φως πέρα από την αγωνία,
φως που ξέχασε την
ελπίδα του,
«εσύ,
που κατέχεις μιαν ελευθερία αρχαία»
– και που από αυτήν κατέχεσαι,
ζώντας μέσα στον έρωτα που πηγάζει από την άβυσσο
στο κέντρο της Απουσίας,
φως που κόβεις κάθετα τον Καιρό
και έτσι βλέπω τον Άλλο
– και Τον αγάπησα…
~*~
Ο χρόνος βρήκε πάλι το χρώμα της νιότης του,
ωχρός και γαλάζιος
αναβλύζει μέσα από το χάος·
«χτες, ήμουν μια χώρα έρημη»,
κατοικημένη από τον θάνατο της,
σήμερα,
επληρώθη η γη πάσα της αγάπης σου
είμαι παρών σε όλα της κτίσεώς σου…
~*~
16 Ιουλίου 1991. Aπό τη συνέντευξη του Θεοχάρη Μπικηρόπουλου με τον Κωστή Μοσκώφ στη βίλα του στον Πλαταμώνα, για την εφημερίδα ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Σ’ αυτόν τον τόπο
ο άνεμος δεν κουράστηκε
τρεις χιλιάδες χρόνια·
– η Ιστορία
τραυλίζει την ταυτότητά της·
τα πράγματα
γίνονται πρόσωπα
– ματώνουν,
καθώς ενσαρκώνονται…
Σιωπή,
«Εσύ που ψιθυρίζεις όλη νύκτα
μέσα μου την ροή σου»
–μυστικό αηδόνι μου–
δυο φορές και χίλιες
κελάρι
μιας αγάπης πεθαμένης…
~*~
Αυτό το είδωλο
θέλει να γίνει ζωή·
αυτός ο χρόνος
πάσχει να γίνει Πράξη…
Πρέπει να διώξω τον Καιρό
πριν μιλήσει,
πρέπει να σταματήσω την Ιστορία
πριν γεννηθεί το Πρόσωπο
– έρημο μες στην μοναδικότητά του…
~*~
Τα βράχια αυτά, η θάλασσα,
φωτίζουν μυστικά την νεκρή ψυχή μας
είναι το σώμα μας που περιμένει να γεννηθεί
– διασχίζοντας τα έτη του φωτός
διασχίζοντας τις νύκτες του ανέμου
ζεσταίνοντας με το βλέμμα τους
αιώνες υπομονής τους θεούς που πέθαναν.
Ο έρωτας
που κάποτε κτίσαμε
έμεινε η μόνη μας μνήμη
ανάμεσα στο Τίποτα και στο πιο Τίποτα.
~*~
Πάλεψα με την παγωνιά του πλήθους,
όπως το αηδόνι
μυστικά ξεπέρασα την μνήμη μου,
λησμόνησα τι θα πει χτες
τι σήμερα, τι αύριο…
Μες στον Ακίνητο
δύναμαι το Αιώνιο…
~*~
Τον Νοέμβριο
«οι θεοί κρύβονται», είπες, «στον νου»,
περιμένοντας να τελειώσει ο Βαρδάρης
και συ
σαν αυτόν «που είχε φτιάξει καράβι το φεγγάρι»
περιμένεις να πέσει
«εκείνη η μισή βροχή που ξεχάστηκε»…
Πετώ πάνω από την Ρούμελη,
πάνω από την Απουλία,
μαζί με την χώρα μου πεθάναν και οι Σεμνές,
κι ο Τειρεσίας, σαν τυφλός, είναι στον Άδη
− αμφίς πάντα και τίποτα,
μάντις του πουθενά και του ποτέ…
Κοιμάμαι μόνος, ξέρεις
είκοσι αιώνες τώρα,
στο παλιό διπλό μας κρεβάτι…
~*~
Γεννήθηκα την εποχή του χαλκού
τώρα
δεν με θυμάται πια κανένας
σκεπάσαν τους βωμούς μου δάφνες και φρύγανα.
Πικραμύγδαλο, συ έρωτά μου,
ήπια τρία βαρέλια ρετσίνα στην Δόμνα
χτες, για να ξεχάσω
ρούφηξα τον Αλιάκμονα, τον σφοδρό Βαρδάρη
– οι λιμναίοι οικισμοί της Θεσσαλίας
μείναν ξεροί για χάρη σου.
Περιμένω τρεις χιλιάδες χρόνια να πεθάνω,
αδύναμος να αποσυντεθώ τόσο που σ’ αγαπώ.
~*~
Παράξενα λόγια των ερτζιανών κυμάτων,
χρησμοί παλιών θεών
που τώρα ξεχαστήκανε
και γίναν «οι ψυχές των παγκοσμίων τραγουδιών».
Τα χείλη σου, τα χείλη σου,
Ερμή παλιοτόμαρο,
πάνδημη Αφροδίτη
− να πουλάς κάτω από τον Παρθενώνα
τρεις χιλιάδες χρόνια το ίδιο εμπόρευμα,
το βράδυ
να μένεις ακίνητος,
στην αγκαλιά των Γαλαξιών,
αφουγκραζόμενος την Σιωπή,
το κρυφό νόημά τους…
~*~
στον Βάσια Τσοκόπουλο
Όταν γύρισα στους βράχους της Ιθάκης
είχες ξεχάσει πια ν’ αγαπάς
− κι εγώ να τρώω, για σένα,
δέκα χρόνους παξιμάδι
το αλμυρό κρέας των βοδιών του Υπερίωνα.
Φύγαν τώρα, φύγαν και οι σύντροφοι
φύγαν κι οι δούλοι, δεν είχαμε πια να τους θρέψουμε·
πρώτος μπάρκαρε σ’ ένα γκαζάδικο ό Ελπήνορας,
μετά, μέσα σε λίγες μέρες, και οι άλλοι.
Μείναμε μόνοι
εσύ, εγώ και ο Τηλέμαχος,
μισός πικραμύγδαλο, μισός αγόρι…
Από το βιβλίο «Κωστής Μοσκώφ - Ποιήματα», (Δεύτερη έκδοση με 24 καινούρια ποιήματα), εκδ. Καστανιώτη 1987.
ο άνεμος δεν κουράστηκε
τρεις χιλιάδες χρόνια·
– η Ιστορία
τραυλίζει την ταυτότητά της·
τα πράγματα
γίνονται πρόσωπα
– ματώνουν,
καθώς ενσαρκώνονται…
Σιωπή,
«Εσύ που ψιθυρίζεις όλη νύκτα
μέσα μου την ροή σου»
–μυστικό αηδόνι μου–
δυο φορές και χίλιες
κελάρι
μιας αγάπης πεθαμένης…
~*~
Αυτό το είδωλο
θέλει να γίνει ζωή·
αυτός ο χρόνος
πάσχει να γίνει Πράξη…
Πρέπει να διώξω τον Καιρό
πριν μιλήσει,
πρέπει να σταματήσω την Ιστορία
πριν γεννηθεί το Πρόσωπο
– έρημο μες στην μοναδικότητά του…
~*~
Τα βράχια αυτά, η θάλασσα,
φωτίζουν μυστικά την νεκρή ψυχή μας
είναι το σώμα μας που περιμένει να γεννηθεί
– διασχίζοντας τα έτη του φωτός
διασχίζοντας τις νύκτες του ανέμου
ζεσταίνοντας με το βλέμμα τους
αιώνες υπομονής τους θεούς που πέθαναν.
Ο έρωτας
που κάποτε κτίσαμε
έμεινε η μόνη μας μνήμη
ανάμεσα στο Τίποτα και στο πιο Τίποτα.
~*~
Πάλεψα με την παγωνιά του πλήθους,
όπως το αηδόνι
μυστικά ξεπέρασα την μνήμη μου,
λησμόνησα τι θα πει χτες
τι σήμερα, τι αύριο…
Μες στον Ακίνητο
δύναμαι το Αιώνιο…
~*~
Τον Νοέμβριο
«οι θεοί κρύβονται», είπες, «στον νου»,
περιμένοντας να τελειώσει ο Βαρδάρης
και συ
σαν αυτόν «που είχε φτιάξει καράβι το φεγγάρι»
περιμένεις να πέσει
«εκείνη η μισή βροχή που ξεχάστηκε»…
Πετώ πάνω από την Ρούμελη,
πάνω από την Απουλία,
μαζί με την χώρα μου πεθάναν και οι Σεμνές,
κι ο Τειρεσίας, σαν τυφλός, είναι στον Άδη
− αμφίς πάντα και τίποτα,
μάντις του πουθενά και του ποτέ…
Κοιμάμαι μόνος, ξέρεις
είκοσι αιώνες τώρα,
στο παλιό διπλό μας κρεβάτι…
~*~
Γεννήθηκα την εποχή του χαλκού
τώρα
δεν με θυμάται πια κανένας
σκεπάσαν τους βωμούς μου δάφνες και φρύγανα.
Πικραμύγδαλο, συ έρωτά μου,
ήπια τρία βαρέλια ρετσίνα στην Δόμνα
χτες, για να ξεχάσω
ρούφηξα τον Αλιάκμονα, τον σφοδρό Βαρδάρη
– οι λιμναίοι οικισμοί της Θεσσαλίας
μείναν ξεροί για χάρη σου.
Περιμένω τρεις χιλιάδες χρόνια να πεθάνω,
αδύναμος να αποσυντεθώ τόσο που σ’ αγαπώ.
~*~
Παράξενα λόγια των ερτζιανών κυμάτων,
χρησμοί παλιών θεών
που τώρα ξεχαστήκανε
και γίναν «οι ψυχές των παγκοσμίων τραγουδιών».
Τα χείλη σου, τα χείλη σου,
Ερμή παλιοτόμαρο,
πάνδημη Αφροδίτη
− να πουλάς κάτω από τον Παρθενώνα
τρεις χιλιάδες χρόνια το ίδιο εμπόρευμα,
το βράδυ
να μένεις ακίνητος,
στην αγκαλιά των Γαλαξιών,
αφουγκραζόμενος την Σιωπή,
το κρυφό νόημά τους…
~*~
στον Βάσια Τσοκόπουλο
Όταν γύρισα στους βράχους της Ιθάκης
είχες ξεχάσει πια ν’ αγαπάς
− κι εγώ να τρώω, για σένα,
δέκα χρόνους παξιμάδι
το αλμυρό κρέας των βοδιών του Υπερίωνα.
Φύγαν τώρα, φύγαν και οι σύντροφοι
φύγαν κι οι δούλοι, δεν είχαμε πια να τους θρέψουμε·
πρώτος μπάρκαρε σ’ ένα γκαζάδικο ό Ελπήνορας,
μετά, μέσα σε λίγες μέρες, και οι άλλοι.
Μείναμε μόνοι
εσύ, εγώ και ο Τηλέμαχος,
μισός πικραμύγδαλο, μισός αγόρι…
Από το βιβλίο «Κωστής Μοσκώφ - Ποιήματα», (Δεύτερη έκδοση με 24 καινούρια ποιήματα), εκδ. Καστανιώτη 1987.