5.5.20

ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ (ΠΛΑΤΩΝ)

Κανείς από τους θεούς δεν φιλοσοφεί ούτε επιθυμεί να γίνει σοφός, γιατί είναι. Ούτε εάν κάποιος άλλος είναι σοφός φιλοσοφεί. Ούτε πάλι οι αμαθείς φιλοσοφούν, ούτε και επιθυμούν να γίνουν σοφοί, γιατί αυτό ακριβώς το κακό έχει η αμάθεια, ότι αυτός που δεν είναι ούτε ωραίος ούτε αγαθός ούτε φρόνιμος νομίζει ότι έχει αρκετά από όλα αυτά, ενώ αυτός που δεν νομίζει ότι στερείται δεν επιθυμεί εκείνο το οποίο δεν σκέφτεται ότι έχει ανάγκη.

-Ποιοί λοιπόν, Διοτίμα, ρώτησα εγώ, είναι αυτοί που φιλοσοφούν, αφού ούτε οι σοφοί ούτε οι αμαθείς φιλοσοφούν;
-Αυτό όμως, αποκρίθηκε, είναι φανερό και σε ένα παιδί ακόμη, ότι δηλαδή όσοι βρίσκονται στο μέσο των δύο αυτών, ένας από τους οποίους είναι και ο Έρωτας, αυτοί φιλοσοφούν. Γιατί η σοφία είναι τα ωραιότερα πράγματα, ο δε Έρωτας είναι έρωτας του ωραίου, ώστε ο Έρωτας αναγκαία είναι φιλόσοφος, κι επειδή είναι φιλόσοφος βρίσκεται ανάμεσα στο σοφό και στον αμαθή. Η γέννησή του είναι και γι’ αυτό η αιτία, διότι ο μεν πατέρας του είναι σοφός και εύπορος, η δε μητέρα του μη σοφή και άπορη. Κι αυτή είναι, φίλτατε Σωκράτη, η φύση του δαίμονα. Σχετικά δε με την ιδέα που είχες εσύ για τον Έρωτα, το πάθημά σου δεν είναι άξιο απορίας. Υπέθεσες, όπως εγώ νομίζω συμπεραίνοντας από τα λεγόμενά σου, ότι Έρωτας είναι αυτό που αγαπιέται, όχι αυτό που αγαπά. Γι’ αυτό, νομίζω, σου φαινόταν πανέμορφος ο Έρωτας. Γιατί είναι πραγματικά ποθητό αυτό που είναι αληθινά ωραίο και αβρό και τέλειο και μακαριστό, ενώ αυτό που ποθεί είναι άλλο πράγμα, όπως δηλαδή εγώ το εξήγησα.
Είπα τότε εγώ:
-Ας είναι, ξένη. Σωστά είναι όσα λες, αλλά, αφού ο Έρωτας είναι τέτοιος, τι χρειάζεται στους ανθρώπους;
-Αυτό ακριβώς, είπε, Σωκράτη, θα προσπαθήσω τώρα να σε διδάξω. Ο Έρωτας, λοιπόν, έχει την εξουσία και τη φύση που είπαμε, είναι δε έρωτας του ωραίου, όπως λες εσύ. Υπόθεσε τώρα ότι κάποιος μας ρωτούσε: τι είναι ο Έρωτας του ωραίου, Σωκράτη και Διοτίμα; Ή για να μιλήσω σαφέστερα: ο εραστής του ωραίου τι ποθεί;
-Να το κάνει δικό του, είπα εγώ.
-Η απάντηση, όμως, αυτή, παρατήρησε εκείνη, έχει ανάγκη από μια τέτοια άλλη ερώτηση: τι θα συμβεί σ’ εκείνον ο οποίος έκανε το ωραίο δικό του;
Είπα τότε εγώ ότι δεν είμαι σε κατάσταση να απαντήσω πρόχειρα σ’ αυτή την ερώτηση.
-Αλλά, συνέχισε εκείνη, εάν κάποιος μεταβάλλοντας τις λέξεις και χρησιμοποιώντας στη θέση του ωραίου το αγαθό σου έλεγε: έλα, Σωκράτη, απάντησέ μου: αυτός που ποθεί τα αγαθά τι ποθεί;
-Να τα κάνει δικά του, είπα εγώ.
-Και τι θα συμβεί σ’ εκείνον ο οποίος έκανε τα αγαθά δικά του;
-Σ’ αυτό, είπα, είναι ευκολότερο να σου απαντήσω, θα γίνει ευτυχισμένος.
-Γιατί οι ευτυχισμένοι είναι ευτυχισμένοι επειδή έχουν δικά τους τα αγαθά, και δεν υπάρχει πλέον ανάγκη να ρωτήσουμε, γιατί θέλει να είναι ευτυχισμένος εκείνος που θέλει να γίνει τέτοιος, αλλά η απάντηση φαίνεται πλήρης και τελειώνει εκεί.
-Πολύ σωστά λες, είπα εγώ.
-Αυτή τη θέληση και τον έρωτα τον θεωρείς κοινό για όλους τους ανθρώπους, και νομίζεις ότι όλοι θέλουν να έχουν δικά τους τα αγαθά για πάντα, ή έχεις άλλη γνώμη;
– Έχω τη γνώμη, είπα, ότι είναι κοινός για όλους.
-Γιατί, λοιπόν, είπε τότε, Σωκράτη, δεν λέμε για όλους ότι αγαπούν, αφού όλοι και πάντοτε αγαπούν τα ίδια πράγματα, αλλά για μερικούς μεν λέμε ότι αγαπούν, ενώ για άλλους όχι;
-Κι εγώ απορώ, είπα.
-Μην απορείς, είπε, γιατί ξεχωρίζοντας ένα μόνο είδος έρωτα, το ονομάζουμε χρησιμοποιώντας το συνολικό όνομα, έρωτα, ενώ για τα υπόλοιπα χρησιμοποιούμε άλλα ονόματα.
-Κανένα παράδειγμα; ρώτησα.
-Να ένα παράδειγμα. Γνωρίζεις ότι η λέξη ποίηση έχει πολύ ευρεία έννοια, διότι ποίηση είναι κάθε αιτία που οδηγεί οτιδήποτε στην ύπαρξη από την ανυπαρξία, έτσι ώστε τα έργα κάθε τέχνης να είναι ποίηση και όλοι οι δημιουργοί τους ποιητές.
-Πολύ σωστά.
-Και όμως γνωρίζεις, είπε εκείνη, ότι δεν καλούνται ποιητές όλοι αυτοί, αλλά έχουν άλλα ονόματα, αφού από ολόκληρη την ποίηση ένα μόνο μέρος ξεχωρίστηκε, εκείνο που αφορούσε στη μουσική και τα μέτρα καλείται με το όνομα του συνόλου. Γιατί ποίηση καλείται μόνο αυτό, και ποιητές αυτοί που κατέχουν αυτό το μέρος της ποίησης.
-Αλήθεια, έτσι είναι.
-Το ίδιο συμβαίνει και με τον έρωτα, ο οποίος γενικά είναι η κάθε επιθυμία των αγαθών και της ευτυχίας, ο μέγιστος και δολερός και ο υπαρκτός σε όλους έρωτας` εκείνοι, όμως, που στρέφονται στα διάφορα άλλα είδη του, ή στον πλουτισμό ή τη γυμναστική ή τη φιλοσοφία, ούτε ως ερωτευμένοι χαρακτηρίζονται ούτε ονομάζονται εραστές, ενώ όσοι επιδίδονταν και ασχολούνταν σε ένα ορισμένο είδος πήραν το όνομα του συνόλου, γι’ αυτούς μόνο χρησιμοποιούνται οι λέξεις έρωτας και να ερωτεύεσαι και εραστές.
-Μου φαίνεται πως έχεις δίκιο, είπα εγώ.
-Και λέγεται από μερικούς, συνέχισε, ότι ερωτευμένοι είναι αυτοί που αναζητούν το άλλο τους μισό` εγώ, όμως, λέω ότι έρωτας δεν είναι η αναζήτηση ούτε του μισού ούτε του συνόλου, εάν αυτό δεν είναι αγαθό, αφού οι άνθρωποι και τα πόδια και τα χέρια τους προσφέρουν με τη θέλησή τους να τα κόψουν, όταν θεωρούν ότι τα μέλη τους αυτά βρίσκονται σε κακή κατάσταση. Πραγματικά, νομίζω ότι οι άνθρωποι δεν αγαπούν απλώς εκείνο που είναι δικό τους, εκτός αν κάποιος ονομάζει οικείο και δικό του το αγαθό, ενώ το ξένο κακό, γιατί οι άνθρωποι για κανένα άλλο πράγμα δεν αισθάνονται έρωτα, παρά μόνο για το αγαθό. Αλήθεια, δεν νομίζεις κι εσύ το ίδιο;
-Μα τον Δία, κι εγώ το ίδιο νομίζω.
-Άρα λοιπόν, επανέλαβε εκείνη, νομίζεις ότι αρκεί να λέμε απλώς ότι οι άνθρωποι νιώθουν έρωτα προς το αγαθό;
-Ναι, είπα.
-Μα πώς; Δεν είναι ανάγκη να προστεθεί ότι ο έρωτας αυτών αποβλέπει και στο να γίνει δικό τους το αγαθό;
-Βέβαια, πρέπει να προστεθεί κι αυτό.
-Αλλά τότε, είπε, δεν πρέπει να προσθέσουμε ακόμα και ότι επιθυμούν όχι μόνο να γίνει δικό τους το αγαθό, αλλά και να είναι δικό τους για πάντα;
-Και αυτό πρέπει να προστεθεί.
-Με λίγα λοιπόν λόγια, είπε, έρωτας είναι η επιθυμία του να κατέχουμε για πάντα το αγαθό.
-Πολύ σωστά.
-Αφού λοιπόν τέτοιος είναι ο έρωτας, συνέχισε η Διοτίμα, με ποιόν τρόπο πρέπει να καταβάλλεται και σε ποια πράξη πρέπει ν’ αποβλέπει η προσπάθεια και η επιμονή όσων επιδιώκουν το αγαθό, για να μπορεί να ονομαστεί έρωτας; Σε τι συνίσταται αυτό το έργο; Θα μπορούσες να μου πεις;
-Αν τα ήξερα αυτά, Διοτίμα, αποκρίθηκα εγώ, δεν θα θαύμαζα τη σοφία σου και δεν θα σύχναζα εδώ για να τα μάθω.
-Να σου το πω λοιπόν εγώ. Αυτό συνίσταται στο να γεννήσει κάποιος, είτε ως προς το σώμα είτε ως προς την ψυχή, μέσα στο ωραίο.
-Μα αυτό που λες, είπα, χρειάζεται μαντική δύναμη για να εξηγηθεί και δεν καταλαβαίνω τίποτα.
-Θα σου μιλήσω σαφέστερα, είπε εκείνη. Όλοι οι άνθρωποι, Σωκράτη, εγκυμονούν και στο σώμα και στην ψυχή, και όταν φτάσει ο κατάλληλος καιρός, η φύση μας επιθυμεί να γεννήσει. Γέννηση, όμως, μέσα στο άσχημο δεν είναι δυνατή, αλλά μόνο στο ωραίο. Και η συνουσία άνδρα και γυναίκα είναι γέννηση. Και αυτό το πράγμα είναι θεϊκό, και αυτό είναι που υπάρχει αθάνατο μέσα στο θνητό ζώο, η κύηση και η γέννηση. Αλλά αυτά είναι αδύνατον να γίνουν μέσα στο ανάρμοστο. Ανάρμοστο δε είναι το άσχημο σε καθετί θεϊκό, στο οποίο μόνο το ωραίο αρμόζει. Η Καλλονή, λοιπόν, βρίσκεται στη γέννηση ως Μοίρα και Ειλείθυια. Γι’ αυτό, όταν εκείνο που κυοφορεί πλησιάζει το ωραίο, και χαίρεται και όντας ευχαριστημένο γίνεται διαχυτικό, προβαίνει στον τοκετό και γεννά, ενώ, όταν πλησιάζει το άσχημο, και σκυθρωπό γίνεται και λυπημένο μαζεύει και σκύβει το κεφάλι και σφίγγεται και δεν γεννά, αλλά καθώς συγκρατεί το έμβρυο υποφέρει. Από αυτό προκύπτει ο αγωνιώδης εκείνος πόθος εκείνου που κυοφορεί και είναι φουσκωμένο ήδη για το ωραίο, γιατί η απελευθέρωση γίνεται με πολύ πόνο. Ο Έρωτας, Σωκράτη, δεν είναι έρωτας του ωραίου, όπως εσύ νομίζεις.
-Αλλά τι λοιπόν;
-Της γέννησης και του τοκετού μέσα στο ωραίο.
-Ας το παραδεχτώ, είπα εγώ.
-Το πράγμα έχει ακριβώς όπως σου λέω, είπε εκείνη.
Αλλά γιατί λοιπόν της γέννησης;
-Γιατί η γέννηση αποτελεί το αιώνιο και αθάνατο στοιχείο στη θνητή του φύση. Ο πόθος δε του αγαθού αναγκαία συνυπάρχει με τον πόθο της αθανασίας, όπως συνεπάγεται από όσα είπαμε, αφού έρωτας είναι η επιθυμία να έχεις το αγαθό για πάντα. Από αυτό συνεπάγεται αναγκαστικά ότι ο Έρωτας είναι έρωτας και της αθανασίας.


ΠΛΑΤΩΝ ΣΥΜΠΟΣΙΟ