Της Έφης Μπάσδρα*
Η Πορτογαλία και η Ιρλανδία είναι χώρες σχετικά συγκρίσιμες με την Ελλάδα από άποψη μεγέθους. Επιπλέον και οι δύο χώρες πέρασαν πρόσφατα όπως και η χώρα μας
την περιπέτεια των μνημονίων. Τα πανεπιστήμια τους, σημαντικά λιγότερα αριθμητικά από τα ελληνικά καταλαμβάνουν υψηλές θέσεις στις διεθνείς αξιολογήσεις με τα πρώτα στις κατατάξεις, το University of Lisbon της Πορτογαλίας και το Trinity College του Δουβλίνου στην Ιρλανδία, να βρίσκονται στις θέσεις 151-200. Το καλύτερο ελληνικό πανεπιστήμιο σύμφωνα με την κατάταξη της Σανγκάης, το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών βρίσκεται στη θέση 301-400.
Δεν ήταν όμως πάντα έτσι.
Η δεκαετία του ’90 ήταν αποφασιστική για το ανώτατο εκπαιδευτικό σύστημα της Ιρλανδίας. Βασισμένοι οι Ιρλανδοί σε έρευνες αποφάσισαν να αλλάξουν τον προσανατολισμό της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην κατεύθυνση της ικανοποίησης των αναγκών της αγοράς και της αγοράς εργασίας. Αυξημένες ανάγκες σε ξένες γλώσσες, σε σπουδές βιολογίας και τεχνολογίας, είχαν σαν αποτέλεσμα την ενίσχυση αντίστοιχων τμημάτων καθώς η οικονομία της χώρας μετακινείτο από τη βιομηχανία προς τις υπηρεσίες. Οι Πορτογάλοι ακολούθησαν ανάλογους δρόμους. Το αποτέλεσμα αποδεικνύει ότι ο τρόπος που ακολούθησαν αυτές οι χώρες, του σχεδιασμού της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης «σύμφωνα με τις ανάγκες», τους έβγαλε στο ξέφωτο.
Γιατί τα γράφω όλα αυτά;
Σήμερα η ηγεσία του υπουργείου παιδείας ανέστειλε την έναρξη λειτουργίας 37 τμημάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης που δημιουργήθηκαν προεκλογικά για ψηφοθηρικούς λόγους από την προηγούμενη κυβέρνηση. Η δημιουργία πολλών από αυτά τα τμήματα έγινε με προχειρότητα, στο παραπέντε των εκλογών και με παρεμβάσεις και τροπολογίες της τελευταίας στιγμής, χωρίς προηγούμενο σχεδιασμό και επαρκή τεκμηρίωση. Το υπουργείο ανακοίνωσε ότι «τα τμήματα αυτά που επρόκειτο να λειτουργήσουν για πρώτη φορά τα επόμενα χρόνια, θα επανεξεταστούν ώστε η θεσμοθέτηση και λειτουργία τους να ανταποκρίνεται σε ακαδημαϊκά κριτήρια και να υποστηρίζεται από τις αναγκαίες μελέτες, με τη συνδρομή της καθ’ ύλην αρμόδιας ανεξάρτητης αρχής».
Πέρα από τη ρουσφετολογική προσέγγιση ίδρυσης των νέων τμημάτων, η δημιουργία τους δεν είχε εξασφαλίσει σύμφωνα με το νόμο ούτε καν τη συμβολή της Ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ), όπως προέβλεπε ο νόμος σε τέτοιου είδους αποφάσεις.
Η προχειρότητα δημιουργίας των νέων τμημάτων ήταν φυσικό να αντανακλούσε στη λειτουργία τους καθώς ελλείψεις σε υποδομές και προσωπικό θα τα υποβάθμιζαν και θα τα απαξίωναν από την πρώτη κιόλας στιγμή. Και ποιός χάνει τελικά; Οι τελικοί αποδέκτες προς όφελος των οποίων θεωρητικά ιδρύθηκαν τα νέα τμήματα, οι φοιτητές.
Επειδή πολλές φορές κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά, η απόφαση για σχολαστική επανεξέταση των ακαδημαϊκών κριτηρίων σύμφωνα με τα οποία ιδρύθηκαν τα 37 αυτά τμήματα προφανώς θα «περισώσει» κάποια.
Η δεκαετής κρίση της χώρας είχε μεγάλο κόστος στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ένας τεράστιος αριθμός αποφοίτων μετανάστευσε στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα η χώρα να στερηθεί ικανού και κατηρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού. Η πρότερη παράλογη και χωρίς σχεδιασμό δημιουργία πανεπιστημιακών τμημάτων είναι γκρίζο παρελθόν. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση για να προχωρήσει χρειάζεται συναινέσεις και μακροχρόνιο σχεδιασμό. Όπως για παράδειγμα στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία.
Ο Στίβεν Κινσέλλα, Ιρλανδός, είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Λίμερικ και συγγραφέας του βιβλίου «Austerity and Recovery». Είναι επίσης βαθύς γνώστης των ελληνικών πραγμάτων. Οι αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ιρλανδία λειτούργησαν προς όφελος της ανάπτυξης. «Να προσανατολίσετε το ανώτατο εκπαιδευτικό σύστημα προς την ανάπτυξη» συμβουλεύει, και χωρίς ίχνος απαξίας ή προσβολής, παρά μόνο θέλοντας να αναδείξει τις διαφορετικές δομές και λειτουργίες στις δύο χώρες, καταλήγει «η Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει Ιρλανδία, όσο κι αν το προσπαθήσει».
Προφανώς δεν έχει επισκεφτεί τη χώρα μας πρόσφατα...
*Η Έφη Μπάσδρα είναι καθηγήτρια στο ΕΚΠΑ