15.4.20

Μου λείπεις, μπαμπά. Μου λείπεις πολύ. (ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΑΚΗΣ)

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ που να μην αγαπούσε τον μπαμπά. «Άγιος άνθρωπος ο καπτα-Σιδερής», Θα σου έλεγαν όλοι.
Ο μπαμπάς έζησε τη ζωή που όλοι ονειρευόμαστε.
89 όρθια γεμάτα χρόνια, τα 64 απ’ αυτά εργαζόταν στην ίδια ναυτιλιακή, την οποία λάτρευε. Ξεκίνησε τζόβενο και έφτασε αρχικαπετάνιος. Σταμάτησε να δουλεύει μόλις προ πενταετίας. Έκτοτε δεν του έφταναν οι ώρες. Ξεκινούσε τη μέρα του με γυμναστική, μετά κατέβαινε στο αγαπημένο του μποστάνι, όπου, από το 1975 που ξεμπάρκαρε, καλλιεργούσε τα πάντα. Το μεσημέρι πήγαινε για καφέ με τα φιλαράκια του για να πουν τα δικά τους. Το απόγευμα ξανακατέβαινε στις ντομάτες και τα αγγούρια του και μετά περνούσε την υπόλοιπη μέρα του με την αγαπημένη του σύζυγο και μητέρα μου. Dear την έλεγε από το 1963 που ήταν παντρεμένοι. Εκείνη τον έλεγε χαϊδευτικά Νταίρη. Συχνά περνούσα είτε με τις κόρες μου είτε μόνος να τους δω. Ο μπαμπάς παρατούσε με τη μία το μποστάνι κι ανέβαινε πάνω να ρουφήξει τα νέα μου.
Χθες ήταν ξεκάθαρο ότι θα μας την έκανες. Ήρθαμε με τη μαμά στην Εντατική να σε χαιρετίσουμε. Σε είχαμε δέκα λεπτά αγκαλιά και σου λέγαμε πόσο σε αγαπάμε, πόσο περήφανους μας κάνεις, πόσο εξαιρετικός μπαμπάς, παππούς, σύζυγος, καπετάνιος, πατριώτης, αγρότης κι άνθρωπος είσαι. Μπαγάσα, παρότι σε είχαν σε καταστολή, είχες ανοίξει το αριστερό σου μάτι και μας έβλεπες με τον δικό σου μοναδικό τρόπο. Η χαρά σου δεν κρυβόταν. Σαν να μας έλεγες τα δικά σου «Ευχαριστώ». Σε αγκαλιάσαμε και σε αποχαιρετίσαμε. Είκοσι λεπτά μετά την έκανες.
Εσύ μας έκανες δώρο 89 χρόνια γεμάτης και περήφανης ζωής. Το δικό μας δώρο κράτησε λιγότερο, δέκα λεπτά, δέκα ανεπανάληπτα όμως λεπτά. Δέκα λεπτά που ίσως και να άξιζε κανείς να περιμένει μια ολόκληρη ζωή να τα ζήσει. Σε αγαπάμε, μπαμπάκα. Θα μας λείψεις πολύ.

16 ΗΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ
Μια εβδομάδα. Μια μέρα. Μια ώρα.
Η ΠΡΩΤΗ ΕΙΝΑΙ ΦΙΛΗ. Όχι κολλητή. Δεν μιλάμε συχνά. Όποτε μιλάμε, όμως, μιλάνε οι καρδιές. Χωρίς πρόλογο. Κατευθείαν στο κυρίως θέμα. Χθες ήθελε να με ρωτήσει κάτι. Με πήρε τηλέφωνο και τα λέγαμε. Με συλλυπήθηκε. Την ευχαρίστησα. Έχει τον μπαμπά της λίγο πιο μικρό από σένα. Μου γκρίνιαξε που χώνονται στα πόδια της εκείνος κι η μαμά της. Πηγαίνουν και βρίσκουν τη φίλη μου και την οικογένειά της δυο φορές τον χρόνο εκεί που μένουν και περνάνε λίγες μέρες μαζί.
«Καμιά φορά τους πιάνουν οι γεροντοπαραξενιές τους», μου κάνει η φίλη μου, απογοητευμένη κι ολίγον ξινισμένη. Εκεί την έκοψα: «Τον μπαμπά, τη μαμά σου και τα μάτια σου», της είπα κοφτά, αλλά και τρυφερά. «Εγώ θα ‘δινα τον κόσμο ολόκληρο να είχα τον μπαμπά μου άλλη μια βδομάδα».
Στο τέλος έσπασα. Δεν μπόρεσα να συνεχίσω.
Η δεύτερη είναι κολλητή. Από πάντα της έλεγα (ο μπαμπάς της είναι μεγάλος) να τον παίρνει αγκαλιά, να του κάνει γλύκες, να του λέει πόσο τον αγαπάει, να μοιράζεται μαζί του τις ευγνωμοσύνες και τα ευχαριστώ της για όλα αυτά που του «χρωστάει».
«Δεν είναι ο μπαμπάς μου για τέτοια», μου έλεγε πάντα. «Δεν τα γουστάρει αυτά».
«Βρε, κάν’ του τα, δεν υπάρχει μπαμπάς που να μην του αρέσουν».
Δεν του τα ‘κανε.
Ο μπαμπάς της αρρώστησε σταδιακά και τώρα πια δεν επικοινωνεί καλά.
«Πόσο δίκιο είχες, ρε Στέφανε», μου κάνει μια μέρα προ καιρού, αδειασμένη. «Δεν του τα ‘κανα όταν έπρεπε να τα κάνω».
«Κάνε τα τώρα», της λέω. «Ποτέ δεν είναι αργά. Όλα τα καταλαβαίνουν» .
Εγώ τα τελευταία του τα ‘πα μισή ώρα πριν φύγει. Είχα ανοίξει την καρδιά μου διάπλατα και ξεφόρτωνα. Ξεφόρτωνα σαν να μην είχε αύριο. Και δεν είχε. Ο μπαμπάς ήταν σε καταστολή. Κι όμως τα καταλάβαινε όλα. Είχε το μάτι μισάνοιχτο με τον δικό του μοναδικό τρόπο και μου χαμογελούσε. Και δώσ’ του φόρτωνε. Φόρτωνε για τον Παράδεισο. Χαμογελούσε το μάτι του, χαμογελούσε κι η ψυχή του, όλα του χαμογελούσαν. Νομίζω εκείνο το δεκάλεπτο ήταν το μεγαλύτερο Δώρο που του έκανα ποτέ. Σίγουρα το μεγαλύτερο Δώρο που έκανα ποτέ σε μένα.
«Πήγαινε πες του τα κι ας νομίζεις ότι δεν καταλαβαίνει. Όλα τα καταλαβαίνει. Εγώ θα ‘δινα ό,τι έχω και δεν έχω για να είχα τον μπαμπά μου άλλη μια μέρα», κάνω αυτή τη φορά.
Ήταν η δική μου σειρά να αδειάσω. Από αγάπη, από συναίσθημα, από ανάσα.
Αν είχα και τρίτο τηλεφώνημα, θα ‘ριχνα κι άλλο την προσφορά μου. Θα επαιτούσα έστω και για μια ώρα. Μπορεί και για ένα λεπτό.
Θα έδινα το σύμπαν να σε έχω έστω κι ένα λεπτό πλάι μου. Να μυρίσω την υπέροχη μυρωδιά σου. Να σου κάνω αγκαλιές. Να δίνουμε τα φιλάκια μας. Να σου λέω ότι είσαι ο καλύτερος.
Μου λείπεις, μπαμπά.
Μου λείπεις πολύ.

Κάπταιν

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΑΚΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ KEY BOOKS

Εικόνα Α: https://neoskosmos.com/en/147750/the-blessed-liberty-ships-that-caused-the-greek-fleet-to-rise147750/

Εικόνα Β: https://gr.pinterest.com/pin/26036504081609976/