Ω, πόσον διαφορετικόν θα ημπορούσε να είναι τό ταξίδιον τούτο, εσκέπτετο ο Σπερχής με σπαραγμόν, ενώ εβημάτιζε
επάνω-κάτω.
Ο ουρανός εξηκολούθει να είναι καθαρός και οι αναρίθμητοι αστέρες εσπίθιζαν εις τήν αδιατάρακτον γαλήνην τής νυκτός. Ο «Μέγας Ανατολικός» γλιστρούσε εις τά σκοτεινά νερά ως υπερκόσμιον φάντασμα και προχωρούσε εις τό αυροφίλητον έρεβος, ουχί ως μονάς, αλλά ως ολόκληρη αρμάδα, νύκτωρ εξορμήσασα, με όλα τά φώτα της αναμμένα, ως στόλος πανηγυρικός και ατρόμητος, πλέων, εν πυκνώ σχηματισμώ, προς κατάκτησιν ενός νέου κόσμου.
Ο Ανδρέας Σπερχής μόλις τώρα κατήρχετο από τήν γέφυραν. Επωφελούμενος τής ερημιάς, ήθελε να βηματίση μόνος του εις εν εκ τών καταστρωμάτων τής πρώτης θέσεως. Η ευκαιρία ήτο πράγματι λαμπρά. Ουδείς ευρίσκετο εκεί τήν ώραν εκείνην, και ο δροσερός αήρ ήτο κατάλληλον αντίδοτον προς μετριασμόν τής φωτιάς που κατέκαιε τήν ψυχήν του.
Ω, πόσον διαφορετικόν θα ημπορούσε να είναι τό ταξίδιον τούτο, εσκέπτετο ο Σπερχής με σπαραγμόν, ενώ εβημάτιζε επάνω-κάτω. Πόσον διαφορετικόν, επανελάμβανε ενδομύχως, και έβλεπε τόν εαυτόν του στηριζόμενον εις τήν κουπαστήν, εις τό πλευρόν τής Βεατρίκης και ψιθυρίζοντα λόγια αγάπης φλογερά, ενώ εκείνη τόν ήκουε με σιωπηλήν περιπάθειαν, μεθυσκομένη από τήν θέρμην τού έρωτός του, με τήν ωραίαν της καστανήν κόμην κυματίζουσαν εντεύθεν και εκείθεν τού προσώπου της, που ωμοίαζε με πρόσωπον ωραίας Φλωρεντινής τού Πιέρρο Φραντσέσκα ντέλλα Μοργκέζε, ή τού Αλεσσάντρο Μποτιτσέλλι, με τά επιμήκη καστανά και υποκύανα εις τό άσπρο των μάτια της συλλαμβάνοντα τήν φλόγα τού έρωτός του και όλας τάς μαρμαρυγάς τών άστρων.
Αντ' αυτού —εξηκολούθει να σκέπτεται ο Σπερχής— τούτο τό μοναχικόν και μελαγχολικόν ταξίδιον, με τήν πικρίαν ριζωμένην εις τήν καρδίαν του, χωρίς καμμίαν σαφή προοπτικήν μπροστά του, και με τήν έμμονον ιδέαν ενός απολεσθέντος παραδείσου εμφωλεύουσα αδυσωπήτως εις τόν νούν του. Ω, ας ήτο εφιάλτης μόνον, τό τελευταίον τούτο δίμηνον τού μαρτυρίου του.
Ας αφυπνίζετο αιφνιδίως, και ας μην ήτο πλέον ο προγεγραμμένος, αλλά ο εκλεκτός, ο προτιμηθείς από τήν Βεατρίκην άνδρας, και, κατά συνέπειαν, ο ευτυχέστερος άνθρωπος εις τόν κόσμον. Ο Ανδρέας Σπερχής, κατάκοπος από τήν πολύωρον ορθοστασίαν εις τήν γέφυραν και από τούς βηματισμούς εις τό κατάστρωμα, δια τών οποίων προσεπάθησε να καταπραΰνη ολίγον τόν σάλον τής ψυχής του και να εκδιώξη τάς οδυνηράς φαντασιώσεις του, εκάθησε επί ενός πάγκου, ευρισκομένου μακράν από τό άμεσον φως τών φανών, και με ύφος περίλυπον ήκουε τόν ρυθμικόν γδούπον τής έλικος και τόν αφρόεντα παφλασμόν, που προεκάλουν με τάς σταθεράς περιστροφάς των εις τήν θάλασσαν τά πτερύγια τών τεραστίων τροχών τού υπερωκεανείου. Τί περίεργον! Αι ώραι παρήρχοντο τόσον βραδέως, και όμως η ημέρα είχε ανατείλει!
Εν άρωμα από γαρδένιες και γαζίες εγέμιζε τόν αέρα. ∆ύο ελαφρά και επιμήκη σύννεφα έπλεαν εις τόν ουρανόν, σαν νησίδες εις πέλαγος γαλάζιο, ροδίζοντα συνεχώς από τάς πρώτας ακτίνας τού ηλίου που τά ήγγιζαν. Τό άγγιγμα τούτο ήτο σαν μία θωπεία εραστού εις τά βυζιά, ή τό αιδοίον, μίας κόρης δια πρώτην φοράν θωπευομένης, ή εις τούς μαστούς και τό αιδοίον μίας γυναικός ερωτευμένης, που, κατόπιν μακράς αναμονής, συνευρίσκεται με τόν εραστήν της. Εν δροσερόν ψιμύθιον αφρού ανήρχετο από τά ελαφρότατα κύματα που διέτρεχαν ως ρίγος ηδυπαθείας τήν επιφάνειαν τών πρωινών υδάτων, και διεσκορπίζοντο επί τού πελωρίου σκάφους, καθώς και επί τών χειρών και τού προσώπου τού Ανδρέου Σπερχή. Θα έλεγε κανείς, ότι η ώρα προμηνούσε κάτι τό ασύνηθες, κάτι τό θαυμαστόν — ίσως τήν αναπήδησιν εκ τής θαλάσσης μιας σποράδος εξαισίας, ή τήν εμφάνισιν εις τόν ουρανόν ενός σέλαος ανεσπέρου. « Ανατολή! Ανατολή ! » εψιθύρισε αγαλλιών ο Έλλην ποιητής, και πάσα θλίψις άπεπτη από τήν ψυχήν του. Εν αίσθημα όλβου και μια γαλανή γαλήνη εγέμισαν τώρα τήν μέχρι προ ολίγου ακόμη σφαδάζουσαν καρδίαν του. Κάτι επέκειτο. Κάτι οριστικόν, ευδαιμονικόν και τελεσίδικον — κάτι, όπως η γέννησις μίας κόρης ουρανίας, κάτι, όπως η γέννησις τής Αφροδίτης! Και ιδού που τό εκπληκτικόν, τό θαυμαστόν συνετελέσθη! Μία νεάνις ωραιότατη, με καστανά μαλλιά και βελούδινα μάτια, εστάθη προ τού ποιητού και τού έτεινε τήν χείρα. « Βεατρίκη! » ανεφώνησε αφυπνιζόμενος ο Σπερχής και τό ωραίον όνειρον εχάθη.
Πηγή: cityportal.gr