Η ραπ μουσική πέρασε από την περιθωριοποίηση στην απόλυτη κυριαρχία, μέσα σε λιγότερο από μία πενταετία. Με στίχους που καίνε, με εικόνες που λίγο-πολύ όλοι μας έχουμε δει, με καταστάσεις που η συντριπτική πλειονότητα του κόσμου έχει ζήσει στις μεγάλες πόλεις και με fanbase που γράφει εκατομμύρια προβολές στο youtube και άλλες τόσες ακροάσεις στις πλατφόρμες streaming μουσικής, οι ράπερ δείχνουν να αφουγκράζονται πλήρως τα κοινωνικοπολιτικά πράγματα στην Ελλάδα και οι θαυμαστές τους βρίσκουν τον δικό τους καθρέπτη μέσα στη μουσική που εδώ και αρκετά χρόνια φέρνει στο προσκήνιο το περιθώριο και στέλνει στο περιθώριο τον καθωσπρεπισμό.
Οι ραπ συναυλίες είναι πλέον οι πιο δημοφιλείς και το κοινό που τα τελευταία χρόνια γεμίζει γήπεδα για να ακούσει τους καλλιτέχνες, επέλεξε ήδη δυο φορές τον Ιούνιο να κάνει κατάληψη στον περιβάλλοντα χώρο του ΟΑΚΑ αφού στις 21 του μήνα 40.000 κόσμου τα έσπασαν στο live του Θρακιώτη Bloody Hawk και μια εβδομάδα μετά, χθες συγκεκριμένα 60.000 άνθρωποι όλων των ηλικιών πήγαν στο ίδιο σημείο για να ακούσουν τον -αποκαλούμενο από τα media, ποιητή του περιθωρίου-, ΛΕΞ. Η συναυλία έγινε sold out λίγες ώρες αφότου ανακοινώθηκε και για τη σημερινή υπήρχαν ελάχιστα διαθέσιμα εισιτήρια. Άρα ο ΛΕΞ τα σπάει και απόψε το βράδυ στο ΟΑΚΑ.
Πότε και πώς ήρθε η ραπ στην Ελλάδα και γιατί τα mainstream media ασχολούνται μαζί της τα τελευταία χρόνια
Η ιστορία της ραπ είναι λίγο-πολύ γνωστή: Ως παρακλάδι της χιπ χοπ μουσικής, η ραπ ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του '70 ως αφροαμερικανικό είδος στις ΗΠΑ και έφτασε τις επόμενες δεκαετίες -κυρίως- στις μαύρες κοινότητες της Ευρώπης, σε Γαλλία και Αγγλία. Σταδιακά, η ραπ αγκαλιάστηκε από ολοένα και περισσότερο κοινό και στην Ελλάδα συστήθηκε από την πρωτεύουσα στη δεκαετία του '90, με πρωτοστάτες τους Active Member και τους FFC. Συγκροτήματα όπως τα Ημισκούπρια και οι Goin' Through έγραψαν τη δική τους ιστορία στην πιο fan εκδοχή της ραπ και στα τέλη της δεκαετίας του '90 οι Ζωντανοί Νεκροί έκαναν το μεγάλο μπαμ και έφεραν την απόλυτη επανάσταση, καθώς σε μία εποχή χωρίς ίντερνετ κατόρθωσαν με τις ρίμες τους να γαντζώσουν για τα καλά τη δυναμική ραπ στην ελληνική μουσική σκηνή. Τους ΖΝ ακολούθησαν πολύ σύντομα άλλα συγκροτήματα όπως οι Terror X Crew και οι Βήτα Πεις, ενώ αργότερα σειρά πήρε ο Ανδρέας Μαρνέζος (γνωστός ως Λεκτικός Επεξεργαστής) ο οποίος έδωσε στα αυτιά του κόσμου την γκανγκστερική εκδοχή της ραπ με τον γιο του, Ηρακλή (Rack) να έχει πάρει εδώ και χρόνια τη σκυτάλη και να προχωρά όσα κληρονόμησε από τον πατέρα του.
Λίγο πριν από το millenium, ήρθε η στιγμή στην οποία η Θεσσαλονίκη, «η πόλη που γεννά ταλέντα» όπως έχει γράψει ο ΛΕΞ απόλαυσε από δικά της παιδιά τη λυρική και ρομαντική ραπ των Βόρειων Αστεριών. Mondi, Ζήνων, Τζαμάλ, Μικρός Κλέφτης και ΛΕΞ έγραψαν ιστορία και ακούστηκαν σε όλη την Ελλάδα, από άκρη σε άκρη αποτελώντας μέχρι και σήμερα, μαζί με τους ΖΝ τα μεγαλύτερα σήματα-κατατεθέν της ελληνικής ραπ σκηνής. Όλα τα γνωστά και πρωτοπόρα ραπ συγκροτήματα που το έφεραν στη χώρα διαλύθηκαν (σχετικά) γρήγορα και τα μέλη τους τράβηξαν ξεχωριστές πορείες. Οι περισσότεροι έχουν χρόνια να εμφανιστούν στην ελληνική δισκογραφιά, όμως τα μέλη των Βορείων Αστεριών συνεχίζουν μέχρι και σήμερα να τροφοδοτούν με κομμάτια το κοινό τους, χαράσσοντας τη δική τους ιστορία στο ελληνικό πεντάγραμμο. Ζήνων, ΜΚ και Τζαμάλ έχουν εδώ και χρόνια το κοινό τους και μετρούν εκατοντάδες χιλιάδες ακροάσεις στο Spotify, όμως η μεγάλη εκτόξευση ήρθε από τον ΛΕΞ, ο οποίος κατάφερε να κάνει το τελευταίο βήμα για την αναγνώριση της ραπ μουσικής αφού, πια, όλοι μιλούν για εκείνον και για το συγκεκριμένο είδος .
Πότε και πώς ήρθε η ραπ στην Ελλάδα και γιατί τα mainstream media ασχολούνται μαζί της τα τελευταία χρόνια
Η ιστορία της ραπ είναι λίγο-πολύ γνωστή: Ως παρακλάδι της χιπ χοπ μουσικής, η ραπ ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του '70 ως αφροαμερικανικό είδος στις ΗΠΑ και έφτασε τις επόμενες δεκαετίες -κυρίως- στις μαύρες κοινότητες της Ευρώπης, σε Γαλλία και Αγγλία. Σταδιακά, η ραπ αγκαλιάστηκε από ολοένα και περισσότερο κοινό και στην Ελλάδα συστήθηκε από την πρωτεύουσα στη δεκαετία του '90, με πρωτοστάτες τους Active Member και τους FFC. Συγκροτήματα όπως τα Ημισκούπρια και οι Goin' Through έγραψαν τη δική τους ιστορία στην πιο fan εκδοχή της ραπ και στα τέλη της δεκαετίας του '90 οι Ζωντανοί Νεκροί έκαναν το μεγάλο μπαμ και έφεραν την απόλυτη επανάσταση, καθώς σε μία εποχή χωρίς ίντερνετ κατόρθωσαν με τις ρίμες τους να γαντζώσουν για τα καλά τη δυναμική ραπ στην ελληνική μουσική σκηνή. Τους ΖΝ ακολούθησαν πολύ σύντομα άλλα συγκροτήματα όπως οι Terror X Crew και οι Βήτα Πεις, ενώ αργότερα σειρά πήρε ο Ανδρέας Μαρνέζος (γνωστός ως Λεκτικός Επεξεργαστής) ο οποίος έδωσε στα αυτιά του κόσμου την γκανγκστερική εκδοχή της ραπ με τον γιο του, Ηρακλή (Rack) να έχει πάρει εδώ και χρόνια τη σκυτάλη και να προχωρά όσα κληρονόμησε από τον πατέρα του.
Λίγο πριν από το millenium, ήρθε η στιγμή στην οποία η Θεσσαλονίκη, «η πόλη που γεννά ταλέντα» όπως έχει γράψει ο ΛΕΞ απόλαυσε από δικά της παιδιά τη λυρική και ρομαντική ραπ των Βόρειων Αστεριών. Mondi, Ζήνων, Τζαμάλ, Μικρός Κλέφτης και ΛΕΞ έγραψαν ιστορία και ακούστηκαν σε όλη την Ελλάδα, από άκρη σε άκρη αποτελώντας μέχρι και σήμερα, μαζί με τους ΖΝ τα μεγαλύτερα σήματα-κατατεθέν της ελληνικής ραπ σκηνής. Όλα τα γνωστά και πρωτοπόρα ραπ συγκροτήματα που το έφεραν στη χώρα διαλύθηκαν (σχετικά) γρήγορα και τα μέλη τους τράβηξαν ξεχωριστές πορείες. Οι περισσότεροι έχουν χρόνια να εμφανιστούν στην ελληνική δισκογραφιά, όμως τα μέλη των Βορείων Αστεριών συνεχίζουν μέχρι και σήμερα να τροφοδοτούν με κομμάτια το κοινό τους, χαράσσοντας τη δική τους ιστορία στο ελληνικό πεντάγραμμο. Ζήνων, ΜΚ και Τζαμάλ έχουν εδώ και χρόνια το κοινό τους και μετρούν εκατοντάδες χιλιάδες ακροάσεις στο Spotify, όμως η μεγάλη εκτόξευση ήρθε από τον ΛΕΞ, ο οποίος κατάφερε να κάνει το τελευταίο βήμα για την αναγνώριση της ραπ μουσικής αφού, πια, όλοι μιλούν για εκείνον και για το συγκεκριμένο είδος .
Μπορεί ο ΛΕΞ και η ραπ να ήταν άγνωστες λέξεις για τις τηλεοπτικές εκπομπές, τα δελτία ειδήσεων και την πλειονότητα των mainstream media μέχρι τον Ιούλιο του 2022, αλλά όλοι τους αναγκάστηκαν να ασχοληθούν μαζί τους μετά από την ιστορική -για την ελληνική ραπ σκηνή- συναυλία με 20.000 κόσμου που έσπευσαν στις 3 Ιουλίου στο γήπεδο της Νέας Σμύρνης για να τραγουδήσουν με την ψυχή τους τις ρίμες του Θεσσαλονικού καλλιτέχνη.
«Ο ποιητής του περιθωρίου», «το φαινόμενο ΛΕΞ», «ο βραχύσωμος ράπερ», όπως σε αρκετά άρθρα χαρακτηρίστηκε ο 40χρονος Αλέξανδρος Λαναράς κατέκλεισαν αργότερα και για μέρες και τον ηλεκτρονικό τύπο (που φαινόταν πιο έτοιμος να υποδεχτεί το hype του ταλαντούχου ράπερ) και τα social media πνίγηκαν με βίντεο από τις συναυλίες του. Λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο, ο ΛΕΞ έδωσε μια νέα συναυλία στην πόλη που είναι «το σπίτι του απ'άκρη σ'άκρη» και το θερμόμετρο κοκκίνισε για τα καλά στο Καυτανζόγλειο, το οποίο γέμισε ασφυκτικά από κόσμο. Ο κόσμος αυτός χαρακτηρίστηκε από πολλούς «πιεσμένος, αγανακτισμένος, επαναστάτης», ενώ στη θέση των παραπάνω επιθετικών προσδιορισμών εναλλάσσονταν αρκετές λέξεις που φανέρωναν ένα πρωτοφανές ξέσπασμα του κοινού για τα κοινωνικοπολιτικά πράγματα, μέσα από τη μουσική του ΛΕΞ.
Στην πραγματικότητα, όμως, η ραπ ήταν πάντοτε κάπου γύρω από τα αυτιά του κόσμου των πόλεων ο οποίος τραβούσε σε σταθερή βάση τα δικά του ζόρια στην Ελλάδα της ατέρμονης οικονομικής κρίσης και ο ΛΕΞ, που μοιάζει πια ικανός να γεμίσει ακόμη και το... Καταλανικό γήπεδο Καμπ Νου των 100.000 θέσεων, γέμιζε σταθερά από το 2015 όποιον πολυχώρο και ανοικτό ή κλειστό θέατρο επέλεγε για τις συναυλίες του, μαζί με τους φίλους και συνεργάτες του. Ο ίδιος μάλιστα διάλεξε ουκ ολίγες φορές να τραγουδήσει σε περιθωριοποιημένες δομές και χώρους όπως φυλακές και καταλήψεις ενώ έχει ραπάρει ακόμη και σε συναυλίες για συγκέντρωση χρημάτων για προφυλακιστέους αλλά και σε γεγονότα τιμής, όπως η καθιερωμένη συναυλία στη μνήμη του άδικα χαμένου από τα μαχαίρια καταδικασμένων εγκληματιών της Χρυσής Αυγής, Παύλου Φύσσα. Σε όλες αυτές τις συναυλίες ο κόσμος ήξερε από έξω τις χιλιάδες λέξεις που ο ΛΕΞ εκστόμιζε σε άριστο χειρισμό της ελληνικής γλώσσας.
«Ο ποιητής του περιθωρίου», «το φαινόμενο ΛΕΞ», «ο βραχύσωμος ράπερ», όπως σε αρκετά άρθρα χαρακτηρίστηκε ο 40χρονος Αλέξανδρος Λαναράς κατέκλεισαν αργότερα και για μέρες και τον ηλεκτρονικό τύπο (που φαινόταν πιο έτοιμος να υποδεχτεί το hype του ταλαντούχου ράπερ) και τα social media πνίγηκαν με βίντεο από τις συναυλίες του. Λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο, ο ΛΕΞ έδωσε μια νέα συναυλία στην πόλη που είναι «το σπίτι του απ'άκρη σ'άκρη» και το θερμόμετρο κοκκίνισε για τα καλά στο Καυτανζόγλειο, το οποίο γέμισε ασφυκτικά από κόσμο. Ο κόσμος αυτός χαρακτηρίστηκε από πολλούς «πιεσμένος, αγανακτισμένος, επαναστάτης», ενώ στη θέση των παραπάνω επιθετικών προσδιορισμών εναλλάσσονταν αρκετές λέξεις που φανέρωναν ένα πρωτοφανές ξέσπασμα του κοινού για τα κοινωνικοπολιτικά πράγματα, μέσα από τη μουσική του ΛΕΞ.
Στην πραγματικότητα, όμως, η ραπ ήταν πάντοτε κάπου γύρω από τα αυτιά του κόσμου των πόλεων ο οποίος τραβούσε σε σταθερή βάση τα δικά του ζόρια στην Ελλάδα της ατέρμονης οικονομικής κρίσης και ο ΛΕΞ, που μοιάζει πια ικανός να γεμίσει ακόμη και το... Καταλανικό γήπεδο Καμπ Νου των 100.000 θέσεων, γέμιζε σταθερά από το 2015 όποιον πολυχώρο και ανοικτό ή κλειστό θέατρο επέλεγε για τις συναυλίες του, μαζί με τους φίλους και συνεργάτες του. Ο ίδιος μάλιστα διάλεξε ουκ ολίγες φορές να τραγουδήσει σε περιθωριοποιημένες δομές και χώρους όπως φυλακές και καταλήψεις ενώ έχει ραπάρει ακόμη και σε συναυλίες για συγκέντρωση χρημάτων για προφυλακιστέους αλλά και σε γεγονότα τιμής, όπως η καθιερωμένη συναυλία στη μνήμη του άδικα χαμένου από τα μαχαίρια καταδικασμένων εγκληματιών της Χρυσής Αυγής, Παύλου Φύσσα. Σε όλες αυτές τις συναυλίες ο κόσμος ήξερε από έξω τις χιλιάδες λέξεις που ο ΛΕΞ εκστόμιζε σε άριστο χειρισμό της ελληνικής γλώσσας.
Ο ίδιος τραγουδούσε πάντοτε για την καθημερινότητα στις πόλεις, για τα παιδικά, τα εφηβικά, τα μετεφηβικά και τα ενήλικα χρόνια των ανθρώπων που δεν μεγάλωσαν μέσα στις ανέσεις, για τις όμορφες και τις άσχημες εικόνες του δρόμου, για την ξεχωριστή βαλκανική νοοτροπία και φυσικά για την ψυχρή και ταυτόχρονα καυτή, μαύρη και ταυτόχρονα λαμπερή, εφιαλτική και ταυτόχρονα παραδεισένια «Σαλούγκα».
Ο ΛΕΞ έφυγε από τα στέκια και τις πλατείες στα οποία ράπαρε και πλέον ξεκίνησε να βγάζει έναν δίσκο σε κάθε Μουντιάλ. Ο αστικός ρεαλισμός από τους δίσκους του, «Ταπεινοί και Πεινασμένοι» (2014) και «2ΧΧΧ» (2018) τον έβαλαν για τα καλά στο rap game και το 2022, όταν πια... έσκασε το «Μετρό», ήταν ήδη πασίγνωστος και τα streams στο Spotify είχαν πάρει φωτιά. Χαρακτηριστικό είναι επίσης και το γεγονός ότι όταν αποφάσισε στο τέλος του 2024 να ανεβάσει στη δημοφιλή πλατφόρμα μουσικής τον νέο του δίσκο, «ΓΤΚ» (Για Την Κουλτούρα), τα social media πήραν φωτιά από αναρτήσεις με τα νέα του κομμάτια. Ο ΛΕΞ είναι αναμφίβολα μακράν ο δημοφιλέστερος ράπερ, όμως όπως φαίνεται πλέον ως δεύτερος σε δημοφιλία ακολουθεί ο κατά 11 χρόνια νεότερός του, Νίκος Κίτσος (γνωστός και ως Bloody Hawk).
Ο Bloody είναι ένα ακόμη παιδί που μέσα από τους στίχους στα δεκάδες κομμάτια του μιλά για τα προβλήματα τα οποία βίωσε αλλά και για τις κοινωνικές ανισότητες και με έναν μοναδικό τρόπο εναλλάσσει τα συναισθήματα εκείνου και του κοινού του στις συναυλίες του, όπου ο πρωτοφανής παλμός έπεισε περισσότερους από 40.000 ανθρώπους να γεμίσουν τον περιβάλλοντα χώρο του ΟΑΚΑ στις 21/6 και να ραπάρουν μαζί με εκείνον και τους φίλους και τους συνεργάτες του.
Πώς και γιατί ένας 40άρης επέστρεψε στη ραπ κουλτούρα
Ο Γιώργος είναι 44 ετών και ξεκίνησε να ακούει ραπ από τη δεκαετία του '90, ξεχωρίζοντας τους ΖΝ, τους FFC και τα Βόρεια Αστέρια, συγκροτήματα τα οποία χαρακτηρίζει «επαναστάτες, διαφορετικούς, δυναμικούς» και «αλάνια». Τα χρόνια όμως πέρασαν, ο Γιώργος όπως λέει ξενέρωσε με τη φάση της ραπ και στράφηκε εξ ολοκλήρου στο έντεχνο, όμως από το 2015 άρχισε να ακούει και πάλι φανατικά ραπ λόγω του ΛΕΞ.
Ο ΛΕΞ έφυγε από τα στέκια και τις πλατείες στα οποία ράπαρε και πλέον ξεκίνησε να βγάζει έναν δίσκο σε κάθε Μουντιάλ. Ο αστικός ρεαλισμός από τους δίσκους του, «Ταπεινοί και Πεινασμένοι» (2014) και «2ΧΧΧ» (2018) τον έβαλαν για τα καλά στο rap game και το 2022, όταν πια... έσκασε το «Μετρό», ήταν ήδη πασίγνωστος και τα streams στο Spotify είχαν πάρει φωτιά. Χαρακτηριστικό είναι επίσης και το γεγονός ότι όταν αποφάσισε στο τέλος του 2024 να ανεβάσει στη δημοφιλή πλατφόρμα μουσικής τον νέο του δίσκο, «ΓΤΚ» (Για Την Κουλτούρα), τα social media πήραν φωτιά από αναρτήσεις με τα νέα του κομμάτια. Ο ΛΕΞ είναι αναμφίβολα μακράν ο δημοφιλέστερος ράπερ, όμως όπως φαίνεται πλέον ως δεύτερος σε δημοφιλία ακολουθεί ο κατά 11 χρόνια νεότερός του, Νίκος Κίτσος (γνωστός και ως Bloody Hawk).
Ο Bloody είναι ένα ακόμη παιδί που μέσα από τους στίχους στα δεκάδες κομμάτια του μιλά για τα προβλήματα τα οποία βίωσε αλλά και για τις κοινωνικές ανισότητες και με έναν μοναδικό τρόπο εναλλάσσει τα συναισθήματα εκείνου και του κοινού του στις συναυλίες του, όπου ο πρωτοφανής παλμός έπεισε περισσότερους από 40.000 ανθρώπους να γεμίσουν τον περιβάλλοντα χώρο του ΟΑΚΑ στις 21/6 και να ραπάρουν μαζί με εκείνον και τους φίλους και τους συνεργάτες του.
Πώς και γιατί ένας 40άρης επέστρεψε στη ραπ κουλτούρα
Ο Γιώργος είναι 44 ετών και ξεκίνησε να ακούει ραπ από τη δεκαετία του '90, ξεχωρίζοντας τους ΖΝ, τους FFC και τα Βόρεια Αστέρια, συγκροτήματα τα οποία χαρακτηρίζει «επαναστάτες, διαφορετικούς, δυναμικούς» και «αλάνια». Τα χρόνια όμως πέρασαν, ο Γιώργος όπως λέει ξενέρωσε με τη φάση της ραπ και στράφηκε εξ ολοκλήρου στο έντεχνο, όμως από το 2015 άρχισε να ακούει και πάλι φανατικά ραπ λόγω του ΛΕΞ.
«Ο τύπος από τη στιγμή που αποφάσισε να σολάρει στα σοβαρά έδειξε ότι είναι τρομερά επιδραστικός», λέει και περιγράφει πως «με έβαλε και πάλι στη φάση γενικότερα, αφού μαζί του ανακάλυψα και άλλους ράπερ, κυρίως από τη Θεσσαλονίκη, όπως ο Ζήνων, ο ΜΚ και ο 12ος Πίθηκος».
Από το 2015 ο Γιώργος δεν έχει χάσει καμία εμφάνιση του ΛΕΞ στη Θεσσαλονίκη και «παρά το γεγονός ότι μεγάλωσα πολύ για τέτοια, ετοίμασα μπαγκάζια και κατέβηκα στο ΟΑΚΑ για να τον ακούσω γιατί κάθε φορά με ανατριχιάζει ο ωμός ρεαλισμός του». Δίπλα στον ΛΕΞ, ο 44χρονος ξεκίνησε σταδιακά να δίνει ευκαιρίες και σε μερικούς ακόμη καλλιτέχνες της ραπ σκηνής. Novel, Anser, Bloody Hawk και Άγνωστος Χειμώνας είναι μερικοί ράπερ τους οποίους ανακάλυψε αλλά ο αγαπημένος του, όπως λέει, είναι ο Αθηναίος ράπερ Εθισμός -ένα ανερχόμενο αστέρι της ραπ σκηνής που απαλλάχτηκε από τη μάστιγα των ναρκωτικών και πλέον γεμίζει με ρίμες και κόσμο όποιον χώρο επιλέξει για τις συναυλίες του σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ακριβώς όπως έκανε και ο ΛΕΞ στο ξεκίνημα της εποχής του. Όσο για το τι ξεχωρίζει ο Γιώργος από τη ραπ;
Από το 2015 ο Γιώργος δεν έχει χάσει καμία εμφάνιση του ΛΕΞ στη Θεσσαλονίκη και «παρά το γεγονός ότι μεγάλωσα πολύ για τέτοια, ετοίμασα μπαγκάζια και κατέβηκα στο ΟΑΚΑ για να τον ακούσω γιατί κάθε φορά με ανατριχιάζει ο ωμός ρεαλισμός του». Δίπλα στον ΛΕΞ, ο 44χρονος ξεκίνησε σταδιακά να δίνει ευκαιρίες και σε μερικούς ακόμη καλλιτέχνες της ραπ σκηνής. Novel, Anser, Bloody Hawk και Άγνωστος Χειμώνας είναι μερικοί ράπερ τους οποίους ανακάλυψε αλλά ο αγαπημένος του, όπως λέει, είναι ο Αθηναίος ράπερ Εθισμός -ένα ανερχόμενο αστέρι της ραπ σκηνής που απαλλάχτηκε από τη μάστιγα των ναρκωτικών και πλέον γεμίζει με ρίμες και κόσμο όποιον χώρο επιλέξει για τις συναυλίες του σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ακριβώς όπως έκανε και ο ΛΕΞ στο ξεκίνημα της εποχής του. Όσο για το τι ξεχωρίζει ο Γιώργος από τη ραπ;
«Τους στίχους για τη φτώχεια, τη βία, την αδικία, τη διαφθορά, τη βρώμικη πολιτική της χώρας». Και όπως εκτιμά, «κάποιοι θα τα πουν όλα αυτά γραφικά, αλλά η οργή και η αγανάκτηση για αυτά είναι που γεμίζουν τώρα το ΟΑΚΑ και το Καυτανζόγλειο και η οργή θα τα γέμιζε και πριν από 7-8 χρόνια, γιατί σε όλα αυτά τα άσχημα πραγματα έχουμε βουτήξει εδώ και χρόνια».

Η αξία της ραπ στο μικροσκόπιο ενός κοινωνιολόγου
«Τα πενταψήφια νούμερα που συγκεντρώνουν σήμερα οι ράπερ στις συναυλίες τους τα πετυχαίνουν λίγοι καλλιτέχνες στην Ελλάδα. Οι ράπερ συναγωνίζονται σε αυτό αξιοσημείωτα ονόματα της ελληνικής μουσικής σκηνής και μάλιστα το καταφέρνουν με λιγότερη προβολή στα ΜΜΕ αλλά και με λιγότερα χρόνια στη μουσική βιομηχανία και η συμβολή του ΛΕΞ σε αυτό είναι πολύ μεγάλη», εξηγεί στη Voria.gr ο διδάκτωρ στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ερευνητής της χιπ χοπ κουλτούρας, Κώστας Σαββόπουλος. Ο κ. Σαββόπουλος που πρόσφατα εκπόνησε για λογαριασμό του Ινστιτούτου Eteron την έρευνα με τίτλο "GenZ και Rap" βλέπει τη ραπ στην Ελλάδα να είναι στα... ντουζένια της εδώ και μια δεκαετία, με μεγάλη δημοφιλία στις νεανικές και εφηβικές ηλικίες αλλά και στους millenials, ενώ όπως σημειώνει, υπάρχουν και αρκετά άτομα άνω των 40 ετών που επιλέγουν να ακούσουν με συνέπεια αυτού του είδους τα κομμάτια.
«Αυτή τη στιγμή, εμπορικά αλλά και παραγωγικά η ραπ είναι το πιο επιτυχημένο είδος μουσικής», υποστηρίζει καθώς, όπως τονίζει, οι πιο επιτυχημένοι σε αριθμούς καλλιτέχνες στις μουσικές πλατφόρμες είναι ράπερ με πάνω από ένα εκατ. μηνιαίους ακροατές. Θεωρεί μάλιστα ότι η ραπ είναι ένα πολιτισμικό ρεύμα το οποίο «δεν δείχνει να σβήνει σύντομα» και εκτιμά πως οι αριθμοί των θεατών στις συναυλίες πρόκειται να μεγαλώσουν ακόμη περισσότερο.
Όλα αυτά, σύμφωνα με τον διδάκτωρ στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ οφείλονται στο γεγονός ότι η ραπ μουσική είναι «ένα παράθυρο από το οποίο ο κόσμος μπορεί να κοιτάζει έξω, σε μια καθημερινότητα με διάφορα προβλήματα όπως ακρίβεια, κλιματική κρίση, απειλή πολέμου, πολιτική κατάσταση και άλλα προβλήματα που δείχνουν ότι το μέλλον των νέων δεν θα είναι λαμπρό». Για τον λόγο αυτό, όπως λέει, «πολλοί το... ρίχνουν σε αυτή τη μουσική», μέσα στην οποία «οι ράπερ θίγουν ζητήματα δικαιοσύνης, διαφθοράς, συστημικού ρατσισμού και ανισοτήτων με έναν δικό τους, αφιλτράριστο και ωμό τρόπο, πράγμα που δεν συμβαίνει στα υπόλοιπα, πιο εξευγενισμένα είδη μουσικής». Μάλιστα, το γεγονός ότι η ραπ είναι «πιο προσβάσιμη σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες σε αντίθεση με τα άλλα μουσικά είδη, καθώς δεν απαιτεί ειδικές γνώσεις και μπορεί να γίνει με έναν σχετικά φθηνότερο εξοπλισμό για έναν υποψήφιο καλλιτέχνη», καθιστά το συγκεκριμένο είδος πιο προσιτό στο κοινό, σύμφωνα με τον κ. Σαββόπουλο.
Μάλιστα, σε ερώτηση για το αν η ραπ θα έπρεπε να ενταχθεί σε προγράμματα σπουδών μουσικών τμημάτων, η απάντηση του κ. Σαββόπουλου είναι κατηγορηματικά καταφατική αφού, όπως εξηγεί «το κομμάτι της παραγωγής αλλά και εκείνο του στίχου είναι πολύ ενδιαφέροντα και μπορούν να μας βοηθήσουν να εξάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα με εκπαιδευτική αξία».
Ραπ, social media και φτηνά εισιτήρια
Ο Βασίλης είναι 22 ετών και προφανώς, δεν διδάχθηκε με κανέναν τρόπο και πουθενά τη ραπ μουσική. Δεν έχει σχετικές σπουδές και δεν σπουδάζει γενικότερα, όμως αυτό δεν τον εμποδίζει από το να ραπάρει γιατί, όπως λέει στη Voria.gr «αυτό είναι όλο το νόημα: να δημιουργείς από το περιθώριο, για το περιθώριο». Ο Βασίλης ξεκίνησε να ακούει ραπ από τα 14 του, όταν «ήταν στο σπίτι μου ο κολλητός μου και έβαλε στο Spotify κάτι κομμάτια του ΛΕΞ που τα άκουσα και... έμεινα».
Μακάρι, όπως με παράπονο αναφέρει «να μάθαινα για τη ραπ στο σχολείο ή να είχα λεφτά να πληρώσω μία σχολή για να πάω να ακούσω και να μάθω για αυτό που γουστάρω και μου αρέσει να κάνω».
Το μικρόβιο της ραπ μπήκε στον οργανισμό του Βασίλη όταν ως 14χρονος τότε πιτσιρικάς αισθάνθηκε, όπως αναφέρει, να ακούει για τον ίδιο του τον εαυτό μέσα από τις ρίμες του ΛΕΞ. Από τότε, «δεν σταμάτησα να ακούω ΛΕΞ, Εθισμό, Novel, Λόγος Απειλή και Εισβολέα». Σημειώνει μάλιστα ότι «δύσκολα να χάσω συναυλία του Λεξ και του Είσβο», ενώ ήταν κι εκείνος ένας από τους 60.000 που πήγαν χθες στο ΟΑΚΑ για τη μεγάλη συναυλία-τη μεγαλύτερη του καλοκαιριού.
Μεγάλο ρόλο στην τριβή του Βασίλη με τη ραπ έπαιξαν και παίζουν τα social media καθώς, όπως λέει, «στο feed μου σε instagram και tik tok έχω μονίμως συναυλίες και ραπ περιεχόμενο» και κάπως έτσι του μπήκε η ιδέα να ραπάρει κι αυτός, σκοπεύοντας σύντομα να ανεβάσει τα πρώτα του κομμάτια το Spotify.
«Τα social media είναι ανεξέλεγκτα, η ραπ βρίσκεται παντού και γίνεται viral και είναι λογικό οι νέοι να βλέπουν και να ακούν συνέχεια τη μουσική αυτή» εξηγεί στη Voria.gr ο ραδιοφωνικός παραγωγός, Μανώλης Σταυρουλάκης ο οποίος έχει εδώ και δεκαετίες συνεχή τριβή με τα μουσικά τεκταινόμενα. «Το στιλ της συγκεκριμένης μουσικής είναι πια πιο commercial και βλέπω ότι έχει πάρει τα πάνω της τα τελευταία πέντε χρόνια», προσθέτει, χαρακτηρίζοντας ωστόσο τη ραπ ως την πλέον επαναστατική μουσική του σήμερα.
Το παραπάνω το αποδίδει στην «αντίδραση της σκεπτόμενης νεολαίας η οποία από τη μία πλευρά γεμίζει χώρους συναυλιών με έντεχνους καλλιτέχνες όπως οι Βασίλης και Θανάσης Παπακωνσταντίνου και ο Σωκράτης Μάλαμας και από την άλλη γεμίζουν τα γήπεδα για τη ραπ».
Ωστόσο, όπως λέει «με τόσα στραβά κοινωνικοπολιτικά ζητήματα, καλλιτέχνες όπως ο ΛΕΞ και ο Bloody Hawk γίνονται η φωνή της νέας γενιάς αλλά και των μεγαλύτερων σε ηλικία ανθρώπων, αφού όλους τους πονάνε για τα ίδια θέματα καθώς δεν μπορούν να βγάλουν εύκολα τον μήνα και οι πολιτικοί τους παίζουν σαν μπαλάκι».
Όλο αυτό, ο έμπειρος ραδιοφωνικός παραγωγός το αποδίδει στο γεγονός ότι «τα υπόλοιπα μουσικά είδη αυτή τη στιγμή φαίνονται πιο επιφανειακά», υποστηρίζοντας ωστόσο ότι η ραπ «δεν είναι ντε και καλά η κυρίαρχη μουσική τάση αφού στάδια γεμίζουν και η Άννα Βίσση και ο Νίκος Οικονομόπουλος, ενώ αρκετοί γεμίζουν μεγάλους χώρους για να ακούσουν ηλεκτρονική μουσική».
Όπως και να'χει, κανείς δεν γνωρίζει εάν βρισκόμαστε στη μέση ή στο τέλος της ανοδικής τάσης της ραπ μουσικής. Η μουσική εποχή που διανύουμε, όμως, φαίνεται ότι ανήκει δικαιωματικά στους ράπερ που έχουν τον σεβασμό του κόσμου γιατί πέρα από τους κοινωνικοπολιτικούς τους στίχους, εξακολουθούν να κρατούν χαμηλά τις τιμές στα εισιτήρια των συναυλιών και συνεχίζουν να δίνουν στον κόσμο τη δυνατότητα να απολαύσει την τέχνη τους, παρότι έχουν επενδύσει περισσότερο σε ήχο και εικόνα και τους έχει κοστίσει σε χρήματα η σημαντική αναβάθμιση του προϊόντος τους.
Την ίδια ώρα, οι δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι που κατέκλυσαν το ΟΑΚΑ τα τελευταία δύο Σαββατοκύριακα για δύο διαφορετικούς καλλιτέχνες της ραπ σκηνής δείχνουν ότι πλέον δεν είναι μόνο ο επιδραστικός ΛΕΞ εκείνος με τον οποίον ταυτίζονται και τους εμπνέει με τους στίχους του, ενώ με την ισχυρή τους παρουσία δήλωσαν ότι στο παιχνίδι της ραπ υπάρχει χώρος και για άλλους καλλιτέχνες, όπως ο Bloody Hawk.
Το σίγουρο όμως είναι ότι όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν το πλέον προφανές: η πραγματικότητα έχει πολλές πτυχές και είναι ολοένα και περισσότεροι εκείνοι που καθημερινά βλέπουν το άσχημο πρόσωπό της και ψάχνουν την αλήθεια τους μέσα στη μουσική. Γιατί, όπως έχει πει και ο ΛΕΞ, «μεταξύ μας, δεν νικιέται η αλήθεια».
πηγη https://www.voria.gr

Η αξία της ραπ στο μικροσκόπιο ενός κοινωνιολόγου
«Τα πενταψήφια νούμερα που συγκεντρώνουν σήμερα οι ράπερ στις συναυλίες τους τα πετυχαίνουν λίγοι καλλιτέχνες στην Ελλάδα. Οι ράπερ συναγωνίζονται σε αυτό αξιοσημείωτα ονόματα της ελληνικής μουσικής σκηνής και μάλιστα το καταφέρνουν με λιγότερη προβολή στα ΜΜΕ αλλά και με λιγότερα χρόνια στη μουσική βιομηχανία και η συμβολή του ΛΕΞ σε αυτό είναι πολύ μεγάλη», εξηγεί στη Voria.gr ο διδάκτωρ στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ερευνητής της χιπ χοπ κουλτούρας, Κώστας Σαββόπουλος. Ο κ. Σαββόπουλος που πρόσφατα εκπόνησε για λογαριασμό του Ινστιτούτου Eteron την έρευνα με τίτλο "GenZ και Rap" βλέπει τη ραπ στην Ελλάδα να είναι στα... ντουζένια της εδώ και μια δεκαετία, με μεγάλη δημοφιλία στις νεανικές και εφηβικές ηλικίες αλλά και στους millenials, ενώ όπως σημειώνει, υπάρχουν και αρκετά άτομα άνω των 40 ετών που επιλέγουν να ακούσουν με συνέπεια αυτού του είδους τα κομμάτια.
«Αυτή τη στιγμή, εμπορικά αλλά και παραγωγικά η ραπ είναι το πιο επιτυχημένο είδος μουσικής», υποστηρίζει καθώς, όπως τονίζει, οι πιο επιτυχημένοι σε αριθμούς καλλιτέχνες στις μουσικές πλατφόρμες είναι ράπερ με πάνω από ένα εκατ. μηνιαίους ακροατές. Θεωρεί μάλιστα ότι η ραπ είναι ένα πολιτισμικό ρεύμα το οποίο «δεν δείχνει να σβήνει σύντομα» και εκτιμά πως οι αριθμοί των θεατών στις συναυλίες πρόκειται να μεγαλώσουν ακόμη περισσότερο.
Όλα αυτά, σύμφωνα με τον διδάκτωρ στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ οφείλονται στο γεγονός ότι η ραπ μουσική είναι «ένα παράθυρο από το οποίο ο κόσμος μπορεί να κοιτάζει έξω, σε μια καθημερινότητα με διάφορα προβλήματα όπως ακρίβεια, κλιματική κρίση, απειλή πολέμου, πολιτική κατάσταση και άλλα προβλήματα που δείχνουν ότι το μέλλον των νέων δεν θα είναι λαμπρό». Για τον λόγο αυτό, όπως λέει, «πολλοί το... ρίχνουν σε αυτή τη μουσική», μέσα στην οποία «οι ράπερ θίγουν ζητήματα δικαιοσύνης, διαφθοράς, συστημικού ρατσισμού και ανισοτήτων με έναν δικό τους, αφιλτράριστο και ωμό τρόπο, πράγμα που δεν συμβαίνει στα υπόλοιπα, πιο εξευγενισμένα είδη μουσικής». Μάλιστα, το γεγονός ότι η ραπ είναι «πιο προσβάσιμη σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες σε αντίθεση με τα άλλα μουσικά είδη, καθώς δεν απαιτεί ειδικές γνώσεις και μπορεί να γίνει με έναν σχετικά φθηνότερο εξοπλισμό για έναν υποψήφιο καλλιτέχνη», καθιστά το συγκεκριμένο είδος πιο προσιτό στο κοινό, σύμφωνα με τον κ. Σαββόπουλο.
Μάλιστα, σε ερώτηση για το αν η ραπ θα έπρεπε να ενταχθεί σε προγράμματα σπουδών μουσικών τμημάτων, η απάντηση του κ. Σαββόπουλου είναι κατηγορηματικά καταφατική αφού, όπως εξηγεί «το κομμάτι της παραγωγής αλλά και εκείνο του στίχου είναι πολύ ενδιαφέροντα και μπορούν να μας βοηθήσουν να εξάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα με εκπαιδευτική αξία».
Ραπ, social media και φτηνά εισιτήρια
Ο Βασίλης είναι 22 ετών και προφανώς, δεν διδάχθηκε με κανέναν τρόπο και πουθενά τη ραπ μουσική. Δεν έχει σχετικές σπουδές και δεν σπουδάζει γενικότερα, όμως αυτό δεν τον εμποδίζει από το να ραπάρει γιατί, όπως λέει στη Voria.gr «αυτό είναι όλο το νόημα: να δημιουργείς από το περιθώριο, για το περιθώριο». Ο Βασίλης ξεκίνησε να ακούει ραπ από τα 14 του, όταν «ήταν στο σπίτι μου ο κολλητός μου και έβαλε στο Spotify κάτι κομμάτια του ΛΕΞ που τα άκουσα και... έμεινα».
Μακάρι, όπως με παράπονο αναφέρει «να μάθαινα για τη ραπ στο σχολείο ή να είχα λεφτά να πληρώσω μία σχολή για να πάω να ακούσω και να μάθω για αυτό που γουστάρω και μου αρέσει να κάνω».
Το μικρόβιο της ραπ μπήκε στον οργανισμό του Βασίλη όταν ως 14χρονος τότε πιτσιρικάς αισθάνθηκε, όπως αναφέρει, να ακούει για τον ίδιο του τον εαυτό μέσα από τις ρίμες του ΛΕΞ. Από τότε, «δεν σταμάτησα να ακούω ΛΕΞ, Εθισμό, Novel, Λόγος Απειλή και Εισβολέα». Σημειώνει μάλιστα ότι «δύσκολα να χάσω συναυλία του Λεξ και του Είσβο», ενώ ήταν κι εκείνος ένας από τους 60.000 που πήγαν χθες στο ΟΑΚΑ για τη μεγάλη συναυλία-τη μεγαλύτερη του καλοκαιριού.
Μεγάλο ρόλο στην τριβή του Βασίλη με τη ραπ έπαιξαν και παίζουν τα social media καθώς, όπως λέει, «στο feed μου σε instagram και tik tok έχω μονίμως συναυλίες και ραπ περιεχόμενο» και κάπως έτσι του μπήκε η ιδέα να ραπάρει κι αυτός, σκοπεύοντας σύντομα να ανεβάσει τα πρώτα του κομμάτια το Spotify.
«Τα social media είναι ανεξέλεγκτα, η ραπ βρίσκεται παντού και γίνεται viral και είναι λογικό οι νέοι να βλέπουν και να ακούν συνέχεια τη μουσική αυτή» εξηγεί στη Voria.gr ο ραδιοφωνικός παραγωγός, Μανώλης Σταυρουλάκης ο οποίος έχει εδώ και δεκαετίες συνεχή τριβή με τα μουσικά τεκταινόμενα. «Το στιλ της συγκεκριμένης μουσικής είναι πια πιο commercial και βλέπω ότι έχει πάρει τα πάνω της τα τελευταία πέντε χρόνια», προσθέτει, χαρακτηρίζοντας ωστόσο τη ραπ ως την πλέον επαναστατική μουσική του σήμερα.
Το παραπάνω το αποδίδει στην «αντίδραση της σκεπτόμενης νεολαίας η οποία από τη μία πλευρά γεμίζει χώρους συναυλιών με έντεχνους καλλιτέχνες όπως οι Βασίλης και Θανάσης Παπακωνσταντίνου και ο Σωκράτης Μάλαμας και από την άλλη γεμίζουν τα γήπεδα για τη ραπ».
Ωστόσο, όπως λέει «με τόσα στραβά κοινωνικοπολιτικά ζητήματα, καλλιτέχνες όπως ο ΛΕΞ και ο Bloody Hawk γίνονται η φωνή της νέας γενιάς αλλά και των μεγαλύτερων σε ηλικία ανθρώπων, αφού όλους τους πονάνε για τα ίδια θέματα καθώς δεν μπορούν να βγάλουν εύκολα τον μήνα και οι πολιτικοί τους παίζουν σαν μπαλάκι».
Όλο αυτό, ο έμπειρος ραδιοφωνικός παραγωγός το αποδίδει στο γεγονός ότι «τα υπόλοιπα μουσικά είδη αυτή τη στιγμή φαίνονται πιο επιφανειακά», υποστηρίζοντας ωστόσο ότι η ραπ «δεν είναι ντε και καλά η κυρίαρχη μουσική τάση αφού στάδια γεμίζουν και η Άννα Βίσση και ο Νίκος Οικονομόπουλος, ενώ αρκετοί γεμίζουν μεγάλους χώρους για να ακούσουν ηλεκτρονική μουσική».
Όπως και να'χει, κανείς δεν γνωρίζει εάν βρισκόμαστε στη μέση ή στο τέλος της ανοδικής τάσης της ραπ μουσικής. Η μουσική εποχή που διανύουμε, όμως, φαίνεται ότι ανήκει δικαιωματικά στους ράπερ που έχουν τον σεβασμό του κόσμου γιατί πέρα από τους κοινωνικοπολιτικούς τους στίχους, εξακολουθούν να κρατούν χαμηλά τις τιμές στα εισιτήρια των συναυλιών και συνεχίζουν να δίνουν στον κόσμο τη δυνατότητα να απολαύσει την τέχνη τους, παρότι έχουν επενδύσει περισσότερο σε ήχο και εικόνα και τους έχει κοστίσει σε χρήματα η σημαντική αναβάθμιση του προϊόντος τους.
Την ίδια ώρα, οι δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι που κατέκλυσαν το ΟΑΚΑ τα τελευταία δύο Σαββατοκύριακα για δύο διαφορετικούς καλλιτέχνες της ραπ σκηνής δείχνουν ότι πλέον δεν είναι μόνο ο επιδραστικός ΛΕΞ εκείνος με τον οποίον ταυτίζονται και τους εμπνέει με τους στίχους του, ενώ με την ισχυρή τους παρουσία δήλωσαν ότι στο παιχνίδι της ραπ υπάρχει χώρος και για άλλους καλλιτέχνες, όπως ο Bloody Hawk.
Το σίγουρο όμως είναι ότι όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν το πλέον προφανές: η πραγματικότητα έχει πολλές πτυχές και είναι ολοένα και περισσότεροι εκείνοι που καθημερινά βλέπουν το άσχημο πρόσωπό της και ψάχνουν την αλήθεια τους μέσα στη μουσική. Γιατί, όπως έχει πει και ο ΛΕΞ, «μεταξύ μας, δεν νικιέται η αλήθεια».
πηγη https://www.voria.gr