30.8.20

«Χρόνια φτώχειας και ψυχικής εξαθλίωσης»

Γράφει η Κωνσταντίνα Κιούση
Η φτώχεια αποτελεί την οικονομική κατάσταση, η οποία χαρακτηρίζεται από

έλλειψη των επαρκών πόρων για την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών του ανθρώπου.

Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία)[1], ο ελληνικός πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας και συνεπαγόμενου κοινωνικού αποκλεισμού ανέρχεται στο 35,6% (3.789.300 άτομα). Τα τελευταία χρόνια, η χώρα βρίσκεται σε μία πολύ δύσκολη οικονομική καμπή που έχει οδηγήσει σε έντονο φόβο και απογοήτευση τους πολίτες, καθώς και στην συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας και των κοινωνικών παροχών που έχουν οδηγήσει σε αποτυχία αντιμετώπισης της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού.

Το παγκόσμιο οικονομικό έδαφος απαρτίζεται από πληθυσμούς πληγμένους από τα αποτελέσματα της παγκοσμιοποιημένης μετανεωτερικότητας: την αμιγώς φιλελεύθερη οικονομική πολιτική, την οικονομική ανισότητα, την ανεργία, την κοινωνική και πολιτική κρίση ταυτότητας, την ελάττωση της οικονομικής λειτουργίας του έθνους/κράτους και την συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας. Τα καπιταλιστικά αυτά χαρακτηριστικά εκκολάπτουν με μαθηματική ακρίβεια την οικονομική εξαθλίωση και την συνεπαγόμενη ψυχική εξουθένωση των πολιτών (Παπαϊωάννου, 2013[2]). Ο καπιταλισμός, λοιπόν, επιδιώκει να ξεπεράσει τις κρίσεις του και, έτσι, μεταλλάσσεται σε ολοκληρωτισμό προς την ανθρώπινη ύπαρξη.

Η Ελλάδα βρίσκεται σε μία παρωδία δημοκρατίας. Μετά την επιβολή των μνημονίων, οι σημαντικότερες πολιτικές αποφάσεις πλήττουν ολοένα και περισσότερο την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των πολιτών. Οι νεοφιλελευθερικές πρακτικές διαχείρισης της οικονομικής κρίσης, οι μνημονιακές πολιτικές και η συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας και των κοινωνικών παροχών οδηγούν στην διαιώνιση της παθογένειας της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Οι σημερινές τραυματικές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες φαίνεται να εγείρουν την άρση των ασυνείδητων προσωπικών τραυμάτων των ατόμων που βρίσκονται στα όρια της φτώχειας.

Ο ψυχισμός του ατόμου αποτελείται από ασυνείδητα μνημονικά κατάλοιπα, τα οποία επηρεάζουν την ζωή και την ταυτότητα που αποκτά. Όταν οι παρελθοντικές ιστορίες του ατόμου έχουν προκαλέσει προσωπικά τραύματα, τότε η ψυχική ισορροπία του ατόμου έχει αποδιοργανωθεί και τα ένστικτα θανάτου, καθώς και οι απωθημένες ασυνείδητες τραυματικές ενορμήσεις αναδύονται στην εξωτερική πραγματικότητα, ιδίως σε περιόδους κοινωνικής ταπείνωσης και εθνικού τραύματος[3]. Με τον τρόπο αυτό, το εθνικό τραύμα εξισώνεται με το προσωπικό και το άτομο μεταφράζει την οικονομική του αδυναμία ως κατάρριψη ολόκληρης της προσωπικότητάς του, νιώθοντας, πλήρως, εξαθλιωμένο και ταπεινωμένο. Το άτομο αισθάνεται περιορισμένο ψυχικά και οικονομικά, αδυνατώντας να διαχειριστεί την εσωτερική του πίεση και την αβεβαιότητα της οικονομικά μεταβλητής πραγματικότητας.

Οι αναβιωμένες τραυματικές ενορμήσεις των ατόμων που βρίσκονται στα όρια φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού τα οδηγούν στην απομάκρυνση από το προσκήνιο της ζωής και τα δεδομένα της σημερινής στερητικής κοινωνικής πραγματικότητας. Οι πρωτόγονοι φόβοι τους, αυτοί του θανάτου (ψυχικού και βιολογικού), γίνονται πραγματικότητα, καθώς η εσωτερική τους νεκρότητα ενισχύεται και μεταβιβάζεται στην αποτυχημένη τους προσαρμογή στα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα. Τα άτομα αυτά αρνούνται να αποδεκτούν και να διαχωρίσουν την καταστροφικότητα της φύσης τους από την μεταβλητότητα των κοινωνικών και οικονομικών δεδομένων. Θεωρούν πως ο κενός και αποτυχημένος εαυτός τους τα έχει εξ ολοκλήρου οδηγήσει στην φτώχεια και την ανεργία, αρνούμενα να ανακτήσουν και να ανασύρουν την εσωτερική τους ψυχική δύναμη, ώστε να επαναπροσδιοριστούν, αποδεχόμενα την κοινωνική και οικονομική πολυπλοκότητα και δυσκολία. Τα άτομα αισθάνονται ψυχικά εξουθενωμένα και ανίκανα, καθώς η έλλειψη της αυτοεκτίμησης, της κοινωνικά εργασιακής συνεισφοράς και παραγωγικότητάς τους, καθώς και των οικονομικών πόρων για την κάλυψη των πρωταρχικών αναγκών τους θρέφουν συναισθήματα αποτυχίας και ανασύρουν τα πρωτόγονα ένστικτα αυτοσυντήρησης και επιβίωσης, τα οποία βρίσκονται σε πλήρη αποδιοργάνωση. Η ψυχαναγκαστική προβολή, λοιπόν, του προσωπικού τραύματος στο εθνικό οδηγεί σε θανατερές εκφάνσεις της ανθρώπινης προσωπικότητας που οφείλουν να διαγνωστούν από τους ειδικούς ψυχικής υγείας που εργάζονται σε φορείς καταπολέμησης της φτώχειας και της ανεργίας, ώστε να παρέχουν στα άτομα την κατάλληλη συμβουλευτική υποστήριξη, με σκοπό την ανάκτηση της προσωπικότητας και της ταυτότητάς τους.


Η ανεργία και η φτώχεια αφαιρούν από το άτομο χρόνια οικονομικής αυτάρκειας, κοινωνικής συνεισφοράς και προσωπικής εξέλιξης και ευημερίας. Μπορεί να οδηγήσουν σε ψυχικά προβλήματα: άγχος, κατάθλιψη, παράνοια. Η ισορροπία μέσα στην προσωπικότητα και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση της χώρας καθορίζει και την τελική μορφή της σκέψης και της στάσης των ατόμων που βρίσκονται υπό τον κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Στόχος μας, ως σκεπτόμενοι άνθρωποι και πολίτες, είναι η διερεύνηση και η κατανόηση των ανθρώπινων ασυνείδητων δυνάμεων και αδυναμιών που έχουν οδηγήσει το άτομο σε ψυχική καταστολή, των κοινωνικών και οικονομικών συγκυριών, καθώς και των παροχών του κράτους πρόνοιας, με σκοπό τον ψυχικό, κοινωνικό και οικονομικό επαναπροσδιορισμό των ατόμων. 




[1] ΕΛΣΤΑΤ, www.statistics.gr, στον σύνδεσµο «Στατιστικές à Πληθυσµός και Κοινωνικές Συνθήκες à Εισόδηµα και Συνθήκες διαβίωσης των Νοικοκυριών (SILC)».


[2] Παπαιωάννου, Κωστής (2013), «Τα ‘καθαρά χέρια’ της Χρυσής Αυγής, Εφαρμογές ναζιστικής καθαρότητας», Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα.


[3] Freud, Sigmund (2012), «Ναρκισσισμός, Μαζοχισμός, Φετιχισμός», Μετάφραση: Μυλωνά, Νίκη, Εκδόσεις Ελληνική Παιδεία, Αθήνα.