Κρυώνω. Ο Βοριάς με κυνηγάει.
Νιώθω το κορμί μου σα μαστιγωμένο.
Το κορμί βαρυγκομώντας,
ασθμαίνοντας, το χρέος του το έκανε.
Δε μ' άφησε στη μέση, μόλο που
μερικούς Χειμώνες το φοβήθηκα.
Με το πνεύμα όμως τί κάνουμε
που, μολονότι πάντα ''πρόθυμο''
όλο χάνει έδαφος παλεύοντας
με τα ''τελώνια'' του καιρού του,
τα κήτοι και τα τέρατα,
που αφού χορταίνουν
με σάρκες και αίμα στους πολέμους,
δεν αναπαύονται ούτε στην ειρήνη.
Τρώνε την ελευθερία και τη γαλήνη
εκείνων που επέζησαν.