Κοιτάξτε τη ζωή ενός συνηθισμένου επιχειρηματία. Ας υποθέσουμε πως έχει
ένα ωραίο σπίτι, μια ωραία γυναίκα και χαριτωμένα παιδιά. Ξυπνάει νωρίς το πρωί, ενώ οι άλλοι
κοιμούνται ακόμη, και τρέχει για το γραφείο του. Εκεί, είναι υποχρεωμένος να επιδείξει τα χαρίσματα ενός μεγάλου αρχηγού. Παίρνει ύφος αποφασιστικό, μιλάει δίχως να καταδέχεται ν’ ακούσει την απάντηση, με τρόπο υπολογισμένο για να εντυπωσιάζει τον καθένα, εκτός από το παιδί του γραφείου του. Υπαγορεύει γράμματα, συνομιλεί με σπουδαία πρόσωπα από το τηλέφωνο, σπουδάζει την αγορά, και το μεσημέρι κάνει τραπέζι σε κάποιο συνάδελφο με τον οποίον ελπίζει να κλείσει καλές δουλείες. Η ρουτίνα αυτή συνεχίζεται όλο το απόγευμα. Γυρίζει στο σπίτι του, κουρασμένος, μόλις προλαβαίνοντας να βάλει το βραδινό του κουστούμι και να τρέξει για το δείπνο. Στο δείπνο τώρα, μαζί με άλλους το ίδιο κουρασμένους, προσποιείται ότι χαίρεται τη συντροφιά των κυριών, που δεν είχαν ακόμη την ευκαιρία να νοιώσουν κουρασμένες. Είναι αδύνατο να προβλέψεις πόσες ώρες θα χρειασθεί ο δυστυχισμένος άνθρωπος για να γλιτώσει από αυτή την «ψυχαγωγία». Στο τέλος πέφτει στο κρεβάτι και για μερικές ώρες, η έντασή του χαλαρώνεται.
Η επαγγελματική ζωή αυτού του ανθρώπου έχει την ψυχολογία του αγώνα δρόμου των εκατό μέτρων. Αλλά μια και ο αγώνας στον οποίον έχει μπλέξει έχει για τέρμα του τον τάφο, η συγκέντρωση δυνάμεων που ταιριάζει στο δρόμο των εκατό μέτρων, γίνεται εδώ κάπως εξαντλητική. Τι ξέρει για τα παιδιά του; Ολόκληρη την εβδομάδα είναι στο γραφείο του. Την Κυριακή του την περνά στο γήπεδο του γκολφ. Τι ξέρει για τη γυναίκα του; Όταν την αφήνει το πρωί, είναι κοιμισμένη. Το βράδυ, είναι και οι δυο τους δεσμευμένοι σε κοινωνικές υποχρεώσεις που δεν τους επιτρέπουν τις ιδιαίτερες συνομιλίες. Ίσως να μην έχει κανέναν αληθινό φίλο, μόλο που δείχνει σε πολλούς από τη συντροφιά του, μια προσποιητή οικειότητα που πολύ θα’θελε να ήταν πραγματική. Δεν ξέρει ούτε την άνοιξη, ούτε το φθινόπωρο παρά μονάχα στο βαθμό που επηρεάζουν την αγορά. Μπορεί να έχει δει ξένες χώρες, αλλά με τα μάτια ενός ανθρώπου που έπληττε θανάσιμα. Τα βιβλία του φαίνονται πράγματα περιττά και η μουσική του είναι απρόσιτη. Από χρόνο σε χρόνο γίνεται πιο φυγόκοσμος, η προσοχή του συγκεντρώνεται ολοένα και σε πιο περιορισμένα ενδιαφέροντα, και η ζωή του, έξω από την επιχείρησή του, γίνεται ολοένα και πιο στεγνή.
Μόλο που το χρήμα δε φθάνει για να κάνει ανθρώπους σπουδαίους, είναι δύσκολο να είσαι σπουδαίος δίχως χρήμα. Άλλωστε, η εξυπνάδα μετριέται με βάση το χρήμα που κερδίζει κανείς. Ένας που κερδίζει πολλά είναι έξυπνος. Εκείνος που φυτοζωεί δεν είναι έξυπνος. Κανείς δε θέλει να τον παίρνουν για κουτό. Γι’ αυτό, όταν η αγορά παθαίνει αναστατώσεις, οι άνθρωποι νοιώθουν το συναίσθημα εκείνο που δοκιμάζει ο μαθητής που πάει για εξετάσεις.
Κατά τη γνώμη μου, πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε πως ένα στοιχείο αυθεντικού, έστω και αδικαιολόγητου φόβου, για τις συνέπειες μιας οικονομικής καταστροφής, υπεισέρχεται συχνά μέσα στις ανησυχίες ενός επιχειρηματία. Ο Κλευχάνγκερ, του Άρνολντ Μπέντετ, όσο πλούσιος κι αν ήταν κατατρεχόταν από τον φόβο πως θα πεθάνει σε φτωχοκομείο. Είμαι βέβαιος, πως εκείνοι που υπέφεραν πολύ από τη φτώχεια στα παιδικά τους χρόνια, βασανίζονται από το φόβο μήπως τα παιδιά τους έχουν την ίδια τύχη και τους φαίνεται σχεδόν αδύνατο να συγκεντρώσουν όσα εκατομμύρια χρειάζονται για ν’ αποσοβηθεί αυτή η συμφορά. Οι φόβοι αυτοί είναι ίσως αναπόφευκτοι στην πρώτη γενεά, αλλά είναι λιγότερο πιθανό να βασανίσουν εκείνους που ποτέ τους δε γνώρισαν μεγάλη φτώχεια.
Όλο το κακό προέρχεται από το γεγονός πως θεωρούμε την επιτυχία στον ανταγωνισμό σαν την κυριότερη πηγή της ευτυχίας. Δεν αρνούμαι πως το συναίσθημα της επιτυχίας κάνει τη ζωή πιο ευχάριστη. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον ζωγράφο που ήταν ολότελα άγνωστος και άσημος σε όλη του τη νεανική ηλικία. Ασφαλώς θα νιώσει ευτυχισμένος όταν δει ν’ αναγνωρίζεται το ταλέντο του. Δεν αρνούμαι ακόμα ούτε ότι το χρήμα είναι, ως ένα ορισμένο σημείο, ικανό ν’ αυξήσει την ευτυχία. Νομίζω όμως ότι πέρα από ορισμένο όριο δεν μπορεί να προσθέσει τίποτα. Εκείνο που υποστηρίζω είναι ότι η επιτυχία στη ζωή δεν είναι παρά μόνο ένα από τα συστατικά της ευτυχίας. Κι ότι πληρώνεται πάρα πολύ ακριβά, όταν θυσιάζονται όλα τα άλλα συστατικά για χάρη της.
Στο 18° αιώνα ένα από τα χαρακτηριστικά του «τζέντλεμαν» ήταν να μπορεί ν’ απολαμβάνει τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική και τη μουσική. Στις ημέρες μας μπορεί να διαφωνούμε με αυτό το γούστο, αλλά αναγνωρίζουμε πως ήταν αυθεντικό. Ο πλούσιος της εποχής μας έχει δημιουργήσει έναν ολότελα διαφορετικό τύπο. Δε διαβάζει ποτέ. Αν θέλει να καταρτίσει μια πινακοθήκη για ν’ αυξήσει τη δόξα του, εμπιστεύεται σε εμπειρογνώμονες την εκλογή των πινάκων. Η απόλαυση που αποκομίζει δεν προέρχεται από τη θέα των έργων τέχνης, αλλά από το γεγονός ότι δεν άφησε άλλους Κροίσους να τα κατέχουν αυτοί.
Το αποτέλεσμα είναι πως δεν ξέρει τι να τις κάνει τις ελεύθερες ώρες του. Όσο γίνεται πλουσιότερος τόσο πιο εύκολο του είναι να κερδίσει και άλλα χρήματα, από όσα θα μπορούσε να ξοδέψει όλη την ημέρα. Έτσι, ο ατυχής βρίσκεται πραγματικά άνεργος. Αυτό θα συμβαίνει αναπόφευκτα όσο η επιτυχία, αυτή καθαυτή, θα θεωρείται σαν σκοπός της ζωής. Όταν ένας άνθρωπος δεν έχει μάθει πώς να χειρισθεί την επιτυχία του, όταν την κερδίσει, αυτή θα τον κάνει έρμαιο μιας ανυπόφορης ανίας.
Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
ΡΑΣΣΕΛ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΣΕΝΙΔΗΣ
Εικόνα: https://gr.pinterest.com/pin/360921357637381508/?nic=1
https://www.lecturesbureau.gr/1/how-does-a-rich-man-approach-happiness-1868/