12.5.20

Άνθρωποι.Που γεννήθηκαν παιδιά με όνειρα.

"Εκατοντάδες άνθρωποι βιαστικοί, όλοι βιαστικοί περνούσαν τα φανάρια. Άλλοι...
ανέβαιναν τις κυλιόμενες σα να
τους ξέβραζε ο σταθμός του μετρό. Άλλοι έτρεχαν να τους καταπιεί. Δεκάδες άνθρωποι,
κάθε χρώματος, φυλής και φύλου. Κάποιοι παραμιλούσαν. Ένας θεός ξέρει τι είχαν στο μυαλό τους. Άλλοι μιλούσαν στο κινητό με σκυθρωπά πρόσωπα. Πρόσωπα αγέλαστα. Κουρασμένα. Μελαγχολικά. Με χείλη στεγνά. Αφυδατωμένα. Σε κάθε γωνιά ρακοσυλλέκτες έψαχναν στους κάδους σκουπιδιών. Σε κάθε γωνιά ζητιάνοι και ανάπηρα παιδιά. Απεγνωσμένα βλέμματα. Δεν ήταν έτσι οι άνθρωποι 3-4 χρόνια πριν, τότε που προχωρούσαν γελώντας ή χαμογελώντας, με το κορμί ίσιο, τα πνευμόνια γεμάτα αέρα…Εκείνον τον αέρα που παρόλο που ήταν γεμάτος σταγονίδια απ΄το καυσαέριο προσέδιδε μια αυτοπεποίθηση, μια δήθεν χαρά, μια αισιοδοξία νικητή. Νικητή της ζωής.Της πετυχημένης ύπαρξης. Που αναβλύζει από τις πρόσκαιρες χαρές της ευδαιμονίας.Στον εφήμερο χρόνο της ευτυχίας.
Τώρα όλα ήταν αληθινά. Τραγικά αληθινά.Και οι ρυτίδες που ξεφύτρωναν στο μέτωπο και τα χείλη, ρυτίδες που έκρυβαν ανάμεσα στα μικροσκοπικά «χείλη» της χαρακιάς, πόνο, ανέχεια, απόγνωση.Οργή.Φόβο. Αυτό το συναίσθημα ξεχώριζε περισσότερο.Ο φόβος. Που τρυπούσε τα μάτια και το μυαλό σου σα βέλος που σφυρίζει στον αέρα για να καρφωθεί στο μυαλό, μέσα από την τηλεόραση. Σα χάπι. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ. 

Πριν και μετά το φαγητό. 
Πριν και μετά το τσιγάρο. 
Πριν και μετά τον καφέ. 
Όλη μέρα. 
Φόβος εκπορευόμενος από τους διαχειριστές των συμφερόντων και την εξουσίας. 
Πως το επέτρεπαν οι ατρόμητοι έλληνες αυτό, δε μπορούσε να εξηγήσει.
 Οι ίδιοι πολιτικοί και δημοσιογράφοι «του συστήματος» που έσπερναν το φόβο, την αβεβαιότητα και την καταστροφή, οι ίδιοι ήταν που έσπερναν ελπίδες. 
Φρούδες ελπίδες. 
Κανείς δεν πίστευε λέξη από όσα έλεγαν άλλα κανείς δεν τολμούσε να διεκδικήσει κάτι καινούριο στη ζωή του. 
Ακριβώς σαν το σύνθημα που στάθηκε και κοιτούσε σε ένα τοίχο στα στενά της Βαρβακείου.
 «Μας βιάζουν και το μόνο που μας ανησυχεί είναι μη μας γκαστρώσουν»…
Χαρτόκουτα και σκουπίδια πεταμένα γύρω από τους κάδους σκουπιδιών.

 Τσιγγάνοι που έψαχναν για μέταλλα. Αλλοδαποί, μετανάστες. 
Αδέσποτες γάτες που είχαν να φάνε μέρες αφού το τρίχωμα τους κρεμόταν στο σώμα τους σαν ξεπλυμένο πατάκι.
 Σκυλιά που σ΄ ακολουθούσαν μέχρι το φανάρι μέχρι να μυρίσουν και να πάρουν κατά πόδι τον επόμενο περαστικό.
 Με ποιο κριτήριο ακολουθούν τα σκυλιά τους ανθρώπους;
Στη Σοφοκλέους είχε φτάσει.

 Εκεί που για να περπατήσεις στο πεζοδρόμιο πια ήταν πολυτέλεια. 
Παρέες μελαψών, Αφρικανών ή Ασιατών κάπνιζαν σε πηγαδάκια. Περιμένοντας. 
Τι μπορείς να περιμένεις μέρες ολόκληρες καπνίζοντας, τρώγοντας ότι βρεις, καπνίζοντας ότι σου δίνανε, με τα ρούχα βρώμικα, τη μυρωδιά να εκπέμπει έντονη δυσωδία αν πλησίαζες στα 2 μέτρα.
Όπως όταν πλησιάζεις τη φωτιά και νοιώθεις τη φλόγα στο δέρμα σου να καίει. 
Μόνο που η βρώμα έκαιγε τα ρουθούνια και την καρδιά. 
Άνθρωποι.
 Που γεννήθηκαν παιδιά με όνειρα. 
Σε έναν άλλο κόσμο και ζώντας λαθραία αναζητούσαν το όνειρό τους στην Ελλάδα. Γιατί ερχόταν στην Ελλάδα;"


Απόσπασμα από το μυθιστόρημα 
του Θεοχάρη Μπικηρόπουλου 
Ο ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΗ ΓΟΡΓΟΝΑ