16.12.20

Πεδίο λαγνείας | Σωτήρης Παστάκας

Καυτά μεσημέρια στη Λάρισα, όταν όλη η οικογένεια γδυνόταν για τη μεσημβρινή κατάκλιση, το μεσημεριανό ύπνο που έκοβε στα δυο τη μέρα σαν να ’τανε καρπούζι. Παρόλη τη μυωπία της, δεν μπορεί, κάτι θα είχε διακρίνει η ξαδέλφη μου. Περιέφερα «κατά λάθος επίτηδες» την ορθωμένη στύση μου μέσα από τα λευκά σώβρακα Ατθίς. Βρισκόμουνα συνεχώς σε στύση, ένα πραγματικό μαρτύριο, εκείνη την παιδική στύση, που δεν γνωρίζει εκσπερμάτωση. ώρες κι ώρες μεσημεριών στη Λάρισα, ο άνισος αγώνας γύμνιας κι εσωρούχων, γύμνιας και σεντονιών, πολύ συχνά συνηγορούσε στη λαγνεία. Ίσως δεν ήξερε ή δεν νοιάζονταν για τα εκατοστά γυμνής σάρκας που παραχωρούσε στη θέα μου: τα αδιάφορα της γυναικός τεταρτημόρια: λίγο γάμπα, λίγο μπούτι, καθώς τα φουστάνια κόνταιναν όλο και περισσότερο και τα πόδια διεκδικούσαν τον πρώτο ρόλο, ως αυθύπαρκτες προσωπικότητες, δεν ήταν ασυνήθιστο να παρακινηθούν σε ευγενή άμιλλα και οι εσωστρεφείς κιλότες. Κοιμόμασταν μόνοι μας σε αντικριστά κρεβάτια, στρογγυλοί, ιδρωμένοι, λιπαροί και λίγο ξεσκέπαστοι, «κατά λάθος επίτηδες» μου επέτρεπε κι εκείνη να βλέπω τους στρογγυλούς της γλουτούς να καταπίνουν την κιλότα, έτσι ανέμελα καθώς στριφογύριζε γύρω από τον άξονά της, άφηνε να φαίνεται λίγο βυζάκι με τσιτωμένη ρόγα μέσα από το διάφανο νυχτικό, όταν ο καύσωνας γινόταν αφόρητος χρόνια πριν τους ανεμιστήρες και τα κλιματιστικά.
Μεσημέρια Καλοκαιριού στη Λάρισα, μια ζέστα που εξοργίζει και σε εξουθενώνει, με το λίβα να αναγγέλλει τη συντέλεια του κόσμου, γνωρίζαμε πολύ καλά τη γλυκιά αγωνία που προκαλούσαμε ο ένας στον άλλον με χίλια λιγώματα, την ανοργασμική έκσταση της ηλικίας μας. Όταν επικοινωνούσαμε μόνο με άναρθρες κραυγές, γιατί οι λέξεις χάνουν πλέον την ιδιότητά τους να σημαίνουν. Εκεί που τα ουρλιαχτά κι οι αναστεναγμοί προσδίδουν στα επιφωνήματα τη χαμένη τους αίγλη: το πανάρχαιο επιφώνημα μας καλεί για να μας επαναπροσδιορίσει: σε σχέση με ό,τι απωλέσαμε κι ό,τι τυχόν κερδίσουμε. Εξ’ αποστάσεως δε σωματικής κι εν πλήρη πνευματικής αλληλεγγύης, δοξασμένα να ’ναι εις τους αιώνες των αιώνων τα όνειρα, οι οπτασίες μέσα στο λιοπύρι, τα κρυφά βλέμματα της εφηβείας μας!
Η απομάκρυνση από το οπτικό πεδίον των μεγάλων γίνεται αυτόματα κι οριστικά, η είσοδος στο πεδίο της λαγνείας. Το καταδικό μας πεδίον δοκιμασίας, κολασμού και μαρτυρίας. Εκεί όπου ο καθένας μας δοκιμάζει τον εαυτό του. Εξωθεί τον εαυτό του στα άκρα χωρίς άλλον αντίπαλο, πέρα από την εικόνα που έχει καλλιεργήσει για το άτομό του. Όταν σωπαίνει ο κόσμος και οι παραστάσεις του. Όταν κουβαλάμε τον κόσμο μέσα μας και δεν έχουμε παρά δύο μονάχα προοπτικές: να τον προσκυνήσουμε ή να τον ανατρέψουμε. Εκεί που υπολογίζουμε και την παραμικρή μας κίνηση. Όπου η χειρονομία προσλαμβάνει την ιστορική της καταξίωση, ο μορφασμός αναπαράγεται ως έκφραση και οι μισές κουβέντες απολαμβάνουν αποδοχή αποφθέγματος. Όπου συντελείται κρυφά και μυστικά ο οριστικός μας θρίαμβος, όπου καταγράφεται η τελειωτική μας ήττα. Πεδίον κολασμού και λαγνείας δια μιας, όταν επικοινωνούσαμε μόνο με άναρθρες κραυγές, γιατί οι λέξεις χάνουν πλέον την ιδιότητά τους να σημαίνουν. Εκεί που τα ουρλιαχτά κι οι αναστεναγμοί ξαναδωρίζουν στα επιφωνήματα τη χαμένη τους αίγλη: το πανάρχαιο επιφώνημα μας καλεί για να μας επαναπροσδιορίσει: σε σχέση με ό,τι απωλέσαμε κι ό,τι τυχόν κερδίσουμε. Όταν κουβαλάμε τον κόσμο μέσα μας και δεν έχουμε παρά δύο μονάχα προοπτικές: να τον προσκυνήσουμε ή να τον ανατρέψουμε. Τα μεταφυσικά μου ερωτήματα θ’ αφήσω κατά μέρος. Κοιτάζει μπροστά, προς τα κάτω κι έπειτα γυρίζει το κεφάλι της στα δεξιά: το μυωπικό της βλέμμα. Δεν με βλέπει. Την βλέπω. Ίσως, με την επίγνωση πως την παρακολουθώ. Αρκετά άντρας, να κατουράω μπροστά της και με όλο το συγκεντρωμένο βλέμμα του άντρα, που απολαμβάνει ερήμην. Αν η δημοκρατία γεννήθηκε απ’ την ευθεία συνάντηση δύο βλεμμάτων, η ελευθερία δίνεται πάντα απ’ την απόκλισή τους. Εγώ να κατουράω και η ξαδερφούλα να απολαμβάνει: τα σημαδάκια των νεφρών, τις γραμμές που διαγράφονται στην πλάτη, κάτω από το συγκεκριμένο φως, απόγευμα στη σκιά, αρχές Αυγούστου στον κήπο. Τις πλάτες, τις ωμοπλάτες, τους γλουτούς, τη ραχοκοκαλιά, τους μηρούς: ενός σχεδόν γυμνού άντρα που κατουράει κάτω απ’ τα οπωροφόρα! Την ακριβή κατανομή της τριχοφυΐας, τη χαρτογράφηση των καταπονημένων μυώνων. Ό,τι προσλαμβάνει το βλέμμα κι αυτό που το τρέφει όταν δεν βλέπει τίποτα!
Αγαπάμε από συγγένεια, ερωτευόμαστε εκ παρηχήσεως. Μεγαλωμένος στην ελληνική επαρχία γνώριζα πολύ καλά, πως το σεξ αποτελούσε ανέκαθεν οικογενειακή υπόθεση. Όλα μας προετοιμάζουν: οι μυστικές αλληλουχίες, τα αλληλοσυμπληρώματα, είναι οι κρυφές αντιστοιχίες που όταν τις αναγνωρίσουμε μας οδηγούν στην προσεχή απόπειρα. Κάθε φορά που συντελείται, ή πιστεύουμε πως την ακούσαμε, η παρήχηση με το άμεσο ή απώτερο παρελθόν μας, πάλι δηλώνουμε ερωτευμένοι! Η ενήλικος ζωή, αν τέλος πάντων υπάρχει ένα παρόμοιο είδος ζωής, είναι απλώς η εφεύρεση υποκατάστατων. Τα υποκατάστατα της χαμένης κάψας φτιάχνουμε κι ακολουθούμε τα υπόλοιπα χρόνια, με την κρυφή και μάταιη ελπίδα πως κάποια νέα σύντροφος θα τη ζωντανέψει για μας.

(απόσπασμα από αθησαύριστη νεανική νουβέλα, πρώτη δημοσίευση)

*ΑΝΑΡΤΗΣΗ-ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ στο facebook του Σ. ΠΑΣΤΑΚΑ