«Η Τζέην, που ευθύς από της ενάρξεώς της διέκρινε την στύσιν, ησθάνετο χαράν μεγάλην. Ποίος έπαινος, ποία φιλοφρόνησις,
ποιο άλλο δείγμα ή τεκμήριον πόθου και θαυμασμού, διά τα θέλγητρά της
και την θηλυκότητά της, ήτο δυνατόν να συγκριθή με το φαινόμενον της στύσεως, με το φαινόμενον που παρουσίαζε, εξ αιτίας της, ο Στηβ, κατά την ώραν ταύτην!».
«Ω, ναι! Η Τζέην ησθάνετο χαράν μεγάλην. Η ψωλή του νεαρού ναύτου, παλλομένη κάτω από το παντελόνι του, έτυπτε κραταιά το μελανοκύανον μάλλινον ύφασμα, ωσάν να ήθελε να το τρυπήση, διά να τεντωθή προς το μουνί της, διά να το εγγίση, να το φιλήση και, τέλος, να εισδύση μέσα του και με αγριότητα να το γαμήση».
«Η Τζέην μόλις συνεκρατείτο. Η καρδία της κτυπούσε δυνατά. Τα μάτια της έλαμπαν. Ησθάνετο το αίμα της να ανάβη. Ήθελε να πλακωθή, να γαμηθή καλά, να γαμηθή βαθειά, να γαμηθεί οπωσδήποτε και απολύτως».
“Τι τρομερόν -εσκέπτετο η Τζέην- η στύσις της ψυχής να μην ακολουθή πάντοτε συντόνως την στύσιν της σαρκός, την στύσιν της ψωλής, του πούτσου!”. “Αχ, Θεέ μου, είπε μέσα της η Τζέην. Τι πρέπει λοιπόν να κάνω;”. »Η νεαρά χορεύτρια έβγαλε από την περισκελίδα του την καυλωμένην ψωλήν του, και ενώ εκείνος εστηρίζετο νωχελώς επί μιας ευρισκομένης όπισθέν του τραπέζης, η Τζέην είχε κολλήσει τα χείλη της γύρω από την σφύζουσαν βάλανόν του με έγκαυλον ζέσιν, γλωττίζουσα αυτήν και πιπιλίζουσα τον κόκκινον αυλόν της, ενώ ο Στηβ πανευτυχής και καυλοπυρέσσων, αναστενάζων και λαγνοβοών από την μεγάλην ηδονήν που εδοκίμαζε, ευρίσκετο εις τον Παράδεισον. Αίφνης εσείσθη ολόκληρος σπασμωδικώς και ανέκραξε “θα χύσω!”».