7.12.25

Σκέψεις ζωγραφίζοντας για την απώλεια, τη μνήμη και την οντολογία του αδελφικού δεσμού Του Σταμάτη Παγανόπουλου

A piece of my art : "Το τελευταίο ταξίδι του νεκρού αδελφού"(Μολύβι,50χ150)



«Πρόχειρη καταγραφή ενός ονείρου : Με ξύπνησε η έντονη ταχυπαλμία που μου προκάλεσε το όνειρο. Σηκώθηκα κι αναζήτησα χαρτί και μολύβι για να το καταγράψω.Είδα έναν νεκρό σπεπασμένο μ’ ένα άσπρο σεντόνι μέσα σε μια λεπτή και σχεδόν εύθραυστη βάρκα πού έπλεε.Δεν θυμάμαι αν ήταν σε λίμνη ή ποτάμι .
Στη πλώρη καθόταν ένας άνδρας σκυφτός που κρατούσε με τα χέρια το κεφάλι του και ψυθίριζε «αδελφέ μου» και στη πρύμη μια γυναίκα που κοιτώντας τον ουρανό με τα χέρια υψωμένα κραύγαζε «αδελφέ μου».

Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας αυτή την καταγραφή ονείρου ανακαλύπτω ότι υπάρχουν εικόνες που δεν αποτελούν απλώς απεικονίσεις, αλλά στιγμές μεταφυσικής αλήθειας. Εικόνες που δεν «δείχνουν» κάτι, αλλά καλούν σε εσωτερική συμμετοχή, σαν να αρθρώνουν έναν λόγο που προϋπήρχε μέσα μας πριν ακόμη τον ακούσουμε. Η εικόνα του πλεούμενου που μεταφέρει έναν νεκρό αδελφό,καλυμμένο με λευκό ύφασμα, ανάμεσα σε μια αδελφή και έναν αδελφό , ζωντανούς, ακρωτηριασμένους από την απώλεια,ανήκει σε αυτές. Είναι μια δραματική σκηνή σιωπής όπου το ανθρώπινο δράμα δεν παίζεται, αλλά συμβαίνει.

Είναι πολύ δύσκολη η προσπάθεια να κατανοήσουμε τι σημαίνει να χάνεις εκείνον που υπήρξε ο πρώτος καθρέφτης του εαυτού σου.Επειδή ο αδελφός δεν είναι απλώς συγγενής. Είναι η πρώτη συνύπαρξη. Εκείνος που μοιράστηκε το ίδιο οικογενειακό φως, το ίδιο δωμάτιο, τα ίδια παιδικά χρόνια. Η ύπαρξη του αδελφού προηγείται της αυτογνωσίας μας: πριν αντιληφθούμε ποιοι είμαστε, έχουμε ήδη αντικρίσει ένα άλλο πρόσωπο που μας αφορά.

Γι’ αυτό ο θάνατος του αδελφού δεν είναι μια απώλεια όπως όλες οι άλλες. Είναι ένα ρήγμα στην προ-κατασκευασμένη τάξη του είναι. Είναι η στιγμή όπου η ζωή μας υπενθυμίζει ότι:«Τίποτα δεν ανήκει σε κανέναν, ούτε καν εκείνοι με τους οποίους μεγαλώσαμε μαζί τους».Το τελευταίο ταξίδι του αδελφού είναι, στην ουσία, το πρώτο μεγάλο ταξίδι της δικής μας ύπαρξης προς την ωριμότητα ,την τραγικότητα.

Η βάρκα, λεπτή και σχεδόν εύθραυστη, μοιάζει με σκηνή θεάτρου όπου εκτυλίσσεται ένα μυστήριο. Πλέει μεν στο νερό ,αλλά ταυτόχρονα αγγίζει την έννοια της μετάβασης.Είναι ένα «ανάμεσα». Ένας τόπος χωρίς γεωγραφία, χωρίς χρόνο, χωρίς νόημα και όμως γεμάτος από την πυκνή σημασία μιας τελευταίας διαδρομής. Εκεί μέσα, ο νεκρός αδελφός δεν είναι πια πρόσωπο, είναι σύμβολο. Είναι η ανθρώπινη μοίρα στην πιο γυμνή της μορφή.

Το λευκό ύφασμα που τον καλύπτει λειτουργεί σαν πέπλο μυστικότητας. Κρατά μακριά το βλέμμα από την ωμή αλήθεια του θανάτου, αλλά ταυτόχρονα αποκαλύπτει κάτι βαθύτερο: ότι η απώλεια δεν είναι ποτέ πλήρης όσο κάποιος ακόμη τον θυμάται.

Οι δύο μορφές στα άκρα του πλεούμενου δεν είναι απλώς συνοδοί. Είναι οι δύο εσωτερικές φωνές που αναδύονται μέσα από το πένθος:
Η μορφή της αδελφής αριστερά που ωρύεται, εκφράζει την αντιθετική ορμή που αρνείται να δεχτεί την απώλεια. Αυτή η φωνή υπάρχει σε κάθε άνθρωπο: τη συναντάμε στη νύχτα όταν ένας εφιάλτης καταλαμβάνει το μυαλό και μας ξυπνάει αρνούμενοι να τον πιστεψουμε . Είναι η φωνή της καρδιάς που λέει «όχι», ακόμη κι αν γνωρίζει πως δεν υπάρχει επιλογή.
Η μορφή του αδελφού δεξιά, με τα χέρια του να καλύπτουν το κεφάλι του, αντιπροσωπεύει την κατάρρευση, το κενό που ανοίγει όταν η άρνηση εξαντλείται. Είναι ο πόνος χωρίς φωνή, χωρίς αντίσταση. Είναι η στιγμή που ο άνθρωπος νιώθει μικρός μπροστά στον θάνατο.

Μαζί, οι δύο μορφές σχηματίζουν την ψυχική διαλεκτική του πένθους: άρνηση και αποδοχή, εξέγερση και παράδοση. Ανάμεσά τους, ο αδελφός. Γύρω τους το νερό ,η ανθρώπινη μοίρα.Ο θαλής δεν είπε ότι η «αρχή» όλων των πραγμάτων και η πηγή κάθε γέννησης και ύπαρξης είναι το ύδωρ;

Ο θάνατος του αδελφού δεν θέτει μόνο το υπαρξιακό ερώτημα «τι είναι ο θάνατος;». Θέτει και το δεύτερο, πιο σκοτεινό: «τι είμαι εγώ τώρα που έφυγε εκείνος;».Με την αποχώρησή του, ο αδελφός συμπαρασύρει και κάτι από την ταυτότητά μας. Η απώλεια γίνεται, κατά κάποιον τρόπο, δεύτερη γέννηση: μια βίαιη μετακίνηση σε άλλο επίπεδο ύπαρξης όπου πρέπει να μάθουμε να ζούμε χωρίς το πρόσωπο που υπήρξε μέρος του καθρεφτίσματος του εαυτού.Ο θάνατος του αδελφού εισάγει την πιο βαθιά μορφή μοναξιάς: την μοναξιά του να συνεχίζεις εκεί όπου εκείνος σταμάτησε.

Το λευκό ύφασμα εκτεθειμένο στο άπλετο φως κρύβει το σώμα. Η μνήμη λειτουργεί κατά παρόμοιο τρόπο: σβήνει τα περιττά, κρατά μόνο όσα σμίλεψαν το είναι μας.Η μνήμη είναι δημιουργική. Επανεφευρίσκουμε τον νεκρό αδελφό κάθε φορά που τον θυμόμαστε. Τον κάνουμε καλύτερο, καθαρότερο, πιο φωτεινό. Κι έτσι, το τελευταίο του ταξίδι δεν είναι ταξίδι στο τίποτα, αλλά ταξίδι στο εσωτερικό σύμπαν αυτών που μένουν πίσω.Ο αδελφός εξαφανίζεται από τον κόσμο, αλλά όχι από τον εαυτό μας. Μένει ως σκιά, ως φως, ως αποτύπωμα, ως επιτακτική υπενθύμιση ότι η ζωή συνεχίζεται, όχι επειδή το θέλουμε, αλλά επειδή έτσι είναι δομημένη η πραγματικότητα.

Το νερό που περιβάλλει τη βάρκα είναι αδιάφορο. Δεν πενθεί, δεν αισθάνεται. Είναι το απόλυτο απρόσωπο. Και ακριβώς αυτή η απουσία νοήματος κάνει τον ανθρώπινο πόνο πιο φανερό.Γιατί ο άνθρωπος είναι το ον που πενθεί. Το ον που θυμάται. Το ον που δίνει όνομα στο άναρχο σκοτάδι.Σ’ αυτή τη βάρκα, μέσα σε αυτό το νερό, η ανθρωπότητα φαίνεται γυμνή: μια μικρή ομάδα από υπάρξεις που παλεύουν να καταλάβουν κάτι που δεν εξηγείται.
Το τελευταίο ταξίδι του νεκρού αδελφού είναι, στην πραγματικότητα, το πρώτο ταξίδι εκείνων που μένουν πίσω.

Γιατί κάθε απώλεια ανοίγει μια νέα δυνατότητα:
να δούμε τον κόσμο υπό το φως του θανάτου.Ο άνθρωπος δεν ωριμάζει όταν μεγάλωσε,ωριμάζει όταν χάνει. Η απώλεια μαθαίνει στη συνείδηση να διαβάζει πέρα από το φαινόμενο, πέρα από την καθημερινότητα, πέρα από τη σκηνή της ζωής. Την μαθαίνει να αναγνωρίζει το εύθραυστο, το προσωρινό, το αδιαπραγμάτευτο.

Το τελευταίο ταξίδι του νεκρού αδελφού δεν είναι οριστικό. Δεν τελειώνει με την άφιξη σε κάποια αόρατη όχθη. Συνεχίζεται μέσα σε εκείνους που τον αγάπησαν, σαν βαθύ ρεύμα που διατρέχει τη ζωή τους.Ο αδελφός δεν είναι πια σώμα,
είναι ιστορία, είναι ανάμνηση, είναι μια διαρκής παρουσία που κατοικεί στην εσωτερική μας γεωγραφία.

Κι έτσι, το πλεούμενο,αυτό το ξύλινο λίκνο του τελευταίου ταξιδιού,μεταφέρει τον αδελφό μακριά από εμάς. Μας συνοδεύει, μαζί του, προς την ωριμότητα.Το νερό δεν ξέρει. Η βάρκα δεν ξέρει. Εμείς όμως ξέρουμε: ότι όποιον αγαπήσαμε πραγματικά δεν φεύγει ποτέ. Απλώς αλλάζει ποτάμια,λίμνες,θάλασσες