20.4.23

«Η τέχνη μπορεί να φτιάξει ένα κόσμο υποφερτό». [Συνέντευξη στην Εφημερίδα ΕΠΤΑ]


– Συνέντευξη στην εφημερίδα ΕΠΤΑ της Πιερίας. Ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΖΑΜΑΤΖΑΣ συζητά με τον Θεοχάρη Μπικηρόπουλο

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ αρχείο 


***
Μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, μελέτες, σκίτσο και ζωγραφική είναι μόνο μερικά από τα...
σημεία του πεδίου που κινείται εδώ και πολλά χρόνια, ο συντοπίτης μας Θεοχάρης Μπικηρόπουλος.
 Με έντονη παρουσία στα μέσα ενημέρωσης, ακόμα και σε κέντρα εξουσίας, ο κ. Μπικηρόπουλος (ή αν θέλετε ο δικός μας Χάρης) έχοντας στη «βαλίτσα» του χιλιάδες εμπειρίες, μπορεί και αντικρίζει τον κόσμο με το καθαρό μάτι του συγγραφέα, ανοίγοντας το παράθυρο της ψυχής του στους αναγνώστες του, μέσα από τις σελίδες των βιβλίων του.
Για τον Θεοχάρη Μπικηρόπουλο, είμαι ο πλέον μεροληπτικός για να γράψει. Η γνωριμία μας, ξεκινά δεκαετίες πριν, όντας συνεργάτες και φίλοι που μοιραστήκαμε δύσκολες, αλλά και ιδιαίτερα ευχάριστες στιγμές. Μεγάλα διαστήματα (ακόμη και όταν ζούσαμε στην ίδια πόλη) χανόμασταν, μα πάντα λίγα λεπτά συνάντησης ήταν αρκετά για να αποκατασταθεί πλήρως η επικοινωνία μεταξύ μας.

Αυτή τη συνέντευξη, του την «χρωστούσα» χρόνια και νομίζω ότι είναι η κατάλληλη εποχή, μια κουβέντα φίλων, να αποτυπωθεί στο χαρτί. Εξάλλου, όπως γράφει και στο βιβλίο του «Ο Κένταυρος που αγαπούσε τη Γοργόνα»: Το μέλλον δεν είναι πια αυτό που ήταν…

Ερ.: Θέατρο, ποίηση, μυθιστόρημα, ζωγραφική, μελέτες, συγγραφή γενικότερα με δώδεκα βιβλία στο ενεργητικό σου. Πώς άρχισε αυτό το ταξίδι;

Απ. To «εκδοτικό» ταξίδι ξεκίνησε τυχαία από μια εκπομπή στο ράδιο ΔΙΑΥΛΟΣ της Κομοτηνής σε μια έξοδο στη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας το 1989, όπου κάλυψα το κενό καλεσμένου που δε μπόρεσε να προσέλθει, μιλήσαμε για λογοτεχνία, διαβάστηκαν κάποια ποιήματά μου, τα τηλέφωνα «χτυπούσαν» συνεχώς και στο τέλος της εκπομπής ο παραγωγός μου έβαλε την ιδέα της έκδοσης! Η εφημερίδα «Τα Γεγονότα» της Πιερίας, του Θ. Κεφαλίδη και του Χρήστου Γιαννούλη έκαναν για λογαριασμό των εκδόσεων «ΠΕΡΙ» την έκδοση του πρώτου βιβλίου μου «Κάτι στιγμές»- το 1992-, μια ανθολογία με ζωγραφιές μου και τα ποιήματα της «πρώτης περιόδου», ποιήματα της εφηβικής, εφηβικής και στρατιωτικής ζωής… Ακολούθησε η δεύτερη ποιητική συλλογή, «Ο κήπος με τα ρόμπολα», η πραγματεία «η Εξ-ουσία της επικοινωνίας» από τις εκδόσεις Παπαζήση. Η γνωριμία με τον σκηνοθέτη και ηθοποιό του Θεάτρου Τέχνης «Κάρολος Κουν», συντοπίτη μας Γιώργο Χανδόλια και η παρότρυνσή του με οδήγησε στη συγγραφή των θεατρικών «η Βαλίτσα», «Εγώ; Εσύ…». Συμπτώσεις; Τύχη; Συγκυρίες; Δεν ξέρω ποια είναι η απάντηση. Ίσως όλα αυτά μαζί. Ακολούθησαν τα επόμενα βιβλία μου.«Αλκυονίδες Νύχτες», «Οδυσσέα, μη γυρίσεις στην Ιθάκη, «Οι έρωτες της Ενδορφίνης», Κρίσεις επιΚρίσεων, συμμετοχή στην Ανθολογία Ποιήσεως (συλλογικό έργο Εκδόσεις Όστρια), Αλκοόλ –Αλκοολισμός. Χρήση και κατάχρηση, Ορφέας και Λειβηθρίδες (Χαϊκού). Μια εξαιρετική τιμητική συμμετοχή στην Ποιητική Ακαδημία Ελλάδας, συλλεκτική έκδοση, σε επιμέλεια του Δ. Ιατρόπουλου το 2018, όπου τρία ποιήματά μου επιλέχθηκαν ανάμεσα από κείμενα 1300 ποιητών, η συμμετοχή στο «φωτογραφικό λεύκωμα και λογοτεχνία- Χωροχρόνος», του Παναγιώτη Φτάρα και το μυθιστόρημά μου «Ο Κένταυρος που αγαπούσε τη Γοργόνα» που έχει ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου. Υπάρχουν στο «συρτάρι» σήμερα δυο επιστημονικά έργα, το «Μobbing- η κρυμμένη βία» και το «SOS 800» που αφορά τους καταρτιζόμενους των ΙΕΚ στο χώρο της υγείας με 800 ερωταπαντήσεις στην ύλη των μαθημάτων, ιδιαίτερα χρηστικό και χρήσιμο βιβλίο. Επίσης η ποιητική συλλογή ΦΡΥΚΤΩΡΙΕΣ που ετοιμάζoμαι να εκδώσω και 12 θεατρικά. Η συγγραφή, το «γράψιμο» όπως αντιλαμβάνεσαι είναι τρόπος ζωής, γεμίζει δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο μου!

Ερ.: Το βιβλίο σου “Κρίσεις επιΚρίσεων” είναι το ένατο βιβλίο σου, με τρία θεατρικά έργα με κοινό παρανομαστή την κρίση: οικονομική, κοινωνική, ανθρώπινες σχέσεις.   


Απ.: Το 2013 ήταν η πιο δημιουργική θεατρική χρονιά με εννιά θεατρικά έργα, μονόλογους και μονόπρακτα. Από αυτά επιλέχτηκαν για έκδοση τρία με κοινό παρανομαστή την κρίση. Στο βιβλίο διαφαίνεται –δυστυχώς- μια διαχρονικότητα. Και λέω δυστυχώς, γιατί όσο ισχύουν αυτά που αναφέρονται, το βιβλίο θα εξακολουθεί να είναι επίκαιρο! Ακτινογραφείται η κρίση των ανθρωπιστικών αξιών, η φτώχεια, η πείνα, η οργή, η έλλειψη της αισθητικής και της παιδείας, ο ρατσισμός, η βία, η κενότητα συναισθημάτων, η αδράνεια, ο υλισμός, αλλά και η αλληλεγγύη, οι αγωνίες των ανθρώπων, ο ανθρωπισμός, η ίδια η ζωή των ανθρώπων. Μέσα από τους διαλόγους αποτυπώνεται η στιγμή, η εποχή με τα χαρακτηριστικά της.

Τα γεγονότα που βιώνουμε όλοι, έχουν μερίδιο στην έμπνευση, μπαίνουν στη συγγραφή και δεν είναι καθόλου περίεργο ο αναγνώστης να αναρωτηθεί «πώς ο συγγραφέας το γνώριζε αυτό για εμένα;».


Ερ.: Έχει εκδοθεί μια ποιητική σου συλλογή στην Ιταλία, δημοσιεύονται κατά καιρούς σε Ιταλικό λογοτεχνικό περιοδικό ποιήματά σας. Πρέπει να ταξιδεύουμε τον πολιτισμό μας σε άλλες χώρες;

Απ.: Η έκδοση ποιημάτων μου στην Ιταλία είχε μια πρόκληση. Και μια περιέργεια για τη στάση ενός ξένου αναγνωστικού κοινού με ξεχωριστή κουλτούρα. Ήθελα να δω τι αποδοχή θα είχαν τα ποιήματά μου στο Ιταλικό κοινό. Στην τριλογία συμμετέχω εγώ, ο εκδότης Giovanni Campisi, (Edizioni Universum) και η ποιήτρια Ornella Cappuccini, η οποία έχει μεταφραστεί σε 23 γλώσσες!
Είναι μια πολύ σημαντική έκδοση για μένα και είμαι περήφανος για τους «Έρωτες της Ενδορφίνης». Υπήρχε πρόταση για νέα έκδοση, αλλά θεωρώ ότι χρειάζεται η φυσική σου παρουσία να υποστηρίξεις ένα βιβλίο.


Ερ.: Μπορεί να υπάρξει ισορροπία ανάμεσα στην ποίηση, τη λογοτεχνία γενικότερα και την πολιτική;



Απ.: Η ποίηση και η πολιτική λειτουργούν στην ουσία ως αντίβαρα που επιφέρουν μια ισορροπία στη «ζυγαριά» μας. Η ενασχόληση με την πολιτική έμμεσα ή άμεσα, σε κάνει ρεαλιστή, μπροστά στην σκληρή πραγματικότητα που βιώνουμε, αναζητώντας λύσεις σε προβλήματα της καθημερινότητας. Η ποίηση έρχεται «λυτρωτικά» με την «υγρασία» των λέξεων, για να μη «στεγνώσει η ψυχή» μας… Η φαντασία και το όνειρο στην ποίηση οδηγούν στη δημιουργία ενώ στην πολιτική στο να βλέπεις μπροστά… Η πολιτική είναι ενασχόληση , καθημερινότητα, συνήθεια, τρόπος ζωής γεμάτος κόπους και πολλές θυσίες, συνεχή εγρήγορση και ετοιμότητα. Έρχονται στιγμές που ψάχνεις διέξοδο. Η ποίηση είναι μια πύλη που περνάς αποδρώντας από το γκρίζο σε πολύχρωμα τοπία και σου υπενθυμίζει ότι υπάρχουν αισθήματα κι όχι μόνο η απόλυτη λογική αριθμών και δεικτών, που καθορίζουν μια πολιτική.

Ερ.: Τόλμησες να εκδόσεις Χαϊκού. Πρόσφατα διαβάσαμε μια διθυραμβική κριτική από τον Θανάση Μπίντα, για αυτή την συλλογή σου.


Απ.: Τα χαϊκού είναι μια Ιαπωνική φόρμα ποίησης. Πρέπει να δώσεις εικόνα ή μήνυμα μέσα σε ένα δεκαεπτασύλλαβο. Υπάρχουν στον πολιτισμό μας από την αρχαιότητα τα επιγράμματα: «Ω ξειν, αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι»..! Έτσι είναι σχεδόν και τα χαϊκού! Η συλλογή «Ορφέας και Λειβηθρίδες» περιλαμβάνει 257 χαϊκού και πραγματικά η κριτική του αξιότιμου καθηγητή Θανάση Μπίντα ήταν όπως λέτε διθυραμβική. Με συγκίνησε.

Ερ.: Στην Ελλάδα λίγοι συγγραφείς βιοπορίζονται από το συγγραφικό επάγγελμα-μετρημένοι στα δάχτυλα. Στους υπόλοιπους γίνεται αυτόματα πάρεργο, χόμπυ… Αντίθετα στο εξωτερικό τυγχάνουν ιδιαίτερης αντιμετώπισης. Θα με ενδιέφερε η δική σου άποψη…


Απ.: Πέρα από την ηθική ανταμοιβή και την αναγνώριση είναι καλοδεχούμενη και η οικονομική ανταμοιβή! Ευχής έργο θα ήταν το χόμπι να γίνεται επάγγελμα! Κανείς λογοτέχνης δε θα έλεγε όχι.

Είναι κρυφός πόθος να γίνει και στην Ελλάδα αυτό που συμβαίνει στο εξωτερικό λ.χ. στη Γερμανία, όπου οι λογοτέχνες κάθε φορά που εκδίδεται ένα έργο τους το δηλώνουν στο δήμο, ο οποίος δημιουργεί έναν κατάλογο ομιλητών στα σχολεία-λύκεια, μιλούν για το έργο τους για τη λογοτεχνία και πληρώνονται γι΄ αυτές τις παρουσίες, ανάλογα με την παραγωγή και την αναγνωρισιμότητα που έχει ο συγγραφέας γιατί «πρέπει να ζούνε από αυτό που κάνουν». Η πολιτεία στέκεται έμπρακτα στο πλευρό τους.

Ερ. Είναι αλήθεια ότι καμία κυβέρνηση δεν στήριξε το βιβλίο και τη φιλαναγνωσία γιατί το πίστευε αλλά επειδή έπρεπε. Ποιο είναι το μέλλον του βιβλίου;

Απ.: Το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Σαράντα χρόνια τώρα έχουμε εκπαίδευση χωρίς… παιδεία. Ο Πλούταρχος έγραψε ότι «Το μυαλό είναι φωτιά που πρέπει να ανάψεις, κι όχι δοχείο που πρέπει να γεμίσεις».

Ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα προσανατολίζεται στην αντικατάσταση των μαθημάτων που έχουν σχέση με τον πολιτισμό από μαθήματα ειδικότητας, γιατί στόχος του είναι να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της αγοράς και όχι της παιδείας. Γεμίζει λοιπόν το μυαλό των μαθητών με συγκεκριμένη γνώση. Τη γνώση της αγοράς.

Δεν είναι επίσης τραγικό τα παιδιά του δημοτικού που αρχίζουν να μαθαίνουν τις πρώτες λέξεις, τα πρώτα γράμματα, τη μητρική γλώσσα, τα ελληνικά, την ιστορία μας, να αναγκάζονται να μαθαίνουν μία ή δύο ακόμη ξένες γλώσσες ταυτόχρονα και να φορτώνονται με τόσα βιβλία και γνώσεις;

Το να διαβάσει ένας νεαρός ποίηση, μυθιστόρημα, είναι κάτι που μπορεί να κάνει ευχάριστα. Όχι γιατί πρέπει. Με τον τρόπο όμως που «εξαναγκάζεται» να διαβάσει την ύλη των πανελλαδικών, στο τέλος δε θέλει να δει και να ακούσει για βιβλίο!

Σε αποκατάσταση αυτού, θα μπορούσαν να δοθούν κίνητρα φιλαναγνωσίας. Σε μια Ρουμανική πόλη όποιος διαβάζει βιβλίο μέσα στο λεωφορείο δεν πληρώνει εισιτήριο! Για το μέλλον του βιβλίου, μπορεί οι υπολογιστές και τα ταμπλετ να κατακτούν τη νέα γενιά, μπορεί να υπάρχουν τα e-bookς αλλά η αίσθηση ενός βιβλίου στα χέρια σου, το άρωμα του χαρτιού και η μαγεία του δε θα πάψει να γοητεύει!



Ερ. Πολλοί θεωρούν πως η τέχνη στην εποχή της κρίσης είναι πολυτέλεια. Υπάρχει η φράση στο βιβλίο σου Ο Κένταυρος: «Θέλει και η ψυχή και το μάτι το κάτι τις να τρέφονται με ομορφιές, όχι μόνο το στομάχι». Θέλεις να την κάνεις πιο… «λιανά»;

Απ.: Στην εποχή μας που προτεραιότητα είναι να καταφέρουμε να ζήσουμε, να αντιμετωπίσουμε τις ανάγκες της ζωής μας, να έχουμε δουλειά και φαγητό, η τέχνη φαντάζει πολυτέλεια και ίσως περιττή. Αυτό το «περιττό» που προστίθεται στο αναγκαίο, είναι η τέχνη.

Η –κάθε- τέχνη μπορεί να φτιάξει και να μοιραστεί έναν κόσμο που θα είναι υποφερτός. Δεν είναι πολυτέλεια να επισκεφθείς μια γκαλερί, ένα μουσείο, μια βιβλιοθήκη, να συμμετέχεις σε εκδηλώσεις, σε μια θεατρική παράσταση, στις βιβλιοπαρουσίασεις, μαζί με ανθρώπους που αφιερώνουν το είναι τους στη δημιουργία! Χωρίς κοινωνική συμμετοχή, χωρίς αυτές τις συναντήσεις, τη συζήτηση, την επαφή, κινδυνεύουμε να χάσουμε την ταυτότητά μας. Η τέχνη και οι συναθροίσεις, είναι η τροφή της ψυχής του ανθρώπου. Οι παρέες γράφουν ιστορία…

Ερ.: To βιβλίο σου, το μυθιστόρημα «Ο Κένταυρος που αγαπούσε τη Γοργόνα», έχει εξαιρετικές κριτικές. Υπάρχει μια φράση που μοιάζει προφητική: «Το μέλλον δεν είναι πια αυτό που ήταν». Τι ακριβώς έχεις στο μυαλό σου;

ΑΠ.: Υπάρχουν πολλοί στοχασμοί, που χαρακτηρίζουν το βιβλίο. «Το μέλλον δεν είναι πια αυτό που ήταν»; Ούτε καν το καλοκαίρι δε είναι αυτό που ήταν, άρα και οι ζωές μας! Όλοι το ζούμε αυτό. Καμία ημέρα δεν είναι όπως τη σχεδιάζουμε κάνοντας κάθε βράδυ τον απολογισμό και τον προγραμματισμό μας!

Οτιδήποτε οραματιζόμαστε και λέμε «θα κάνω αυτό κι εκείνο στη ζωή μου», συνήθως δε γίνεται. Προσπαθούμε λοιπόν να μιμηθούμε όσα οραματιζόμαστε και τις περισσότερες φορές συμβιβαζόμαστε με τα ελάχιστα. Το μήνυμα του βιβλίου είναι: 
να αγωνίζεσαι, να αντιστέκεσαι για το ιδανικό, για τον στόχο σου, για το όνειρο. Τίποτα δε χαρίζεται, τίποτα δεν είναι εύκολο, ποτέ δεν πρέπει να εγκαταλείπουμε, πρέπει να δίνουμε τον αγώνα μας για να φτάσουμε, να πλησιάσουμε, να κατακτήσουμε το στόχο μας.

Ερ.: Όλυμπος. Παίζει τον δικό του δυναμικό ρόλο στα έργα σου και ιδιαίτερα στο τελευταίο βιβλίο σου. Θα ήθελα να ακούσω και από σένα τι είναι αυτό που εμπνέει ο Όλυμπος σ’ έναν λογοτέχνη…

ΑΠ.: Ο Όλυμπος είναι συνδεδεμένος με τη ζωή μας! Από τα πρώιμα παιδικά μας βλέπουμε, ακούμε, μαθαίνουμε για τον Όλυμπο. Δεν είναι απλώς ένα βουνό. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος ιστορίας, μυθολογίας, φυσικής ομορφιάς.

Μας συγκινούν τα ιστορικά γεγονότα που είναι συνδεδεμένα με το μυθικό βουνό: από τον Όμηρο, το πέρασμα του Ξέρξη, τον Ευριπίδη, τον Ορφέα, τους κλεφταρματολούς, τους ηρωικούς Λαζαίους, την επανάσταση του Ολύμπου το 1878, την ληστοκρατία με τον Γιαγκούλα ως την Κατοχή και τον εμφύλιο, τα μοναστήρια και η μαγεία της φύσης, όλα αυτά και άλλα πολλά καταστούν τον Όλυμπο ξεχωριστό.

Το μυθιστόρημα «διαφημίζει» την Πιερία μας, τον μυθικό Όλυμπο, την ιστορία, τον πολιτισμό μας. Πιστεύω ότι δεν έχουμε «εκμεταλλευτεί» τον Όλυμπο ως Πιεριείς και ως χώρα. Θα έπρεπε ως σημείο αναφοράς να είναι η κορωνίδα κάθε διαφημιστικής καμπάνιας, κάτι που δε γίνεται. Γιατί Όλυμπος «σημαίνει» Ελλάδα.


Ερ.: Οι τοπικοί φορείς στηρίζουν τους συγγραφείς;

Απ.: Πριν μας στηρίξουν οι τοπικοί φορείς δε θα έπρεπε να υπάρχει συνεργασία μεταξύ των ομότεχνων; Οι θεατρικές σκηνές, γιατί κοντά στα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, δεν ανεβάζουν και έργα ντόπιων συγγραφέων; Ή γιατί δεν κάνουν θεματικά αναλόγια με τα ποιήματα ντόπιων ποιητών; Πώς να απαιτήσουμε στήριξη από τους φορείς όταν εμείς οι λίγοι -πόσες δεκάδες είμαστε τάχα;- ο ένας σνομπάρει τον άλλο!!!

Θα απαντήσω στο ερώτημά σου με όρους αγοράς. Το να πάρει 30-40 βιβλία ο κάθε δήμος ή η αντιπεριφέρεια, το Επιμελητήριο, ένας βιομήχανος, από έναν συγγραφέα θα ήταν πολύ τιμητικό. Από 0.50, 0.70, 1 ευρώ που είναι στην καλύτερη περίπτωση το ποσοστό που δικαιούται ο συγγραφέας από τον εκδοτικό, το «κέρδος» δεν είναι καν άξιο λόγου. Όσα βιβλία και να αγοραστούν τα χρήματα δεν πηγαίνουν στον συγγραφέα αλλά στον εκδοτικό ή το βιβλιοπωλείο.

Το παράδειγμα της Γερμανίας, ή αν ένας δήμος, παράλληλα με τη βιβλιοθήκη, δημιουργούσε έναν εκδοτικό οίκο και αγόραζε αντί 2.000 ευρώ λχ τα δικαιώματα ενός βιβλίου, αυτό ναι, είναι πραγματική στήριξη απευθείας στον συγγραφέα. Όπως λέει ο Αρκάς: καλά τα like αλλά δεν τρώγονται!

Ο Κώστας Κουκοδήμος, στηρίζει το βιβλίο, τη δημοτική βιβλιοθήκη και μπράβο του. Τον συγχαίρω. Η Κατερίνη απέκτησε μια πανέμορφη βιβλιοθήκη. Θέλουμε περισσότερους αναγνώστες. Η βιβλιοθήκη όμως αφορά τους αναγνώστες, όχι τους συγγραφείς. 
Τι κρατάμε όμως από αυτό; Το παράδειγμα συνεργασίας του Δήμου με έναν συγγραφέα, τον Παναγιώτη Τριανταφυλλίδη. Εξαιρετικό αποτέλεσμα. Έκαστος στο είδος του..! Αλλά και πάλι… ο συγγραφέας προσφέρει …εθελοντικά!
Όλες οι υπηρεσίες πληρώνονται. 
Είτε θα φτιάξεις τη βρύση, είτε αγοράσεις κρέας, είτε αγοράσεις παντελόνι, πληρώνεις και παίρνεις. 
Οι τοπικές αρχές, για να φτιάξουν την προβλήτα ή να καθαρίσουν το κανάλι θα πληρώσουν.
 Στη δημοσιογραφία όμως και τη λογοτεχνία, τις τέχνες, ο χρόνος που εργάζεσαι και το δημιούργημά σου, οι ιδέες σου και το μυαλό σου, όχι μόνο δεν έχουν αντίτιμο αλλά πρέπει και να το δωρίζεις..!