Βγάλτε τίς κλειδαριές από τίς πόρτες!
Βγάλτε τίς πόρτες απ’ τούς μεντεσέδες!
Γιά τον Κάρλ Σόλομον
Ι
Είδα τά καλύτερα μυαλά τής γενιάς μου χαλασμένα απ’ την
τρέλα, λιμασμένα υστερικά γυμνά,
νά σέρνονται μέσ’ απ’ τούς νέγρικους δρόμους τήν αυγή γυ-
ρεύοντας μιά φλογισμένη δόση,
χίπστερς αγγελοκέφαλοι πού καίγονταν γιά τόν αρχαίο επου-
ράνιο δεσμό μέ τό αστρικό δυναμό στή μηχανή τής νύχτας,
φτωχοί καί κουρελήδες μέ βαθουλωμένα μάτια, πού φτιαγμέ-
νοι ξενυχτούσαν καπνίζοντας στό υπερφυσικό σκοτάδι πα-
γωμένων διαμερισμάτων, αρμενίζοντας πάνω από τίς κορ-
φές τών πόλεων αφοσιωμένοι στήν τζάζ,
πού άνοιγαν τό μυαλό τους στά Ουράνια κάτω απ’ τόν εναέριο
σιδηρόδρομο καί βλέπανε αγγέλους μουσουλμάνους τρεκλί-
ζοντας φωτισμένοι σέ ταράτσες λαϊκών πολυκατοικίων,
πού πέρασαν απ’ τά πανεπιστήμια μέ μάτια ανοιχτά κι αχτι-
νοβόλα μέ παραισθήσεις τού Άρκανσω κι οράματα δραμα-
τικά λουσμένα στό φώς τού Μπλέηκ ανάμεσα στούς μανδα-
ρίνους τού πολέμου,
πού αποβλήθηκαν απ’ τίς ακαδημίες γιατ’ ήσαν λέει τρελοί κι
εξέδιδαν άσεμνες ωδές στά παράθυρα τής νεκροκεφαλής,
πού τρέμανε σ’ αξύριστα δωμάτια μέ εσώρουχα, καίγοντας
τά λεφτά τους σέ καλάθια αχρήστων καί στήνοντας τ’ αυτί
στόν Τρόμο μεσ’ απ’ τόν τοίχο,
πού πιάστηκαν από τίς ηβικές γενειάδες τους γυρίζοντας
φτιαγμένοι μέ μαριχουάνα από Λαρέντο γιά Νέα Υόρκη,
πού καταπίνανε φωτιά στούς τεκέδες ή πίναν νέφτι στό Πα-
ράνταϊς Άλλεϋ, θάνατος, ή τυραννούσαν τά κορμιά τους
κάθε νυχτα
μέ όνειρα, μέ ναρκωτικά, μ’ εφιάλτες στόν ξύπνο, βακχείες
καί οχείες κι ατέλειωτα όργια,
ασύγκριτα αδιέξοδα φρικιαστικού σύννεφου κι αστραπής στό
μυαλό πού πηδούσε σέ κολόνες τού Καναδά καί τού Πάτερ-
σον, καταυγάζοντας τόν ασάλευτο κόσμο τού Χρόνου,
Πεγιότ συμπάγειες τώμ θαλάμων, χαράματα περιβόλων πρά-
σινων δέντρων κοιμητηρίων, κρασομεθύσια στίς στέγες, αύ-
τοκινητάδες τής πλάκας καί τής μαστούρας καί απέραντες
σειρές βιτρίνες καί βλεφαρισμοί τών φώτων τής τροχαίας,
ηλιακές καί σεληνιακές καί δενδρικές δονήσεις στά βρυχώ-
μενα χειμωνιάτικα δειλινά τού Μπρούκλιν, τενεκεδοπαρα-
ληρήματα κι ευγενικό βασιλικό φώς τού νού,
πού στρωθήκαν στό μετρό γιά τήν ατέρμονη βόλτα απ’ τό
Μπάττερυ στό άγιο Μπρόνξ μέ μπενζεντρίν ωσότου τών
τροχών καί τών παιδιών ο θόρυβος τούς έριξε τρέμοντας
σύγκορμοι μέ στραβό τό στόμα τσακισμένοι ξεστραγγισμέ-
νοι από κάθε σκέψη στό θλιβερό φώς τού Ζωολογικού Κήπου,
πού βουλιάξαν όλη νύχτα στό υποβρύχιο φώς τού Μπίκφορντ
καί ξενερίσανε καί βγάλαν τό απόγευμα μέ ξεθυμασμένη
μπίρα στήν ερημιά τού Φουγκάτσι, ακούγοντας τόν Ερχομό
τής Κρίσης στό τζουκμπόξ τού υδρογόνου,
πού μιλούσαν ακατάπαυστα εβδομήντα ώρες απ’ τό πάρκο στό
σπίτι στό μπάρ στό Μπέλβιου στό μουσείο στή Γέφυρα τού
Μπρούκλιν,
ένα χαμένο τάγμα πλατωνικών συζητητών πού πηδούσαν απ’
τίς βεράντες απ’ τίς εξόδους πυρκαγιάς απ’ τά παράθυρα απ’
τό Εμπάιερ Στέητ απ’ τήν σελήνη,
μπουρδολογώντας ουρλιάζοντας ξερνοβολώντας ψιθυρίζοντας
γεγονότα καί μνήμες κι ανέκδοτα καί πλάκες πού σπάσανε
καί σόκ νοσοκομείων καί φυλακών καί πολέμων,
ολόκληρες διάνοιες πού ξεράστηκαν αναπολώντας μέ απόλυτη
ακρίβεια εφτά μέρες καί νύχτες μέ μάτια πού άστραφταν,
κρέας γιά τή Συναγωγή πεταμένο στό πεζοδρόμιο,
πού χάθηκαν στό πούπετα Ζέν Νιού Τζέρσυ αφήνοντας στό πέ-
ρασμά τους διφορούμενα κάρτ-ποστάλ τού Ατλάντικ Σίτυ
Χώλ,
υποφέροντας από ιδρώτες τής Ανατολής καί οστεόλυση τής
Ταγγέρης καί κινεζικές ημικρανίες σέ περίοδο αποτοξινώ-
σεως στό γυμνό καί θλιβερό δωμάτιο στο Νιούαρκ,
πού γυρόφερναν τά μεσάνυχτα στό μηχανοστάσιο τών τρένων
κι αναρωτιόνταν πού νά πάνε, καί πήγαν, χωρίς ν΄αφήσουν
κανένα μέ παράπονο,
πού ανάβανε τσιγάρα στά βαγόνια βαγόνια βαγόνια πού κρο-
τάλιζαν τραβώντας μεσ’ απ’ τό χιόνι γιά τίς ερήμικες φάρ-
μες στήν παππούδικη νύχτα,
πού μελετούσανε Πλωτίνο Πόου Άγιο Ιωάννη τού Σταυρού
τηλεπάθεια καί μπόπ καμπάλλα γιατί ο κόσμος εδονείτο
ενστικτωδώς κάτω απ’ τά πόδια τους στό Κάνσας,
πού τριγυρνούσαν μόνοι στούς δρόμους τού Αϊντάχο ψάχνον-
τας γιά φανταστικούς ινδιάνους αγγέλους πού ήσαν φαντα-
στικοί ινδιάνοι άγγελοι,
πού σκέφτηκαν πώς απλώς ήσαν τρελοί όταν η Βαλτιμόρη
άστραψε σέ υπερφυσική έκσταση,
πού σάλταραν σέ λιμουζίνες μέ τόν Κινέζο τής Οκλαχόμα
όταν τούς κέντρισε η χειμωνιάτικη τού φαναριού τού δρόμου
μεσονύχτια επαρχιώτικη βροχή,
πού σουλατσάρανε πεινασμένοι κι έρημοι στό Χιούστον ψά-
χνοντας γιά τζάζ ή σέξ ή πράγμα, καί πήραν στό κατόπι τόν
αετονύχη τόν Σπανιόλο νά συζητήσουν γιά τήν Αμερική καί
τήν Αιωνιότητα, ανέλπιδη προσπάθεια, κι έτσι μπαρκάραν
γιά τήν Αφρική,
πού εξαφανίστηκαν στά ηφαίστεια τού Μεξικού αφήνοντας
πίσω τους τίποτ’ άλλο πέρα από τή σκιά τών μπλουτζήνς
καί τή λάβα καί τή στάχτη τής ποιήσης σκορπισμένη στό
τζάκι Σικάγο,
πού ξαναφάνηκαν στη Δυτική Ακτή ερευνώντας τό F.B.I μέ
γενειάδες καί σόρτς μέ μεγάλα πασιφιστικά μάτια σέξυ
καί λιοκαμένοι μοιράζοντας ακατανόητα φυλλάδια,
πού έκαναν τρύπες από τσιγάρο στά μπράτσα τους διαμαρτυ-
ρόμενοι γιά τή ναρκωτική καταχνιά τού ταμπάκου τού Κα-
πιταλισμού,
πού μοιράσανε Υπερκομμουνιστικά φυλλάδια στή Γιούνιον
Σκουαίαρ κλαίγοντας καί βγάζοντας τά ρούχα τους ενώ οι
σειρήνες τού Λός Άλαμος τούς κυνηγούσαν στριγκλίζοντας,
τήν Ουώλ Στρήτ κατεβαίνοντας στριγκλίζοντας , κι ενώ τό
φέρρυ γιά τό Στάτεν στρίγκλιζε επίσης,
πού έσπασαν κλαίγοντας σέ λευκά γυμναστήρια γυμνοί καί
τρέμοντας μπροστά στίς μηχανές άλλων σκελετών
πού δάγκωσαν ντέτεκτιβς στό σβέρκο καί τσίριζαν καταγοη-
τευμένοι σέ αστυνομικά εκατό μιά καί κανένα έγκλημα δέν
είχαν διαπράξει παρά μονάχα τή δική τους άγρια παιδερα-
στία καί μέθη,
πού ούρλιαζαν πεσμένοι στά γόνατα στόν υπόγειο καί σύρθη-
καν έξω από τήν οροφή ανεμίζοντας χειρόγραφα καί γεννη-
τικά όργανα,
πού αφέθηκαν νά γαμηθούν από πίσω από άγιους μοτοσυκλε-
τιστές κι αλάλαζαν από χαρά,
πού κάνανε τσιμπουκι μ’ αυτά τ’ ανθρώπινα σεραφείμ, τούς
ναύτες, χάδια τού Ατλαντικού κι αγάπες τής Καραϊβικής,
πού ξεφάντωναν πρωί καί βράδυ στούς ροδόκηπους καί στό
γρασίδι τών δημοσίων πάρκων καί κοιμητηρίων σκορπίζον-
τας μ’ απλοχεριά τό σπέρμα τους σ’ όποιον κι άν ήθελε,
πού είχαν αδιάκοπο λόξιγκα θέλοντας νά χαχανίσουν καί τέ-
λειωσαν μ’ ένα λυγμό πίσω από ένα χώρισμα σ’ ένα χαμάμ
όταν ο ξανθός καί γυμνός άγγελος ήρθε νά τούς καρφώσει
μ’ ένα ξίφος,
πού χάσανε τ’ αγόρια τους στίς τρείς γριές στίγκλες τής
μοίρας τή μονόφθαλμη τή στρίγκλα τού ετεροφυλόφιλου δο-
λάριου τή μονόφθαλμη τή στρίγκλα πού κλείνει τό μάτι έξω
απ’ τή μήτρα καί τή μονόφθαλμη τή στρίγκλα πού δέν κάνει
τίποτ’ άλλο απ’ τό νά κάθεται στόν πισινό της καί νά ψαλι-
δίζει τίς χρυσές κλωστές τής διανόησης στόν αργαλειό τού
τεχνίτη,
πού ζευγαρώθηκαν εκστατικοί κι ακόρεστοι μ’ ένα μπουκάλι
μπίρα μιά αγαπούλα ένα πακέτο τσιγάρα ένα κερί καί πέ-
σαν κάτω απ’ τό κρεβάτι καί συνεχίσανε στό πάτωμα καί
έξω στό διάδρομο καί τέλειωσαν λιγοθυμώντας μέ τό όραμα
τού απόλυτου μουνιού καί σπέρμα πού ξέφυγε από τό τε-
λευταίο παίξιμο τής συνείδησης,
πού γλύκαναν τό πράμα εκατομμυρίων κοριτσιών τρέμοντας
στό δειλινό καί είχαν μάτια κόκκινα τό πρωί, πρόθυμοι
όμως νά γλυκάνουν τό πράμα τής ανατολής, αστράφτοντας
οπίσθια στούς σιτοβολώνες καί γυμνοί στή λίμνη,
πού σάρωσαν τό Κολοράντο πορνοκοπώντας μέ μυριάδες κλεμ-
μένα αυτοκίνητα τής νύχτας, Νήλ Κάσσαντυ, κρυφός ήρως
αυτών τών ποιημάτων, ψωλαράς καί Άδωνις τού Ντένβερ –
χαρά στ’ αμέτρητα γαμήσια του μέ κορίτσια σέ χορταρια-
σμένα οικόπεδα κι αυλές, σέ ξεχαρβαλωμένες πολυθρόνες
κινηματογράφων, σέ βουνοκορφές σέ σπήλαια, μέ χτικιάρες
γκαρσόνες στ’ ανασηκωμένα μεσοφούστανα τών κρασπέδων
τών εθνικών οδών, κυρίως δέ σέ μυστικούς σολιψισμούς ου-
ρητηρίων βενζινάδικων, καί σέ σοκάκια επίσης,
πού σβήσαν σάν εικόνες σέ απέραντες βρομερές ταινίες, μετα-
κινήθηκαν στό όνειρο, ξύπνησαν σ’ένα απροσδόκητο Μαν-
χάτταν, σύρθηκαν έξω απ’ τά υπόγεια μέ πονοκέφαλο απ’τό
άσπλαχνο Τοκαίυ καί τούς τρόμους τών σιδηρών ονείρων τής
Τρίτης Λεωφόρου καί τράβηξαν παραπατώντας γιά τό γρα-
φείο ανεργίας,
πού περπατήσανε όλη νύχτα μέ τά παπούτσια τους γεμάτα
αίμα στίς χιονισμένες αποβάθρες παραμονευόντας μιά πόρ-
τα τού Ήστ Ρίβερ νά ανοίξει σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο όπιο
καί αχνούς,
πού δημιούργησαν μεγάλα αυτοκτονικά δράματα στίς πολυκα-
τοικιούμενες απόκρημνες όχθες τού Χάντσον κάτω από τόν
γαλάζιο αντιαεροπορικό προβολέα τής σελήνης, καί τά κε-
φάλια τους στεφανωθούν μέ δάφνη εις αιωνίαν λήθην,
πού φάγανε τό αρνάκι ραγού τής φαντασίας ή χωνέψανε τόν κά-
βουρα στόν λασπώδη πυθμένα τών ποταμών τού Μπάουερυ,
πού κλάψανε γιά τό ρομάντσο τών δρόμων μέ τό κάρο τους
γεμάτο κρεμμύδια καί κακή μουσική,
πού κάθισαν σέ παράγκες ανασαίνοντας στό σκοτάδι κάτω απ’
τή γέφυρα καί σηκωθήκαν γιά νά στήσουν κλαβεσέν στίς
σοφίτες τους,
πού βήχανε στόν έκτο όροφο τού Χάρλεμ στεφανωμένοι μέ
φλόγα κάτω από τόν φυματικό ουρανό πλαισιωμένοι από κα-
φάσια θεολογίας,
πού ορνιθοσκαλίζανε όλη νύχτα ροκεντρολάροντας ανυπέρβλη-
τες επωδές πού στό κίτρινο πρωινό ήσαν στροφές ασυναρ-
τησιών,
πού μαγειρέψαν σάπια ζώα πλεμόνια καρδιές πόδια ουρές
μπόρστ καί τορτίγιες κάνοντας όνειρα γιά τό αγνό βασίλειο
τών φυτών,
πού χωθήκανε κάτω από φορτηγά-ψυγεία κρεάτων ψάχνοντας
γιά ένα αυγό,
πού πέταξαν τά ρολόγια τους απ’ τήν ταράτσα γιά νά ρίξουν τήν
ψήφο τους υπέρ τής Αιωνιότητας έξω απ’ τό Χρόνο, καί ξυ-
πνητήρια πέφταν κάθε μέρα στά κεφάλια τους καθ’ όλη τήν
επόμενη δεκαετία,
πού κόψανε τίς φλέβες τους τρείς φορές συνέχεια ανεπιτυχώς,
τό πήρανε απόφαση κι αναγκάστηκαν ν’ ανοίξουν μαγαζιά
μέ αντίκες όπου νιώθαν πώς γερνούν, καί κλαίγανε,
πού κάηκαν ζωντανοί μέ τά αθώα φανελένια τους κουστούμια
στή Λεωφόρο Μάντισον ανάμεσα σ’ εκρήξεις μολυβένιου
στίχου καί φουλαρισμένοι σαματά τώμ σιδηρών συνταγμά-
των τής μόδας καί νιτρογλυκερινικών κραυγών τών νεράι-
δων τής διαφημίσης καί μουσταρδικού αερίου τών απαισίων
διανοουμένων εκδοτών, ή πατηθήκανε από τά μεθυσμένα
ταξί τής Απολύτου Πραγματικότητος,
πού πήδηξαν από τή γέφυρα τού Μπρούκλιν αυτό πράγματι
συνέβη καί χαθήκανε άγνωστοι καί ξεχασμένοι στή φασμα-
τική ζάλη τών παρόδων τής Τσάιναταουν, κι ούτε τούς κέ-
ρασαν μιά μπίρα,
πού τραγουδούσαν απ’ τά ανοιχτά παράθυρα τους απελπισμέ-
νοι, έπεσαν από τό παράθυρο τού μετρό στό βρόμικο Πασ-
σάικ, ρίχτηκαν σέ νέγρους, κλαίγανε στούς δρόμους, χόρε-
ψαν ξυπόλητοι πάνω σέ κρασοπότηρα σπασμένα πίτα στό
μεθύσι δίσκους γραμμοφώνου νοσταλγικής γερμανικής τζάζ
τού ’30, τέλειωσαν τό ουίσκυ καί ξέρασαν μέ ρόχθο στή
ματωμένη τουαλέτα, μέ βογκητά στ’ αυτιά τους καί συριγ-
μούς κολοσσιαίων σειρήνων,
πού κουτρουβάλησαν στίς λεωφόρους τού παρελθόντος ταξι-
δευόντας ο ένας στού άλλου τόν Γολγοθά τής αγρύπνιας καί
τής μοναξιάς ή στήν ενσάρκωση τής τζάζ τού Μπίρμινχαμ,
πού διασχίσανε τή χώρα απ’ τό ‘να άκρο στ’ άλλο σ’ εβδομην-
ταδύο ώρες γιά νά δούν άν εγώ είχα ένα όραμα ή εσύ είχες
ένα όραμα ή αυτός είχε ένα όραμα, γιά νά βρούν τήν Αιω-
νιότητα,
πού ταξίδεψαν στό Ντένβερ, πού πέθαναν στό Ντένβερ, πού
ξαναγύρισαν στό Ντένβερ καί περίμεναν ματαίως, πού α-
γνάτευαν στό Ντένβερ καί στοχάζονταν καί μονάζανε στό
Ντένβερ καί τελικά εφύγανε γιά ν’ ανακαλύψουν τό Χρόνο,
καί τό Ντένβερ νοσταλγεί τώρα τούς ήρωες του,
πού πέσανε στά γόνατα σ’ απελπισμένες εκκλησιές καί προσ-
ευχήθηκαν ο ένας γιά τού άλλου τή σωτηρία καί τή φώτιση
καί τίς καρδιές, ώσπου η ψυχή φώτισε τά μαλλιά της μιά
στιγμή,
πού σπάσαν τό κεφάλι τους στίς φυλακές καρτερώντας απίθα-
νους εγκληματίες μέ χρυσά κεφάλια καί τή γοητεία τής
πραγματικότητας στίς καρδιές πού τραγουδούσαν γλυκά
μπλούζ στό Αλκατράζ,
πού αποσύρθηκαν στό Μεξικό γιά νά καλλιεργήσουν μιά συν-
ήθεια, ή στά Βραχώδη Όρη στόν τρυφερό Βούδα ή στήν
Ταγγέρη στ’ αγόρια ή στό Νότιο Ειρηνικό στή μαύρη λοκο-
μοτίβα ή στό Χάρβαρντ στόν Νάρκισσο στό Γούντλων στή
γιρλάντα από μαργαρίτες ή στόν τάφο,
πού αξίωσαν δίκες πνευματικής υγείας κατηγορώντας τό ρα-
διόφωνο γιά υπνωτισμό καί απόμειναν μέ τή δική τους τρέ-
λα καί τά χέρια τους κι ένα δίβουλο δικαστήριο,
πού πέταξαν κλούβια αυγά στούς ομιλητές περί Ντανταϊσμού
στό Κολέγιο τής Νέας Υόρκης καί μετά παρουσιάστηκαν
στά γρανιτένια σκαλοπάτια τού τρελοκομείου μέ ξυρισμένα
κεφάλια γλωσσοκοπανώντας αυτοκτονίες καί απαιτώντας
άμεσο λοβοτομία,
καί πού τούς δόθηκε αντί γι’ αυτό τό συμπαγές κενό της ιν-
σουλίνης τού μετρασόλ τού ηλεκτροσόκ τής υδροθεραπείας
ψυχοθεραπείας εργασιοθεραπείας πίνγκ πόνγκ καί αμνη-
σίας,
πού αναποδογύρισαν ένα μονάχα συμβολικό τραπέζι τού πίνγκ
πόνγκ, κακόγουστη διαμαρτυρία, καί ξεκουράστηκαν γιά
λίγο στην κατατονία,
καί γύρισαν μετά από χρόνια στ’ αλήθεια φαλακροί αλλά μέ
μιά ματωμένη περούκα, καί τά δάκρυα καί τά δάχτυλα, στήν
ολοφάνερη καταδίκη τής τρέλας τών θαλάμων τών τρελο-
πόλεων τών Ανατολικών Πολιτειών,
στά δυσώδη δωμάτια τού Πίλγκριμ καί τού Ρόκλαντ καί τού
Γκρέυστοουν, λογομαχώντας μέ τούς αντίλαλους τής ψυχής,
χορεύοντας ρόκ στίς μεσονύχτιες παντέρημες εκτάσεις τής
αγάπης, ένα όνειρο ζωής ένας βραχνάς, σώματα πού γινήκαν
πέτρα βαριά σάν τό φεγγάρι,
μέ τή μάνα τελικά……. καί τό τελευταίο φανταστικό βιβλίο
πεταμένο έξω απ’ τό παράθυρο, καί τήν τελευταία πόρτα
πού έκλεισε στίς 4 τό πρωί καί τό τελευταίο τηλέφωνο πού
βρόντηξε στόν τοίχο αντί απαντήσεως καί τό τελευταίο ε-
πιπλωμένο δωμάτιο πού άδειασε μέχρι τό τελευταίο κομ-
μάτι πνευματικής επίπλωσης, κι ένα κίτρινο χάρτινο τριαν-
τάφυλλο καρφωμένο στήν κρεμάστρα στήν ντουλάπα, φαν-
ταστικό κι αυτό ακόμη, τίποτα πέρα από ένα ελπιδοφόρο
κομματάκι παραισθήσεως –
Ώ Κάρλ, όσο δέν είσαι ασφαλής δέν είμαι άσφαλής, καί τώρα
είσαι στ’ αλήθεια μέσα στήν απόλυτη μπουγιαμπέσα τού
χρόνου –
καί πού γι’ αυτό ετρέχανε στούς παγωμένους δρόμους δαιμο-
νισμένοι από μιά ξαφνική αστραπή τής αλχημείας τής χρή-
σης τής έλλειψης τού καταλόγου τού μεταβλητού μέτρου καί
τού παλμικού επιπέδου,
πού ονειρεύονταν καί επιχειρούσαν ένσαρκα χάσματα στό Χώ-
ρο καί τό Χρόνο μέσ’ άπό άντικριστές εικόνες, καί παγί-
δευαν τον αρχάγγελο τής ψυχής ανάμεσα σέ 2 οπτικές ει-
κόνες καί δένανε τά στοιχειώδη ρήματα καί βάζανε μαζί τό
ούσιαστικό καί τήν παύλα τής συνείδησης πηδώντας μέ τήν
αίσθηση τού Pater Omnipotens Aetema Deus
γιά ν’ άναγεννήσει τή σύνταξη καί τό μέτρο τού φτωχού άνθρώ-
πινου πεζού λόγου καί νά σταθεί μπροστά σας αμίλητος καί
νοήμων καί τρέμοντας από ντροπή, απορριμμένος κι όμως
ανοίγοντας τήν ψυχή γιά νά ομονοήσει μέ τό ρυθμό τής
σκέψης μές στό γυμνό κι απέραντο κεφάλι,
ό τρελός τό ρεμάλι κι άγγελος μπήτ στό Χρόνο, άγνωστος, κι
όμως καταγράφοντας εδώ αυτά πού θ’ απομείνουν γιά νά
ειπωθούν σέ καιρούς μετά τό θάνατο, γι’ αύτούς
πού υψώθηκαν μετενσαρκωμένοι στά φασματικά ρούχα τής
τζαζ στή χρυσοκέρατη σκιά τής μπάντας καί τραγούδησαν
το βάσανο γι’ αγάπη τού γυμνού αμερικάνικου μυαλού μέ
μιά ηλί ηλί λαμά σαβαχθανί σαξοφωνική κραυγή πού ανα-
τρίχιασε τίς πόλεις μέχρι τό τελευταίο ραδιόφωνο
μέ τήν απόλυτη καρδιά τού ποιήματος τής ζωής σφαγμένη καί
πετάμενη έξω απ’τά κορμιά τους καλή γιά φάγωμα γιά
χίλια χρόνια.
II
Ποιά σφίγγα τσιμέντου καί αλουμίνιου έσπασε τά κρανία τους
καί καταβρόχθισε τά μυαλά καί τή φαντασία τους;
Μολώχ ! Μοναξιά ! Βρομιά ! ’Ασχήμια ! Σκουπιδοτενεκέδες
κι απρόσιτα δολάρια ! Παιδιά πού τσιρίζουν κάτω άπ’ τίς
σκάλες ! ’Αγόρια πού κλαΐνε μ’ αναφιλητά στούς στρατούς !
Γέροι πού κλαψουρίζουν στα πάρκα !
Μολώχ ! Μολώχ ! Εφιάλτης τού Μολώχ ! Μολώχ ό χωρίς
αγάπη καμιά ! Μολώχ τού μυαλού ! Μολώχ ό στυγνός κρι-
τής τών άνθρώπων !
Μολώχ η ακατανόητη φυλακή ! Μολώχ τό νεκροκέφαλο άψυχο
κάτεργο καί Κογκρέσο τών θλίψεων ! Μολώχ τών κτιρίων
τής κρίσεως ! Μολώχ ό θεόρατος λίθος τού πολέμου ! Μο-
λώχ οί αποσβολωμένες κυβερνήσεις !
Μολώχ μέ τ’ ατόφιο μυαλό μηχανής ! Μολώχ πού στίς φλέβες
σου τρέχει ρευστό ! Μολώχ μέ τά δάχτυλα δέκα στρατιών.
Μολώχ μέ άνθρωποφάγο στήθος δυναμό ! Μολώχ μέ τ’ αύτι
πού καπνίζει σαν τάφος !
Μολώχ μέ τά μάτια χιλιάδων παραθύρων τυφλών! Μολώχ τών
ουρανοξυστών στή σειρά καθισμένων στούς απέραντους δρό-
μους σάν ’Ιεχωβάδες ! Μολώχ έργοστασίων πού κρώζουν
στό πούσι κι ονειρεύονται ! Μολώχ καμινάδων κι άντένων
πού στέφουν τις πόλεις !
Μολώχ μέ αγάπη απέραντη πετρελαίου καί πέτρας ! Μολώχ
μέ ψυχη τραπεζών κι ηλεκτρικής ένεργείας ! Μολώχ πού ή
φτώχεια σου είναι τό φάσμα τής μεγαλοφυίας ! Μολώχ πού
ή μοίρα σου είναι ένα σύννεφο αφύλου υδρογόνου ! Μολώχ
πού τ’ όνομά σου είναι Νούς !
Μολώχ πού μέσα σου νιώθω μονάχος ! Μολώχ πού μέσα σου
ονειρεύομαι αγγέλους ! Τρελός στόν Μολώχ ! Πούστης στόν
Μολώχ ! Χωρίς αγάπη, χωρίς φίλο στόν Μολώχ !
Μολώχ πού μπήκες στήν ψυχή μου νωρίς ! Μολώχ πού μέσα
σου είμαι χωρίς σώμα συνείδηση ! Μολώχ πού μέ τρόμα-
ξες πάνω στή φυσική μου έκσταση ! Μολώχ πού σ’ εγκα-
ταλείπω ! Ξυπνώ στον Μολώχ ! Φώς κατεβαίνει άπο τον
ουρανό !
Μολώχ ! Μολώχ ! Ρομπότ διαμερίσματα ! αόρατα προάστια !
σκελετώδη θησαυροφυλάκια ! τυφλές πρωτεύουσες ! δαιμο-
νικές βιομηχανίες ! φασματικά έθνη ! αήττητα τρελοκομεία !
γρανιτώδες ψωλές ! τερατώδεις μπόμπες !
Σπάσαν τις ράχες τους σηκώνοντας τόν Μολώχ στόν Ούρανό !
Πεζοδρόμια, δέντρα, ραδιόφωνα, τόνοι ! την πόλη σηκώνον-
τας στόν Ούρανο πού υπάρχει παντού τριγύρω μας !
Οράματα ! οιωνοί ! παραισθήσεις ! θαύματα ! εκστάσεις ! τά
πήρε τ’ αμερικάνικο ποτάμι !
Ονειρα ! λατρείες ! φωτοχυσίες ! θρησκείες ! ολόκληρη η μαού-
να φορτωμένη εύαίσθητο σκατό !
Ρήξεις ! πάνω άπ’ τό ποτάμι ! υστερίες καί σταυρώσεις ! κάτω
μέ τό ρέμα ! Εύφορίες ! Θεοφάνειες ! ’Απελπισίες ! Δέκα
χρόνια ζωώδεις κραυγές κι αυτοκτονίες ! Μυαλά ! Αγάπες
νέες ! Παλαβή γενιά ! κάτω στά βράχια του Χρόνου!
Αληθινό άγιο γέλιο στό ποτάμι ! Τά είδαν όλα ! τ’ άγρια μά-
τια ! τ’ άγια άλυχτήματα ! Είπαν αντίο ! Πήδηξαν άπ’ τή
στέγη ! στή μοναξιά! κουνώντας τα χέρια ! κρατώντας λου-
λούδια ! Κάτω στό ποτάμι! κάτω στό δρόμο!
III
Κάρλ Σόλομον ! Είμαι μαζί σου στο Ρόκλαντ
όπου πιο τρελός είσαι από μένα
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου πρέπει νά νιώθεις πολύ παράξενα
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου μιμείσαι τή σκιά της μάνας μου
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου σκότωσες τίς δώδεκα γραμματείς σου
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου γελάς μέ τοΰτο τ’ άόρατο χιούμορ
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου είμαστε μεγάλοι συγγραφείς στήν ίδια φοβερή γραφο-
μηχανή
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου ή κατάστασή σου είναι σοβαρή καί τή λέν στό ραδιό-
φωνο
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου οι κρανιακές λειτουργίες δ΄ρν δέχονται πιά τά σκουλή-
κια τών αισθήσεων
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου πίνεις τό τσάι απ’τά στήθια των γεροντοκόρων τής
Γιούτικα
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου λογοπαικτείς πάνω στά σώματα τών νοσοκόμων σου
τίς στρίγκλες τού Μπρόνξ
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου ούρλιάζεις μές στό ζουρλομανδύα πώς χάνεις τό παι-
χνίδι στό πραγματικό πίνγκ πόνγκ τής αβύσσου
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου βροντάς στο κατατονικό πιάνο πώς ή ψυχή είναι αθώα
καί άθάνατη ποτέ δέν πρέπει νά πεθαίνει βάναυσα σ’ ένα
στρατοκρατούμενο τρελάδικο
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου πενήντα άκόμη σόκ κι ή ψυχή σου δέν θά ξαναγυρίσει
στό σώμα της απ’τό προσκύνημά της σ’ένα σταυρό στό
κενό
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου κατηγορείς τούς γιατρούς σου για φρενοβλάβεια καί
καταστρώνεις τήν εβραϊκή σοσιαλιστική επανάσταση ενάν-
τια στόν φασιστικό εθνικό γολγοθά
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου θά σχίσεις στά δυό τόν ουρανό τής Λόνγκ Άιλαντ καί
θ’αναστήσεις τόν ζωντανό σου ανθρώπινο Ιησοϋ απ’τόν
υπερανθρώπινο τάφο
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου υπάρχουν είκοσιπέντε χιλιάδες τρελοί σύντροφοι όλοι
μαζί τραγουδώντας τίς τελευταίες στροφές τής Διεθνούς
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου σφιχταγκαλιάζουμε καί φιλούμε κάτω απ’ τά σεντόνια
τίς Ηνωμένες Πολιτείες τίς Ηνωμένες Πολιτείες πού βή-
χουν όλη νύχτα καί δέν θά μάς αφήσουνε να κοιμηθούμε
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου ξυπνάμε από τό κώμα ηλεκτρισμένοι απ’ τά αεροπλά-
να τών ψυχών μας πού σουρίζουν πάνω άπ’ τή στέγη ήρθαν
νά ρίξουν τίς αγγελικές τους μπόμπες τό νοσοκομείο κα-
ταυγάζεται στό φώς φανταστικοί τοίχοι γκρεμίζονται Ώ
κοκαλιάρες λεγεώνες ορμάτε έξω Ώ αστερόεσσα καταπλη-
ξία τού ελέους ό αιώνιος πόλεμος είναι εδώ Ώ νίκη ξέχασε
τά εσώρουχά σου είμαστε ελεύθεροι
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
στά ονειρά μου περπατάς στάζοντας από θαλάσσιο ταξίδι
πέρα για πέρα στήν εθνική οδό πού ζώνει τήν ’Αμερική μέ
δάκρυα ώς τήν πόρτα τού σπιτιού μου στή Δυτική νύχτα
Σάν Φρανσίσκο, 1955-56
...........................................................
Howl
By Allen Ginsberg For Carl Solomon
I
I saw the best minds of my generation destroyed by madness, starving hysterical naked,
dragging themselves through the negro streets at dawn looking for an angry fix,
angelheaded hipsters burning for the ancient heavenly connection to the starry dynamo in the machinery of night,
who poverty and tatters and hollow-eyed and high sat up smoking in the supernatural darkness of cold-water flats floating across the tops of cities contemplating jazz,
who bared their brains to Heaven under the El and saw Mohammedan angels staggering on tenement roofs illuminated,
who passed through universities with radiant cool eyes hallucinating Arkansas and Blake-light tragedy among the scholars of war,
who were expelled from the academies for crazy & publishing obscene odes on the windows of the skull,
who cowered in unshaven rooms in underwear, burning their money in wastebaskets and listening to the Terror through the wall,
who got busted in their pubic beards returning through Laredo with a belt of marijuana for New York,
who ate fire in paint hotels or drank turpentine in Paradise Alley, death, or purgatoried their torsos night after night
with dreams, with drugs, with waking nightmares, alcohol and cock and endless balls,
incomparable blind streets of shuddering cloud and lightning in the mind leaping toward poles of Canada & Paterson, illuminating all the motionless world of Time between,
Peyote solidities of halls, backyard green tree cemetery dawns, wine drunkenness over the rooftops, storefront boroughs of teahead joyride neon blinking traffic light, sun and moon and tree vibrations in the roaring winter dusks of Brooklyn, ashcan rantings and kind king light of mind,
who chained themselves to subways for the endless ride from Battery to holy Bronx on benzedrine until the noise of wheels and children brought them down shuddering mouth-wracked and battered bleak of brain all drained of brilliance in the drear light of Zoo,
who sank all night in submarine light of Bickford’s floated out and sat through the stale beer afternoon in desolate Fugazzi’s, listening to the crack of doom on the hydrogen jukebox,
who talked continuously seventy hours from park to pad to bar to Bellevue to museum to the Brooklyn Bridge,
a lost battalion of platonic conversationalists jumping down the stoops off fire escapes off windowsills off Empire State out of the moon,
yacketayakking screaming vomiting whispering facts and memories and anecdotes and eyeball kicks and shocks of hospitals and jails and wars,
whole intellects disgorged in total recall for seven days and nights with brilliant eyes, meat for the Synagogue cast on the pavement,
who vanished into nowhere Zen New Jersey leaving a trail of ambiguous picture postcards of Atlantic City Hall,
suffering Eastern sweats and Tangerian bone-grindings and migraines of China under junk-withdrawal in Newark’s bleak furnished room,
who wandered around and around at midnight in the railroad yard wondering where to go, and went, leaving no broken hearts,
who lit cigarettes in boxcars boxcars boxcars racketing through snow toward lonesome farms in grandfather night,
who studied Plotinus Poe St. John of the Cross telepathy and bop kabbalah because the cosmos instinctively vibrated at their feet in Kansas,
who loned it through the streets of Idaho seeking visionary indian angels who were visionary indian angels,
who thought they were only mad when Baltimore gleamed in supernatural ecstasy,
who jumped in limousines with the Chinaman of Oklahoma on the impulse of winter midnight streetlight smalltown rain,
who lounged hungry and lonesome through Houston seeking jazz or sex or soup, and followed the brilliant Spaniard to converse about America and Eternity, a hopeless task, and so took ship to Africa,
who disappeared into the volcanoes of Mexico leaving behind nothing but the shadow of dungarees and the lava and ash of poetry scattered in fireplace Chicago,
who reappeared on the West Coast investigating the FBI in beards and shorts with big pacifist eyes sexy in their dark skin passing out incomprehensible leaflets,
who burned cigarette holes in their arms protesting the narcotic tobacco haze of Capitalism,
who distributed Supercommunist pamphlets in Union Square weeping and undressing while the sirens of Los Alamos wailed them down, and wailed down Wall, and the Staten Island ferry also wailed,
who broke down crying in white gymnasiums naked and trembling before the machinery of other skeletons,
who bit detectives in the neck and shrieked with delight in policecars for committing no crime but their own wild cooking pederasty and intoxication,
who howled on their knees in the subway and were dragged off the roof waving genitals and manuscripts,
who let themselves be fucked in the ass by saintly motorcyclists, and screamed with joy,
who blew and were blown by those human seraphim, the sailors, caresses of Atlantic and Caribbean love,
who balled in the morning in the evenings in rosegardens and the grass of public parks and cemeteries scattering their semen freely to whomever come who may,
who hiccuped endlessly trying to giggle but wound up with a sob behind a partition in a Turkish Bath when the blond & naked angel came to pierce them with a sword,
who lost their loveboys to the three old shrews of fate the one eyed shrew of the heterosexual dollar the one eyed shrew that winks out of the womb and the one eyed shrew that does nothing but sit on her ass and snip the intellectual golden threads of the craftsman’s loom,
who copulated ecstatic and insatiate with a bottle of beer a sweetheart a package of cigarettes a candle and fell off the bed, and continued along the floor and down the hall and ended fainting on the wall with a vision of ultimate cunt and come eluding the last gyzym of consciousness,
who sweetened the snatches of a million girls trembling in the sunset, and were red eyed in the morning but prepared to sweeten the snatch of the sunrise, flashing buttocks under barns and naked in the lake,
who went out whoring through Colorado in myriad stolen night-cars, N.C., secret hero of these poems, cocksman and Adonis of Denver—joy to the memory of his innumerable lays of girls in empty lots & diner backyards, moviehouses’ rickety rows, on mountaintops in caves or with gaunt waitresses in familiar roadside lonely petticoat upliftings & especially secret gas-station solipsisms of johns, & hometown alleys too,
who faded out in vast sordid movies, were shifted in dreams, woke on a sudden Manhattan, and picked themselves up out of basements hung-over with heartless Tokay and horrors of Third Avenue iron dreams & stumbled to unemployment offices,
who walked all night with their shoes full of blood on the snowbank docks waiting for a door in the East River to open to a room full of steam-heat and opium,
who created great suicidal dramas on the apartment cliff-banks of the Hudson under the wartime blue floodlight of the moon & their heads shall be crowned with laurel in oblivion,
who ate the lamb stew of the imagination or digested the crab at the muddy bottom of the rivers of Bowery,
who wept at the romance of the streets with their pushcarts full of onions and bad music,
who sat in boxes breathing in the darkness under the bridge, and rose up to build harpsichords in their lofts,
who coughed on the sixth floor of Harlem crowned with flame under the tubercular sky surrounded by orange crates of theology,
who scribbled all night rocking and rolling over lofty incantations which in the yellow morning were stanzas of gibberish,
who cooked rotten animals lung heart feet tail borsht & tortillas dreaming of the pure vegetable kingdom,
who plunged themselves under meat trucks looking for an egg,
who threw their watches off the roof to cast their ballot for Eternity outside of Time, & alarm clocks fell on their heads every day for the next decade,
who cut their wrists three times successively unsuccessfully, gave up and were forced to open antique stores where they thought they were growing old and cried,
who were burned alive in their innocent flannel suits on Madison Avenue amid blasts of leaden verse & the tanked-up clatter of the iron regiments of fashion & the nitroglycerine shrieks of the fairies of advertising & the mustard gas of sinister intelligent editors, or were run down by the drunken taxicabs of Absolute Reality,
who jumped off the Brooklyn Bridge this actually happened and walked away unknown and forgotten into the ghostly daze of Chinatown soup alleyways & firetrucks, not even one free beer,
who sang out of their windows in despair, fell out of the subway window, jumped in the filthy Passaic, leaped on negroes, cried all over the street, danced on broken wineglasses barefoot smashed phonograph records of nostalgic European 1930s German jazz finished the whiskey and threw up groaning into the bloody toilet, moans in their ears and the blast of colossal steamwhistles,
who barreled down the highways of the past journeying to each other’s hotrod-Golgotha jail-solitude watch or Birmingham jazz incarnation,
who drove crosscountry seventytwo hours to find out if I had a vision or you had a vision or he had a vision to find out Eternity,
who journeyed to Denver, who died in Denver, who came back to Denver & waited in vain, who watched over Denver & brooded & loned in Denver and finally went away to find out the Time, & now Denver is lonesome for her heroes,
who fell on their knees in hopeless cathedrals praying for each other’s salvation and light and breasts, until the soul illuminated its hair for a second,
who crashed through their minds in jail waiting for impossible criminals with golden heads and the charm of reality in their hearts who sang sweet blues to Alcatraz,
who retired to Mexico to cultivate a habit, or Rocky Mount to tender Buddha or Tangiers to boys or Southern Pacific to the black locomotive or Harvard to Narcissus to Woodlawn to the daisychain or grave,
who demanded sanity trials accusing the radio of hypnotism & were left with their insanity & their hands & a hung jury,
who threw potato salad at CCNY lecturers on Dadaism and subsequently presented themselves on the granite steps of the madhouse with shaven heads and harlequin speech of suicide, demanding instantaneous lobotomy,
and who were given instead the concrete void of insulin Metrazol electricity hydrotherapy psychotherapy occupational therapy pingpong & amnesia,
who in humorless protest overturned only one symbolic pingpong table, resting briefly in catatonia,
returning years later truly bald except for a wig of blood, and tears and fingers, to the visible madman doom of the wards of the madtowns of the East,
Pilgrim State’s Rockland’s and Greystone’s foetid halls, bickering with the echoes of the soul, rocking and rolling in the midnight solitude-bench dolmen-realms of love, dream of life a nightmare, bodies turned to stone as heavy as the moon,
with mother finally ******, and the last fantastic book flung out of the tenement window, and the last door closed at 4 A.M. and the last telephone slammed at the wall in reply and the last furnished room emptied down to the last piece of mental furniture, a yellow paper rose twisted on a wire hanger in the closet, and even that imaginary, nothing but a hopeful little bit of hallucination—
ah, Carl, while you are not safe I am not safe, and now you’re really in the total animal soup of time—
and who therefore ran through the icy streets obsessed with a sudden flash of the alchemy of the use of the ellipsis catalogue a variable measure and the vibrating plane,
who dreamt and made incarnate gaps in Time & Space through images juxtaposed, and trapped the archangel of the soul between 2 visual images and joined the elemental verbs and set the noun and dash of consciousness together jumping with sensation of Pater Omnipotens Aeterna Deus
to recreate the syntax and measure of poor human prose and stand before you speechless and intelligent and shaking with shame, rejected yet confessing out the soul to conform to the rhythm of thought in his naked and endless head,
the madman bum and angel beat in Time, unknown, yet putting down here what might be left to say in time come after death,
and rose reincarnate in the ghostly clothes of jazz in the goldhorn shadow of the band and blew the suffering of America’s naked mind for love into an eli eli lamma lamma sabacthani saxophone cry that shivered the cities down to the last radio
with the absolute heart of the poem of life butchered out of their own bodies good to eat a thousand years.
II
What sphinx of cement and aluminum bashed open their skulls and ate up their brains and imagination?
Moloch! Solitude! Filth! Ugliness! Ashcans and unobtainable dollars! Children screaming under the stairways! Boys sobbing in armies! Old men weeping in the parks!
Moloch! Moloch! Nightmare of Moloch! Moloch the loveless! Mental Moloch! Moloch the heavy judger of men!
Moloch the incomprehensible prison! Moloch the crossbone soulless jailhouse and Congress of sorrows! Moloch whose buildings are judgment! Moloch the vast stone of war! Moloch the stunned governments!
Moloch whose mind is pure machinery! Moloch whose blood is running money! Moloch whose fingers are ten armies! Moloch whose breast is a cannibal dynamo! Moloch whose ear is a smoking tomb!
Moloch whose eyes are a thousand blind windows! Moloch whose skyscrapers stand in the long streets like endless Jehovahs! Moloch whose factories dream and croak in the fog! Moloch whose smoke-stacks and antennae crown the cities!
Moloch whose love is endless oil and stone! Moloch whose soul is electricity and banks! Moloch whose poverty is the specter of genius! Moloch whose fate is a cloud of sexless hydrogen! Moloch whose name is the Mind!
Moloch in whom I sit lonely! Moloch in whom I dream Angels! Crazy in Moloch! Cocksucker in Moloch! Lacklove and manless in Moloch!
Moloch who entered my soul early! Moloch in whom I am a consciousness without a body! Moloch who frightened me out of my natural ecstasy! Moloch whom I abandon! Wake up in Moloch! Light streaming out of the sky!
Moloch! Moloch! Robot apartments! invisible suburbs! skeleton treasuries! blind capitals! demonic industries! spectral nations! invincible madhouses! granite cocks! monstrous bombs!
They broke their backs lifting Moloch to Heaven! Pavements, trees, radios, tons! lifting the city to Heaven which exists and is everywhere about us!
Visions! omens! hallucinations! miracles! ecstasies! gone down the American river!
Dreams! adorations! illuminations! religions! the whole boatload of sensitive bullshit!
Breakthroughs! over the river! flips and crucifixions! gone down the flood! Highs! Epiphanies! Despairs! Ten years’ animal screams and suicides! Minds! New loves! Mad generation! down on the rocks of Time!
Real holy laughter in the river! They saw it all! the wild eyes! the holy yells! They bade farewell! They jumped off the roof! to solitude! waving! carrying flowers! Down to the river! into the street!
III
Carl Solomon! I’m with you in Rockland
where you’re madder than I am
I’m with you in Rockland
where you must feel very strange
I’m with you in Rockland
where you imitate the shade of my mother
I’m with you in Rockland
where you’ve murdered your twelve secretaries
I’m with you in Rockland
where you laugh at this invisible humor
I’m with you in Rockland
where we are great writers on the same dreadful typewriter
I’m with you in Rockland
where your condition has become serious and is reported on the radio
I’m with you in Rockland
where the faculties of the skull no longer admit the worms of the senses
I'm with you in Rockland
where you drink the tea of the breasts of the spinsters of Utica
I’m with you in Rockland
where you pun on the bodies of your nurses the harpies of the Bronx
I’m with you in Rockland
where you scream in a straightjacket that you’re losing the game of the actual pingpong of the abyss
I’m with you in Rockland
where you bang on the catatonic piano the soul is innocent and immortal it should never die ungodly in an armed madhouse
I’m with you in Rockland
where fifty more shocks will never return your soul to its body again from its pilgrimage to a cross in the void
I’m with you in Rockland
where you accuse your doctors of insanity and plot the Hebrew socialist revolution against the fascist national Golgotha
I’m with you in Rockland
where you will split the heavens of Long Island and resurrect your living human Jesus from the superhuman tomb
I’m with you in Rockland
where there are twentyfive thousand mad comrades all together singing the final stanzas of the Internationale
I’m with you in Rockland
where we hug and kiss the United States under our bedsheets the United States that coughs all night and won’t let us sleep
I’m with you in Rockland
where we wake up electrified out of the coma by our own souls’ airplanes roaring over the roof they’ve come to drop angelic bombs the hospital illuminates itself imaginary walls collapse O skinny legions run outside O starry-spangled shock of mercy the eternal war is here O victory forget your underwear we’re free
I’m with you in Rockland
in my dreams you walk dripping from a sea-journey on the highway across America in tears to the door of my cottage in the Western night
San Francisco, 1955—1956
