8.10.20

ΣΩΤΗΡΙΑ ΠΕΡΒΑΝΑ: Λαβύρινθος [Απόσπασμα]

"Ένιωσα το στέρνο μου να πάλλεται. Την καρδιά μου να φτερουγίζει σαν λαβωμένο πτηνό. Το αίμα μου κρουνοί. Πίδακες ξεπετάγονταν...
με λύσσα απ' τα πόδια μου και σωρεύονταν στο κεφάλι μου. Θόλωσε το βλέμμα μου. Εκείνη έβλεπε το ψυχομάχημα. Έβλεπε... πως πάσχιζα να συγκρατηθώ. Άνοιξε τα πόδια της κι άρπαξε αποφασιστικά το χέρι μου και το έχωσε στο μουνί της... απο 'κει και μετά έχασα τον έλεγχο. Την πέταξα στο πάτωμα σαν να ήταν πατσαβούρα.
 Έπεσα πάνω της με αγριότητα.
 Έσπρωχνα τον εαυτό μου μέσα της με μια μανία πρωτόγνωρη. 
Θαρρείς κι ήθελα να χωρέσω ολόκληρος μέσα της.
 Να κάνω κατάληψη στο κορμί της. 
Να λεηλατήσω τον δαίμονα που κατοικούσε στις σάρκες της. 
Έτρωγα κι έπινα το σώμα και το αίμα του σατανά.
 Κοινωνούσα την αμαρτία αχόρταγα. 
Δαίμων κι ο ίδιος χάθηκα στα σκοτεινά σοκάκια της κόλασης. 
Έχασα το δρόμο της επιστροφής. Χάθηκα μέσα της. Δεν όριζα τον εαυτό μου. Ηδονές ετών συσσωρευμένες ζητούσαν να εκρεύσουν απ' το κορμί μου. 
Να χυθούν στο κορμί της. 
Να την πλημμυρίσουν. 
Ένιωθα θυμό γιατί ξύπνησε μέσα μου μνήμες. Μνήμες, της πρότερης νιότης του κορμιού που είχε αποφασίσει πρόωρα να παραδοθεί στον εφησυχασμό του γήρατος. 
Είχε βολευτεί στην ζεστή του ρόμπα και τα βράδια χυνόταν στο αναπαυτικό του στρώμα ανόρεχτο.
 Είχαν γεμίσει ρωγμές τα στεγανά που κάρφωνα μ' ατσάλινες πρόκες επί έτη. 
Έμπαζε νερά απο παντού το κουφάρι μου. 
Είχε παραδοθεί στο μένος των οργασμών που μου χάριζε. 
Κούρσεψα το σώμα της με αλητεία. 
Με χυδαιότητα. Με οργή. 
Το βρώμισα με τους χυμούς μου.
 Δεν υπήρχε επιστροφή στον προηγούμενο θάνατο. 
Ήθελα να ζήσω...."