ρέα, κι άλλο ένα που την σημάδεψε αφήνοντας στην ψυχή της μια πληγή που δεν έκλεισε ποτέ μέχρι και την τελευταία της πνοή: Η μονάκριβη κόρη της η Μαίρη.Η Μαίρη Νικολαΐδου –αυτό ήταν το όνομά της πριν το αλλάξει σε Λαΐδου επειδή υπήρχαν κι άλλες με το ίδιο επώνυμο στο θέατρο– υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο κλείνοντας τα μάτια της για πάντα. Είναι γνωστή στο ελληνικό κινηματογραφόφιλο κοινό για τη συμμετοχή της στην ταινία Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο, όπου υποδυόταν μία από τις τσιγγάνες που πλαισίωναν τον Μίμη Φωτόπουλο και τον Βασίλη Αυλωνίτη. Τσακισμένη από την τραγική απώλεια, η Ευτυχία βρίσκει παρηγοριά στη χαρτοπαιξία η οποία ήταν και ένα είδος καταφύγιου για τα χρόνια που ακολούθησαν. Αγαπημένο της παιχνίδι ήταν η πόκα, που συνήθιζαν να παίζουν μόνο άνδρες.Δύο χρόνια νωρίτερα, μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι είχε γράψει το προφητικό τραγούδι «Δύο πόρτες έχει η ζωή» για το οποίο η μεγάλη μαστόρισσα των στίχων έλεγε: «Μέσα σε αυτό το τραγούδι, ένιωσα για πρώτη φορά την οδύνη, σαν χάνεις μια αγαπημένη ύπαρξη και ύστερα μένεις μόνη. Σε αυτούς τους στίχους έχω κλεισμένη όλη μου τη ζωή – ή μάλλον τη ζωή της ζωής μου, την κόρη μου τη Μαίρη».Χαρακτηριστική για την περίοδο αυτή είναι και η γραπτή κατάθεση του Αλέκου Σακελλάριου στη βιογραφία που έγραψε προς τιμήν της, στην οποία αναφέρει: «Η Ευτυχία, κεραυνοβολημένη από το θάνατο της κόρης της, έβαλε το μαύρο φουστάνι και το μαύρο μαντίλι στο κεφάλι της –που δεν τα έβγαλε ποτέ ως το θάνατο της– κι αφοσιώθηκε στην ανατροφή της μικρής Ρέας».
«Το κακό είναι ότι πουλούσε τραγούδια και σε άθλιους στιχουργούς που είχαν μια οικονομική επιφάνεια και καμώνονταν τους σπουδαίους. Κατόρθωσε το τρελό: να συνδυάσει ερωτικό και κοινωνικό τραγούδι σε τρία τετράστιχα. Ίσως αυτό ήταν και η αποθέωσή της και ίσως το μυστικό της επιτυχίας της, κάτι που πολύ αργότερα το “δανείστηκαν” αρκετοί. Τραγούδια που αφήσανε στους αγοραστές περιουσίες ολόκληρες, είχανε πουληθεί από την Ευτυχία για τέσσερα-πέντε δεκάρικα. Η καημένη, όμως η Ευτυχία, ποτέ δεν βαρυγκώμησε: “Με γεια τους με χαρά τους”, έλεγε. Κι όταν είχε πάλι αδεκαρίες -και πότε δεν είχε;- έγραφε μερικά τραγούδια και πήγαινε και τα μοίραζε δεξιά κι αριστερά. Η ζωή της όλη, ήτανε μια ζωή γεμάτη μιζέρια και φτώχεια. Η Ευτυχία, όμως, ποτέ δεν έχασε το κέφι της. Σατίριζε όλους και όλα. Και πρώτα-πρώτα τον ίδιο της τον εαυτό» έγραψε στη βιογραφία της ο Αλέκος Σακελλάριος. Έκλεισε τα μάτια της σε ηλικία 79 ετών έχοντας στο πλευρό της την εγγονή της Ρέα, που την φρόντισε ως τα γεράματά της. Μια γυναίκα που, όπως δήλωσε η Νένα Μεντή που την υποδύθηκε με εξαιρετική επιτυχία στο θεατρικό σανίδι, «έζησε συνεπής με τα θέλω της».
Τελευταία της επιθυμία ήταν να της τραγουδήσουν το «Άμαξα μέσ’ στη βροχή»...
«Μας γέλασες παλιοζωή
| μας γέμισες ελπίδες |
μα στις βαθιές ρυτίδες |
το δάκρυ μας κατρακυλά.
| Νύχτα πέρασε το τρένο
| και το χάσαμε |
κάπου θέλαμε να πάμε |
μα δεν φτάσαμε», έγραφε στο ακυκλοφόρητο «Νύχτα πέρασε το τρένο» του Μάνου Λοΐζου, σε έναν στίχο που συμπυκνώνει μια ζωή αστείρευτης δημιουργίας, πάθους και προσωπικών τραγωδιών.
Ωστόσο, εκείνη παρά τις δυσκολίες και τις εσωτερικές της πληγές κατάφερε να επιβιβαστεί στο τρένο. Στο τρένο που οδηγεί κατευθείαν στην καρδιά μας…

http://theatrecomments.weebly.com/alphaphiiotaepsilonrhoomegamualphataualpha-write/2309407