υπήρξε καταλυτική,
ενώ οι υπηρεσίες του προς το έθνος και την πατρίδα χαρακτηρίζονται ανεκτίμητες.
Γεννήθηκε στη Μασσαλία το 1870, αλλά η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα τέσσερα χρόνια αργότερα. Ήταν γιος του μεγαλέμπορου Μιχαήλ Μελά. Παντρεύτηκε τη Ναταλία Δραγούμη, κόρη του πολιτικού Στέφανου Δραγούμη. Φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων. Ήταν ένας από τους αξιωματικούς που το 1894 επέδραμαν στα γραφεία της εφημερίδας Ακρόπολις και λίγο αργότερα οργανώθηκαν στην Εθνική Εταιρεία, της οποίας ήταν δραστήριο μέλος. Συμμετείχε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.
Σε συνεργασία με το γυναικαδελφό του Ίωνα Δραγούμη αναμίχθηκε στις μακεδονικές υποθέσεις και στάθηκε από τους πρωτεργάτες του Μακεδονικού αγώνα, συνεργαζόμενος με το Μακεδονικό Κομιτάτο. Το Μάρτιο του 1904 ήταν ένας από τέσσερεις Έλληνες αξιωματικούς που στάλθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση να πραγματοποιήσουν μια αναγνωριστική περιοδεία στη δυτική Μακεδονία, η οποία κατέληξε σε αντικρουόμενα αποτελέσματα. Τον Ιούλιο επισκέφθηκε ιδιωτικά την Κοζάνη και τη Σιάτιστα και αποφάσισε να αναλάβει αντάρτικη δράση στην περιοχή.
Τον Αύγουστο διορίστηκε αρχηγός των ελληνικών ομάδων στην περιοχή Καστοριάς και Μοναστηρίου και εισήλθε για τρίτη φορά στην τουρκοκρατούμενη τότε περιοχή της Μακεδονίας, αυτή τη φορά επικεφαλής ένοπλου σώματος. Με τους άνδρες του περιηγήθηκε σε χωριά της περιοχής δρώντας εναντίον εξαρχικών σλαβοφώνων. Ενώ βρισκόταν στο χωριό Στάτιστα της Καστοριάς, το σώμα του δέχτηκε επίθεση από ένα απόσπασμα του τουρκικού στρατού, που παραπλανημένο από τον κομιτατζή Μήτρο Βλάχο νόμιζε ότι επιτίθεται σε ομάδα της ΕΜΕΟ και πέθανε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Στην Ελλάδα θεωρείται -και ΕΙΝΑΙ- ηρωική μορφή και έχουν ονομαστεί προς τιμήν του το χωριό Μελάς της Καστοριάς και ο Δήμος Παύλου Μελά στην Θεσσαλονίκη.