Αφορμή για το προκείμενο άρθρο αποτελεί η Υπουργική Τροπολογία που κατατέθηκε (ω! του θαύματος) στο
άσχετο με το θέμα της Νομοσχέδιο του Υπουργείου Υγείας και που συζητιέται αυτή την εβδομάδα στην Ολομέλεια της Βουλής. Στο δεύτερο από τα άρθρα η τροπολογία έχει θέμα «Επιλογή σημαιοφόρων στα δημοτικά σχολεία» και στην πράξη εισάγει την κατάργηση της επιλογής σχολικών σημαιοφόρων, παραστατών και καταθετών / καταθετριών στεφάνων κατά τις εθνικές επετείους με βάση την κλήρωση, όπως την είχε εισάγει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Αρχικά θέλω να επισημάνω ότι η νέα πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, υπό την Υπουργό κ. Κεραμέως, από τις πρώτες κιόλας μέρες προσπαθεί αγωνιωδώς να γκρεμίσει το έργο που έχει επιτελεσθεί από την κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α., αδιακρίτως αν πρόκειται για ωφέλιμα μέτρα που εξυπηρετούν τη χώρα, τους πολίτες, τους μαθητές και τους νέους του τόπου. Χωρίς διαβούλευση με τη μαθητική, εκπαιδευτική, σχολική, πανεπιστημιακή κοινότητα, και μη παραθέτοντας επαρκή επιχειρήματα, μας γυρίζει στο παρελθόν. Τούτου δοθέντος, στάλθηκε στις 8 Οκτωβρίου από τους βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. προς τον πρόεδρο της Βουλής κ. Κωνσταντίνο Τασούλα και στον Πρόεδρο της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων κ. Γεώργιο Στύλιο επιστολή με θέμα – αίτημα τη συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων, ώστε τα μέλη του Κοινοβουλίου να ενημερωθούν για τις τρέχουσες εξελίξεις στην Παιδεία, καθώς η επιτροπή δεν έχει συνεδριάσει εδώ και δύο μήνες (!).
Ένα από τα εκπαιδευτικά μέτρα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ που η τωρινή κυβέρνηση σπεύδει να καταργήσει, είναι η επαναφορά του ορισμού του σημαιοφόρου στα δημοτικά σχολεία βάσει της ακαδημαϊκής επίδοσης των μαθητών, κι όχι με κλήρωση.
Πρώτα απ όλα θα πρέπει να εξετάσουμε γιατί η προηγούμενη ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, επί κυβερνήσεως ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ., τροποποίησε την συγκεκριμένη κι έως τότε ισχύουσα εκπαιδευτική διαδικασία. Θέλω να προσεγγίσω το θέμα πρωτίστως ως Ελληνίδα, μητέρα και εκπαιδευτικός.
Η σημαία είναι το εθνικό σύμβολο όλων ανεξαιρέτως των Ελλήνων, όχι έπαθλο επιδόσεων και φορέας διχασμού και διακρίσεων. Αυτό το επισημαίνει, και πρόσφατα, στην απαντητική του επιστολή προς την κυρία Υπουργό ο Τομεάρχης Παιδείας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και τέως Υπουργός Παιδείας κ. Ν. Φίλης.
Επιπλέον θα πρέπει να αναστοχαστούμε σε ποια αντικειμενική βάση στηρίζεται η διαδικασία επιλογής σημαιοφόρων με βάση τη βαθμολογική επίδοση. Το άριστα στο δημοτικό αναφέρεται τόσο στους μαθητές με βαθμολογία 10 όσο και με 9. Περιλαμβάνει δηλαδή περίπου το 90% των μαθητών, αποκλείοντας το υπόλοιπο 10%. Άρα σε μια τάξη αποκλείονται κατά μέσο όρο δυο με τρία παιδιά με τη χαμηλότερη βαθμολογία.
Εύκολα κανείς αντιλαμβάνεται την αντιπαιδαγωγική σημασία μιας τέτοιας διάκρισης, και την περιθωριοποίηση που υφίστανται τα παιδιά που δεν επιτυγχάνουν τη βαθμολογία «άριστα».
Επιπροσθέτως, ας εξετάσουμε ποιοι μαθητές τελικά μπορεί να είναι αυτοί με την χαμηλότερη βαθμολογία μέσα σε μία τάξη. Είναι μόνο τα παιδιά που αμελούν και δεν προσπαθούν, για διαφόρους οικογενειακούς ή άλλους λόγους, ή μήπως μέσα σε αυτή την ομάδα υπάρχουν και παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, ΑΜΕΑ, παιδιά με μόνο ένα γονέα, ορφανά, ή ακόμα και παιδιά αλλοδαπών οικογενειών που αγωνίζονται να κατακτήσουν μαζί με το συνολικό γνωστικό κομμάτι και την Ελληνική γλώσσα; Όλα αυτά τα παιδιά όμως διακρίνονται και ξεχωρίζουν πολλές φορές μέσα στην ομάδα τους, για την άριστη διαγωγή τους, το περίσσιο ήθος τους και ταυτόχρονα μοχθούν πολύ περισσότερο από τα άλλα για να κάνουν την γνώση κτήμα τους, και να αποκτήσουν και αυτά, την αναγνώριση που τους αξίζει μέσα στην μαθητική κοινότητα και κατ επέκταση την πρέπουσα κοινωνική αποδοχή!
Ας μου επιτραπεί λοιπόν να ρωτήσω με ποιο σκεπτικό και γιατί αυτά τα παιδιά πρέπει, λόγω της χαμηλότερης βαθμολογίας τους, να εξοστρακίζονται από αυτή τη διαδικασία;
Και να μην παραλείψουμε το φαινόμενο ότι δυστυχώς, σε ορισμένες περιπτώσεις επιλογής σημαιοφόρου, έχουν ασκηθεί από γονείς, με έντονο έως και απαράδεχτο τρόπο, πιέσεις στους δασκάλους για καλύτερη βαθμολογία των παιδιών τους, καθώς προσδοκούν ο γιος ή η κόρη τους να επιλεγούν ως σημαιοφόροι..
Η σημαία όμως δεν είναι έπαθλο επιδόσεων! Ως Εθνικό σύμβολο οφείλει να εξυψώνει στη συνείδηση όλων ανεξαιρέτως των μαθητών και μαθητριών τα μεγάλα ιδεώδη.
Όπως έχει πει και ο κ. Γιώργος Αγγελόπουλος, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, πρώην γενικός γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας, αναφερόμενος στο θέμα, η σημαία ενός σχολείου δεν αναφέρεται στην τοπικότητα της σχολικής μονάδας αλλά στην καθολικότητα του έθνους. Το έθνος συγκροτείται μέσα από τις τελετουργίες του, που συνοψίζουν συμβολικά τις υποσχέσεις και τις εγγυήσεις που μας παρέχει. Το ποιοι συμμετέχουν στις τελετουργίες είναι επομένως σημαντικό, γιατί δηλώνει το ποιους εντέλει το έθνος αφορά.
Για να θυμίσω εδώ τα λόγια του ίδιου Μακρυγιάννη «Τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι.»
Αναρωτιέμαι λοιπόν γιατί όσοι υπερασπίζονται πως η συνέχιση του θεσμού των σχολικών παρελάσεων είναι σημαντική εκπαιδευτική διαδικασία που αφυπνίζει τους μαθητές για την Ιστορία της χώρας που ζουν και τους εισάγει στην έννοια του Έθνους, θα προτιμούσαν η επιλογή του σημαιοφόρου να αφορά μόνο τους άριστους μαθητές και όχι την ολότητα, το σύνολο δηλαδή της μαθητικής κοινότητας.
Το βασικό ζήτημα που προκύπτει είναι να ορίσουμε με σαφήνεια τον απώτερο και σημαντικότερο σκοπό αυτής της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Τι τιμούμε, ποιες αξίες και αρετές θέλουμε να προβάλουμε. Οι συλλογικές επέτειοι εντός των σχολικών δραστηριοτήτων οφείλουν να έχουν πρωτίστως παιδαγωγικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό και οι εορτασμοί και οι παρελάσεις που τελούνται επ’ αφορμή τους, πρέπει να διασφαλίζουν την απαιτούμενη ψυχική ομαλότητα όλων ανεξαιρέτως των μαθητών, και να προβάλουν το κλίμα συνεργασίας και ομαδικότητας μεταξύ τους όπως και το αίσθημα σεβασμού στην διαφορετικότητα.
Συμπερασματικά: Τέτοιας τάξεως θέματα και αποφάσεις πρέπει να πατάνε σε στέρεες παιδαγωγικές - επιστημονικές τεκμηριωμένες βάσεις και να φέρουν και τη σύμφωνη γνώμη του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής και να μην είναι αποτέλεσμα μικρόπνοης, μικροκομματικής και ιδεοληπτικής επιλογής.
Όσο για την «αριστεία» για την οποία τόσο μεγάλη συζήτηση γίνεται, είναι πράγματι μια ιδιαίτερα σημαντική έννοια και αξία, η οποία αφορά όχι μόνο έναν τελικό βαθμό, αλλά και τη σύνολη προσπάθεια, τη συνεργασία, τη διαγωγή, την αφομοίωση Αξιών από όλη τη σχολική κι εκπαιδευτική κοινότητα. Και η οποία μπορεί να επιβραβεύεται κάποια άλλη στιγμή, ξεχωριστά, μέσα στη σχολική εκπαιδευτική λειτουργία.
Μπέττυ Σκούφα
Βουλεύτρια ΣΥΡΙΖΑ Πιερίας
Μέλος Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής