Τα ψηλά βουνά δεν χαμηλώνουν. Άπειρα και ελάχιστα ψηλώνουν προς τον θεό τους και του ψελλίζουν πως '' μόνο οι σεισμοί του είναι πολεμόχαροι και άδικα τους πλημμυρίζει δώθε κείθε στον παντάπικρο μικρό τούτο κόσμο των ανθρώπων.
Με την ηλεκτρική σκούπα κάνω τον γιατρό και σπέρνω κουζίνα σαλόνι καθαριότητες, γίνομαι χλωρίνη και σφουγγαροσφουγκαρίστρα για λίγα παλαιά πλακάκια, από τον πατέρα και τη μάνα ακόμα, βεβαιότατα σαράντα χρόνων, στρώνω τον καναπέ κρεβάτι στην κουζίνα και το διπλό κρεβάτι στο σαλόνι, αμφότερα με μοσχομυρωδιές και τηλεοράσεις, βλέπετε έχω την αρχοντιά και την ευλογία να πλάθω πάντα νέες ζωές και διαφορετικές εντάσεις σε κάθε ποιητική συλλογή που με γεννά, δεκατέσσερις φορές από το 1978 και δώθε, μαζεύω από τις ψάθινες καρέκλες τα φρεσκοπλυμένα ρούχα που τσαλάκωναν για εβδομάδες τις μούρες τους, ρίχνω έναν κόπο στον πάντα φουλαρισμένο πάγκο της κουζίνας... Έλαμψε λοιπόν ο τόπος διαμονής μου και η χαρά της τάξης, όχι βέβαια πως είμαι ακατάστατος και αμελώ, μα όταν αφοσιώνομαι στο γράψιμο για μήνες, μένει λίγος χρόνος, καλά κάμει, για όσα οι χαζούλες νοικοκυρές ξοδεύουν μια ζωή τα του σπιτιού και των μαγειρεμάτων και έτσι λέω τον θεό μου μικρόπνοο κι επαναλήψιμο και να είναι καλά.
Πως κρατούμε την τάξη, την λάτρα, το εύρος μίας αρμονίας στο σπίτι, στο σώμα , στην ψυχή μας και στην έρμη κοινωνία, είναι ένα βάδην δέκα γύρων σε χορτοθερισμένο γήπεδο κάθε δίκαιο πρωινό, χαράματα, αλείφοντας κρέμες για τις μελανιές στην κεφαλή που καυτηριάστηκαν πετυχημένα, αντιηλιακά οπωσδήποτε, το Βέρμιο αιθέρια μες στις αγκαλιές των κόπων, βγαίνοντας ο ήλιος και ιδρώνοντας τα δέντρα, καλημερίζοντας και τα καλά και τα κακά και την αρχή και το τέλος, σαν μια ελπίδα χωρίς αύριο...