17.11.20

Η Κατερινιώτισσα συγγραφέας ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΚΟΥΝΑ ρωτάει: Είχε υποκείμενα;

Πόσο χρονών ήταν; 
Είχε υποκείμενα;
Ε, ναι λοιπόν, ήταν 72. 
Και είχε και υποκείμενα.
Και ποιος δεν έχει άλλωστε ειδικά μετά τα εξήντα; Λίγο ανεβασμένη η πίεση, λίγο το παραπανίσιο βάρος, μια στεφανιαία που πήρε να στενεύει, να σου και ο διαβήτης τύπου Β που στην έχει στημένη ένα δυο χρονάκια πριν πάρεις σύνταξη να απαλλαγείς επιτέλους απ' την βάσανο της εργασίας και να χαρείς τον ελεύθερο χρόνο που ποτέ δεν χάρηκες. Κάπου εκεί και τα τριγλυκερίδια που κάνουν πάρτυ μόλις φας μια μπριζολίτσα, μια πίτσα μαργαρίτα, μια τυρόπιτα. Από κοντά η κακή χοληστερίνη, η έλλειψη βιταμίνης D, η έλλειψη βιταμίνης C, ο θυρεοειδής και χίλια δυο άλλα που τα ξέρουν οι γιατροί, να σου φωνάζουν πως τα νιάτα έφυγαν ανεπιστρεπτί και σ' άφησαν με ένα βαρύ φορτίο προβλημάτων στο κατώφλι της τρίτης ηλικίας, για τα οποία όμως η ιατρική έφτιαξε ένα βαρύ φαρμακευτικό οπλοστάσιο ώστε να μπορείς να χαίρεσαι την ζωούλα σου και να ατενίζεις με αισιοδοξία τα μέλλον.
Είχε υποκείμενα;
Σφηνωμένο στο μυαλό μας το ερώτημα, απ' τις πρώτες μέρες της πανδημίας. Αιωρείται σε κάθε σπίτι, απαιτεί να μάθει σε κάθε είδηση θανάτου, γίνεται αναζήτηση στο διαδίκτυο, βάζει φωτιά στα πληκτρολόγια. το κουβεντιάζουμε με τους φίλους απ' το τηλέφωνο, με τα αδέλφια μας, με τους γείτονες στο μαγαζάκι της γειτονιάς μέσα απ' τις μάσκες μας.
Έχουμε ανάγκη να μαθαίνουμε πόσα και ποια υποκείμενα είχε το κάθε θύμα. Να ξέρουμε αν είμαστε υποψήφιοι να προστεθούμε κι εμείς στην λίστα αυτών που θα δώσουν την μεγάλη μάχη με τον κορωνοϊό.
Κάποιοι τρομάζουμε.
Φάγαμε μερικές δεκαετίες στο υπέροχο ταξίδι της ζωής κι έχουμε μικρό ορίζοντα μπροστά μας. Κι έχουμε και υποκείμενα που να πάρει η ευχή!
Κάποιοι κουνάμε το κεφάλι πάνω κάτω με οίκτο για αυτούς που φοβούνται.
"Πρόβατα! Μπεεεε πρόβατα! Σανοφάγοι, ακόμα δεν σας έκατσε στο στομάχι ο σανός που σας ταΐζουν; Ξυπνήστε επιτέλους!
Δεν υπάρχει κορωνοϊός, μόνο κοροϊδοϊός. Παγκόσμια συνωμοσία είναι για να πουληθούν τα εμβόλια, να μας χώσουν το τσιπάκι του Bill Gates στον οργανισμό και να μας ελέγχει η Νέα Τάξη Πραγμάτων.
Κάποιοι σηκώνουν αδιάφορα τους ώμους. 'Έλα μωρέ, είχε υποκείμενα ο άνθρωπος. Από κάτι θα πήγαινε".
Αυτοί είναι οι τυχεροί, οι νέοι, οι υγιείς, οι γυμνασμένοι, οι χωρίς υποκείμενα. 
Αυτοί δεν φοβούνται. 
Μπορεί να είναι άνεργοι αλλά έχουν το δικαίωμα στη ζωή και στον έρωτα. 
Μπορεί τα λάθη των προηγούμενων γενεών να τους ανάγκασαν να ζουν μια ζοφερή ζωή χωρίς όνειρα, χωρίς προσδοκίες, χωρίς ελπίδα, με μισθούς που δεν φτάνουν ούτε για το πρώτο δεκαήμερο, όμως σ' αυτήν την δοκιμασία, προνομιούχοι, βρίσκονται στην άλλη μεριά του ποταμού, την αδιάφορη όχθη που δεν προτιμάει ο κορωνοϊός. 
Αυτός σαν φονικό αρπαχτικό προτιμάει να πάει εκεί που δεν θα βρει μεγάλη αντίσταση, στους ηλικιωμένους, στους ευάλωτους.
Ναι μωρέ, είχε υποκείμενα ο άνθρωπος...
Ναι, αλλά είχε και σύντροφο, παιδιά, εγγόνια, φίλους, ανθρώπους που τον αγαπούσαν.
Είχε υποκείμενα αλλά είχε και γλάστρες στο μπαλκόνι του. 
Το φθινόπωρο φύτευε βολβούς και περίμενε τα λουλούδια τους την άνοιξη. 
Είχε ένα λιόδεντρο και μια ροδιά στην αυλή του και καμάρωνε κάθε Οκτώβρη τους καρπούς τους.
Ναι, είχε υποκείμενα και προχωρούσε την ζωή του με το πιεσόμετρο στο μπράτσο και τα φάρμακα στο ντουλάπι της κουζίνας. 
Όμως αν δεν κολλούσε αυτόν τον ρημαδοϊό θα ξυπνούσε αύριο το πρωί κεφάτος, θα έπαιρνε τα χάπια του, θα έπινε ένα καφεδάκι βαρύ βαρύ με μπόλικο καϊμάκι, θα άκουγε και λίγο τις ενημερωτικές εκπομπές να 'χει κάτι να συζητάει με την παρέα στο καφενείο. 
Το μεσημέρι στημένος έξω απ' την καγκελόπορτα του σχολείου μαζί με άλλους παππούδες, γιαγιάδες και μανάδες, θα περίμενε να πάρει το πιο όμορφο παιδί από όλα, το εγγονάκι του. 
Και το βράδυ θα ξάπλωνε στον καναπέ να δουν μαζί με την κυρά του τηλεόραση. 
Θα 'κλεβε κι έναν υπνάκο μέχρι εκείνη να βάλει τις φωνές και να τον στείλει στην κρεβατοκάμαρα.
Όμορφη ζωή. Μετρημένη. Ήρεμη σαν ποταμάκι καλοκαιρινό που λιγοστεύει απ' τα νερά του κι αθόρυβο κυλάει προς το τέρμα του δρόμου του.
Γαλήνια ζωή. Ανακατεμένη με φάρμακα, νοσταλγία για τα περασμένα και τις σκανταλιές της νιότης.
Ασήμαντη ζωή, κουτσουρεμένη σαν την σύνταξή του που έγινε βορά στην απληστία των εχόντων και την απιστία αυτών που ορκίστηκαν να υπηρετούν το καλό του τόπου.
Όμως του άρεσε.
 "Ας είναι γυναίκα. Έχομε την υγειά μας τα έχομε όλα. Κι αύριο μέρα του Θεού είναι", θα της έλεγε λίγο πριν πάνε για ύπνο.
Ναι, θα τα είχε όλα αύριο και για πολλά χρόνια ακόμα. Αν δεν ήταν ηλικιωμένος. Αν δεν είχε υποκείμενα. Κι αν κάποιοι δεν πολεμούσαν τόσο άγρια το χρέος τους να προστατέψουν αυτούς με τα υποκείμενα, ακόμα κι όταν πιστεύουν πως δεν είναι απαραίτητο. Αν κάποιοι δεν του έκοβαν το νήμα της ζωής, έτσι για την πλάκα τους και ξυπνούσε την άλλη μέρα.
Καληνύχτα μας!


.
Ο πίνακας είναι του Ισπανού ζωγράφου Juan Lucena. 
Αφιερωμένος σε όλους τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας, που έχασαν τη μάχη με τον κορωνοϊό και δεν κατάφεραν να αποχαιρετήσουν τα αγαπημένα τους εγγόνια.