ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές,
(απάνου εστρίγγλιζε η λατέρνα)
όλη η παρέα πίναμε εψές,
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής,
ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νούς αν τυραννιέται
άσπρην ημέρα δε θυμιέται!
(Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος του άσωτου ουρανού,
ω! της αυγής κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα του δειλινού,
λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!)
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος - ίδιο στοιχειό
του άλλου κοντόμερη η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό,
στο Παλαμήδι ο γυιός του Μάζη
κ' η κόρη του γιαβή στο Γκάζι.
-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
-Φταίει ο θεός που μας μισεί!
-Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
-Φταίει πρωτ' απ' όλα το κρασί!
«Ποιος φταίει; Ποιος φταίει;... κανένα στόμα
δεν τόβρε και δεν τόπε ακόμα.
Έτσι, στην σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει, μας πατεί:
δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα!
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
.
https://youtu.be/xGNUNqYSvRw
.
ΓΙΑ ΛΕΦΤΕΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΙΟ
«Μόχθους, βάσανα καΐ πόνους μάστιγας, σφαγάς και φόνους»
ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ
Και πάλι στον αγώνα σκοτωμένοι
αλλ’ όχι νικημένοι. Η φλόγα μένει
κατάκορφα σε στήθια και σε νου,
στα πέρατα της γης και τ ουρανού.
Άχαρα νιάτα, αγέλαστα και γέρα
σ’ ατέλειωτη σκλαβιά χωρίς αγέρα !
Στον τοίχο αλυσωμένοι το σκεβρό
τρέχουν οι σκλάβοι πριν απ’ τον καιρό.
Μαχαίρι στο λαό, φωτιά, κρεμάλα
ή περασμένοι αραδαριά μέ πάλα !
Τα θύματα βουνό και στην κορφή,
ξένοι, ντόπιοι φονιάδες αδερφοί !
Και πάλι σκοτωμένοι στον αγώνα —
για λεφτεριά και δίκιο στον αιώνα !
Απ’ τη λάσπη του αίμάτου νά ! παλέβει,
ο Γήλιος στα μεσούρανα ν’ ανέβει
.
ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ
Με της άνοιξης τον ήλιο
Μόλις σκάει απ’ το βουνό,
ήλιος κι άνοιξη κινάμε
για έναν κόσμον άβριανό.
Η μελλούμενη ανθρωπότη
είμαστε τα νιάτα. Ορτοί
για το θρίαμβο της Αλήθειας
μ’ οδηγό την 'Αρετή.
Σε στεριά και σε πελάγη
με χαρά και μ’ εμπνοή
με τα μπράτσα, με το πνέμα
πλάθουμε τη νέα ζωή!
Σε μια λέφτερη πατρίδα
δίχως άλυσες, ντροπή,
σκέψη λέφτερη και λόγος
θέληση και προκοπή.
Κι όμοια λέφτερη όλ' η πλάση
στον αγώνα του καλού,
χίλιοι τόποι, χίλιοι τρόποι,
χίλια θάματα παντού.
Κι’ ανεβάζουμε όσο πάει
μ’ ολοφώτεινα φτερά
την ανθρώπινην αξία
πιο ψηλά κάθε φορά.
.
Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ
Ξένε, σε πληγώνει το μεγάλο φως,
οι σοφοί προγόν', οι στίχοι της Σαπφώς,
πατριδολογάδες ρήτορες γαλιάντροι,
στρατηγοί αλογάδες καί Μεγαλεξάντροι;
Μάιδε αρχοντολόγια, «λέφτερα» καί «θεία»
καί παπαδοσόγια μέ Ψεφτοπυθία,
μάιδε κ' οί θεοί σου με τα παιδικά τους,
οι Εφιάλτες γιοί σου, π’ όλα ναι δικά τους.
Ο λαός σου μόνον, πάντα μαχητής,
πρόγονος προγόνων και τόνε πατείς.
Τούτος είν’ Ελλάδες σ’ όλους τους αιώνες,
τούτος Ιλιάδες, τούτος Μαραθώνες.
Θύτες σου και δούλοι πάντα θέμελό σου,
με το μεροδούλι σταίνουν το είδωλο σου.
Κι όταν σέ λερώνουν ξέν’ ή ντόπιοι θύτες,
ποιος σε λεφτερώνει; Δούλοι σου και θύτες.
.
ΘΥΣΙΑ
Το μυτερό σου το σκουφί,
Μιδ' απ' την άτριχη κορφή
πέτα κάτω
και φέρε απ' το χλωρό τ' αχούρι
το διχρονίτικο γαιδούρι
το βαρβάτο!
Που λαμπ' η πέτσα του γιαλί
και κανείς δεν το καβαλλεί
και τη νιότη
την απερνάει στα πισινά του
ολόρθο, κ' είναι τ' αχαμνά του
όλο αξιότη!
Φέρτο στη μέση τ' αλωνιού
και στο ριζό του πλατανιού
ρίχτο χάμου,
είν' η σειρά του να δοξάσει
τους γόνιμους θεούς, να πιάσ' η
προσφορά του!
'Πόψε παντρεύομαι, γι' αυτό
σου άξιζε τέτοιο ένα σφαχτό
κοτσονάτο,
εσένα, Πρίαπε, ασκημομούρη,
πούσαι κι' εσύ σαν το γαιδούρι,
το βαρβάτο!
.
ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Λεύτερος να 'σαι δούλος οποιανού,
λεύτερος να μιλάς, όταν κοιμάσαι,
λεύτερος, χρόνια να τα κυνηγάς
των Γιούρων τα ποντίκια μη σε φάνε.
Στις πληγές της ψυχής σου να χιλιάζουν
τα ψέματα – της μύγας τα σκουλήκια -,
να 'σαι της Ιστορίας γελοιογράφος,
αφέντης δίχως πιθαμή δικιά σου.
Σαν τη στέρφα γουρούνα τ' Αι-Αντώνη,
μισότυφλη από πάχητα και νύστα,
να νείρεσαι πως κολυμπάς σε κάτουρα
και ξερατά, γρυλίζοντας: «παράδεισος»!
.
ΤΥΧΕΡΟΣ
Ανεμοδέρνουν μέρα νύχτα απάνου
σε στύλους σταυροσήμαδα φτερά σου,
να γελιέσαι πως είν' Ελλάδα ο τόπος.
Μα δίπλα τ' αγκαλιάζει να τα σπάσει
του ξένου η αστερομάτισσα κατάρα.
Αν φαρμάκωνε μόνη τον αέρα,
ίσως, ραγιά να ξύπναες κάποιαν ώρα:
«Στη χωρ' αυτή που τήνε λέω δικιά μου
ξένος είμαι και τυχερός που ζω!»
