1.11.24

....ποιήματα του Μίλτου Σαχτούρη

Ὁ καθρέφτης

Σὰ γύρισε ὁ καθρέφτης μου
στὸν οὐρανὸ
φάνηκε
ἕνα φεγγάρι μισοφαγωμένο
ἀπὸ τὰ κόκκινα μυρμήγκια
τῆς φωτιᾶς
κι ἕνα κεφάλι πλάι του
νὰ καίει κι αὐτὸ μέσα σε πύρινη
βροχὴ
νὰ λάμπει τὸ κεφάλι
νὰ φέγγει
καθὼς τὸ ἔπαιρνε τὸ ἔκανε κάρβουνο
ἡ φωτιὰ
νὰ ψιθυρίζει:
-Τὰ δέντρα καῖνε φεύγουνε σὰν τὰ μαλλιὰ
ὁ ἄγγελος χάνεται μὲ καψαλισμένα
τὰ φτερὰ
κι ὁ πόνος
σκύλος μὲ σπασμένο πόδι
μένει
μένει

* * *

Τὸ χρυσάφι

Κάποτε
θὰ σταματήσουμε
σὰ μιὰ γαλάζια ἅμαξα
μέσ᾿ στὸ χρυσάφι
δὲ θὰ μετρήσουμε τὰ μαῦρα
ἄλογα
δὲ θά ῾χουμε τίποτα ν᾿ ἀθροίσουμε
δὲ θά ῾χουμε πιὰ τίποτα
γιὰ νὰ μοιράσουμε
κρατώντας
ἕνα ξύλο
θὰ περάσουμε
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ μαύρη τρύπα
τοῦ ἥλιου
ποῦ θὰ καίει

* * *

Κυριακή

Κύματα Κυριακῆς τὰ μάτια μου
κύματα μοναξιᾶς τὰ χέρια μου
τρίζουν ἀπὸ ὕπνο ἀθῷο
τὰ δόντια μέσα στὴν καρδιά μου
τὸ πεθαμένο τὸ παιδί
δὲν ξενιτεύεται
πάει κρατώντας ἕνα
κόκκινο σκυλάκι
μέσα στὸ μαντίλι
τέρατα περπατοῦν
ἀνάποδα στὰ ὄνειρα
φυσάει ἕνας ἄγριος ἀέρας
πάνω ἀπ᾿ τὶς λεμονάδες
πετάει μιὰ νυχτερίδα
σὰν πικραμένο εὐαγγέλιο
μ᾿ ἕνα μαῦρο πανὶ
μία γυναίκα
σκεπάζει τὸ φεγγάρι

* * *

Ἡ φεγγαράδα

Ἀπὸ αἷμα πουλιῶν πλημμυρισμένο
κρυμμένο μένει τὸ φεγγάρι
πότε πίσω ἀπὸ δέντρα
πότε πίσω ἀπὸ θηρία
πότε πίσω ἀπὸ σύννεφα
μὲ θόρυβο ποὺ ξεκουφαίνει τὰ φτερὰ ἀγγέλων
κάτι θέλουν νὰ ποῦν κάτι σημαίνει
εἶναι ἀκόμα καλοκαίρι
ὅμως μιὰ μυρωδιὰ ἀπὸ θειάφι φράζει τὸ χειμώνα
δὲν ἔχει οὔτε καρέκλα νὰ καθίσεις
καὶ οἱ καρέκλες ἔφυγαν στὸν οὐρανό

* * *

Τὰ Γράμματα

Θὰ πάψω πιὰ νὰ γράφω ποιήματα
ἔριξες τὸ χρυσό σου δαχτυλίδι μὲς στὴ
θάλασσα
στὴν ἀμμουδιὰ μὲ τὸ νεκρὸ κρανίο
κι ὅλα τὰ βουλιαγμένα καράβια βγῆκαν
στὸν ἀφρὸ
κι ὁ καπετάνιος ζωντανὸς
κι οἱ ναύκληροι νὰ χαμογελᾶνε
εἶπα θὰ πάψω πιὰ νὰ γράφω ποιήματα
καὶ στὸ παράθυρο τοῦ σπιτιοῦ μου τοῦ προγονικοῦ
ὁ πατέρας μου καὶ ἡ μητέρα μου
κουνᾶνε τὰ μαντήλια τους καὶ χαιρετᾶνε

τὰ ποιήματά μου ὅμως δὲν μπόρεσαν νὰ
τὰ διαβάσουν
ἔχουν ξεχάσει νὰ διαβάζουν
λένε τὸ κάπα ἄλφα καὶ τὸ δέλτα ἔψιλον
καὶ σὺ μοῦ εἶπες ψέματα
στὸν τόπο αὐτὸ τοῦ κόκκινου γελαστοῦ
κρανίου μὲ ξεγέλασες
γι᾿ αὐτὸ κι ἐγὼ σὲ γέλασα
καὶ μὲ πιστέψατε
κατάρα μὲ τὶς ἑφτὰ σκιὲς
πάντα θὰ γράφω ποιήματα


Χειμώνας

Τί ὡραῖα ποὺ μαραθῆκαν τὰ λουλούδια
τί τέλεια ποὺ μαραθῆκαν
κι αὐτὸς ὁ τρελὸς νὰ τρέχει στοὺς δρόμους
μὲ μιὰ φοβισμένη καρδιὰ χελιδονιοῦ
χειμώνιασε καὶ φύγανε τὰ χελιδόνια
γέμισαν οἱ δρόμοι λάκκους μὲ νερὸ
δυὸ μαῦρα σύννεφα στὸν οὐρανὸ
κοιτάζονται στὰ μάτια ἀγριεμένα
αὔριο θὰ βγεῖ στοὺς δρόμους καὶ ἡ βροχὴ
ἀπελπισμένη
μοιράζοντας τὶς ὀμπρέλλες της
τὰ κάστανα θὰ τὴ ζηλέψουν
καὶ θὰ γεμίσουν μικρὲς κίτρινες ζαρωματιὲς
θὰ βγοῦν κι οἱ ἄλλοι ἔμποροι
αὐτὸς ποὺ πουλάει τ᾿ ἀρχαῖα κρεβάτια
αὐτὸς ποὺ πουλάει τὶς ζεστὲς-ζεστὲς προβιὲς
αὐτὸς ποὺ πουλάει τὸ καυτὸ σαλέπι
κι αὐτὸς ποὺ πουλάει θῆκες ἀπὸ κρύο χιόνι
γιὰ τὶς φτωχὲς καρδιές

* * *

Η Αγρυπνία

Ὅλοι κοιμοῦνται
κι ἐγὼ ξαγρυπνῶ
περνῶ σὲ χρυσὴ κλωστὴ
ἀσημένια φεγγάρια
καὶ περιμένω νὰ ξημερώσει
γιὰ νὰ γεννηθεῖ
ἕνας νέος ἄνθρωπος
μέσ᾿ στὴν καρδιά μου
τὴν παγωμένη
ἀπὸ ἄγρια φαντάσματα
καὶ τόση μαύρη πίκρα.