16.10.24

ΟΤΑΝ ΟΙ "ΠΡΙΓΚΗΠΕΣ" ΧΟΡΕΥΟΥΝ ΤΗ "ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ " ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΟΥΣ ΧΤΙΣΤΕΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ-Του Σταμάτη Παγανόπουλου

Σας διαβεβαιώνω ότι ξεκαρδίστηκα στα γέλια βλέποντας σ' όλα ανεξαιρέτως τα κανάλια , μαζί με τα λοιπά τους απορρίμματα να δείχνουν μιά προμελετημένη επίδειξη με "πριγκιπόπουλα " να χορεύουν κάτι σαν ζεϊμπέκικο στους ήχους της "Δραπετσώνας" , προφανώς επειδή δεν καταλάβαιναν ή δεν μπορούσαν να καταλάβουν το νόημα του τραγουδιού καί τι αυτό διατραγωδεί.
Πιστεύω ότι η "Δραπετσώνα" έχει ιδιαίτερη αξία, διαχρονικότητα και σημασία για τον ελληνικό πολιτισμό. Είναι από τις πιο γνωστές, αγαπημένες και χιλιοτραγουδισμένες δημιουργίες , η οποία πρωταγωνιστεί και σήμερα στα γλέντια, στις χαρές και στις πίκρες των Ελλήνων. Άλλη μια αθάνατη κληρονομιά που μας άφησαν οι Θεοδωράκης και Λειβαδίτης, αλλά και η δωρική, "ξύλινη" και μεγαλοπρεπής φωνή του Μπιθικώτση.
Κάποτε σ' ένα οικογενειακό γλέντι είδα ένα μεσήλικα φίλο μας να δακρύζει όταν το τραγουδάγαμε." Γιατί κλαίς ;" τον ρώτησαν κι απάντησε "θυμάμαι".Παλλαισθησία.Κλειδωμένες καλά αναμνήσεις κρυμμένες βαθιά στην πιο άτιμη λήθη, αυτή του χρόνου : Πόλεμος.Εμφύλιος.Ξεκληρίσματα.Φτώχεια.Πάμπολλοι Ελληνες άφησαν τον τόπο τους για νάρθουν στην πόλη αλλάζοντας ζωή .Επρεπε να επιβιώσουν και να πάμε μπροστά πάσει θυσία,μένοντας οι ίδιοι.
Ξεπουλήσανε τα χωράφια τους -ό,τι πουλιότανε- ,άλλος για να πάρει ένα οικόπεδο εκτός σχεδίου ,άλλη για να πάρει μια ηλεκτρική ραπτομηχανή,άλλος για να πάρει ένα θυρωρείο κι άλλος για να πάρει τα χρειώδη.Πολλές φορές γίνονταν και άλματα πολυτέλειας : ένα ραδιόφωνο παγκοσμίου λήψεως.
Ολοι οι "πατριώτες" γίνονταν μια γροθιά. Σα' νάρθε το χωριό τους στη πόλη.Να τρέξει ο ένας για τον άλλον ,να δώσει χέρι ,να διευκολύνει ,να βοηθήσει ,να βρεί δουλειά .Οι γιορτές ,οι γάμοι,τα βαφτίσια ,οι κηδείες κι οι συγκεντρώσεις του Συλλόγου ήταν ευκαιρίες για το συναπάντημά τους.Να μάθουν νέα ,να δούμε ο ένας τον άλλον ,ν'αγκαλιαστούνε,να φιληθούνε ,να φάνε,να τραγουδήσουν τα δικά τους,να χορέψουν,να κλάψουν , να γελάσουν. Στα ίχνη του παρελθόντος , μετράγανε τις μνήμες τους και κάναμε σχέδια για το μέλλον.
Το χτίσιμο ενός σπιτιού ήταν ένα όνειρο .Συνήθως σε οικόπεδο εκτός σχεδίου σε μια νύχτα .Θυμάστε την ταινία με τον Α.Αλεξανδράκη "Συνοικία το Ονειρο";Κάπως έτσι.Οταν ριχνόταν ο κύβος έπαιρναν τα ηνία οι "χτίστες ". Οι γνώστες και οι βοηθητικοί.Οι χτίστες ήταν κάποιοι σεβάσμιοι πατριώτες .Τους σέβονταν και τους θαύμαζαν : γι' αυτό που υπήρξαν -και κουβάλαγαν από τους μαστόρους πατεράδες,παππούδες ,προπαππούδες και βάλε πολλές γενιές πίσω -και γι αυτό που ήσαν ,για τα έργα τους : να χτίζουν χώρους ζωής,σπίτια ,με μόνη αμοιβή ένα πρωϊνό κολατσιό ,μόλις τέλειωνε η δουλειά : ψωμί,ελιές,κρασί ,κρεμμύδι ,ντομάτα ,ένας διπλός βαρύς γλυκός , γλυκό του κουταλιού αν υπήρχε ή μερικά σπυριά σταφίδα και κρύο νερό απο τη στάμνα , σε πολλές περιπτώσεις μοιράζονταν γιουβέτσι με κατεψυγμένο μοσχαράκι .
Λέγαν ,ότι παρά τα χρόνια τους,οι χτίστες , εξακολουθούσαν να μαθαίνουν : να βλέπουν , ν ' ακούν.Εδιναν ζωή σε μορφές και σχήματα από πέτρα,ασβέστη ,τσιμέντο,τούβλα,κεραμίδια ,επειδή είχαν διαίσθηση,ευαισθησία ,μνήμη, φαντασία κι αγαπούσαν το ωραίο,επειδή ήξεραν να επιθυμούν , να ονειρεύονται , ν' αγαπούν ,να χαίρονται , να ζούν .Ολ' αυτά ήσαν τα βασικά εργαλεία και τα υλικά τους για να μεταφέρουν ζωή στα χτίσματά τους , και -σαν απο θαύμα-στις ζωές που προορίζονταν να ζήσουν μέσα στους τοίχους , για να ταξειδεύουν λεύτερες παντού.
Σαν αποτέλεσμα- οι σπιτονυκοκυραίοι πιά -μάθανε να βλέπουν τα σπίτια τους σαν καράβια έτοιμα να ταξειδέψουν,παρ' όλο πού ήσαν στεριωμένα γερά πάνω στη γη για ν' αψηφήσουν το χρόνιο .Βάλανε τελικά ένα κεραμίδι πάνω απ' το κεφάλι τους .Αργότερα ,μοχθώντας,ασφάλισαν για σιγουριά τις πόρτες και τα παράθυρα.Τα κάναμε ασπίδα στους φόβους τους .Με τον καιρό τ πρόσθεσαν καί στολίδια εντός καί εκτός.Τ' αγαπήσανε όμως αυτά τα σπίτια ,γιατί τα χτίσαμε σαν όνειρα και τα έζησαν σαν ελπίδες."...Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά",αλλ' αργότερα το δώσανε αντιπαροχή κλείστηκαν σ΄ένα διαμέρισμα καί προίκισαν καί την κόρη.Ετσι είναι η ζωή.
Επ'ευκαιρία θυμήθηκα ένα από τα πιο δημοφιλή ποιήματα του Κώστα Βάρναλη που είναι μια σατιρική αφήγηση, λαϊκού και επαναστατικού χαρακτήρα. Ο ήρωας του ποιήματος είναι ο κυρ Μέντιος (γαϊδούρι), που παραλληλίζεται με τον σκλαβωμένο άνθρωπο, τον αδιαμαρτύρητο, τον υπομονετικό. Ο Βάρναλης, στο ποίημα του, προσπαθεί να αφυπνίσει τον λαό μέσω αυτής της σάτιρας.
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΥΡ ΜΕΝΤΙΟΥ - ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ *
Δὲ λυγᾶνε τὰ ξεράδια
καὶ πονᾶνε τὰ ρημάδια!
Κούτσα μία καὶ κούτσα δυὸ
τῆς ζωῆς τὸ ρημαδιό!
Μεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν οὗλοι: ἀφέντες, δοῦλοι,
οὗλοι: δοῦλοι, ἀφεντικὸ
καὶ μ᾿ ἀφήναν νηστικό.
Τὰ παιδιά, τὰ καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στὴν παίδεια
μὲ κοτρόνια στὰ ψαχνά,
φοῦχτες μῦγα στ᾿ ἀχαμνά!
Ἀνωχώρι, Κατωχώρι,
ἀνηφόρι, κατηφόρι,
καὶ μὲ κάμα καὶ βροχή,
ὥσπου μοῦ ῾βγαινε ἡ ψυχή.
Εἴκοσι χρονῶ γομάρι
σήκωσα ὅλο τὸ νταμάρι
κι᾿ ἔχτισα, στὴν ἐμπασιὰ
τοῦ χωριοῦ, τὴν ἐκκλησιά.
Καὶ ζευγάρι μὲ τὸ βόδι
(ἄλλο μπόι κι᾿ ἄλλο πόδι)
ὄργωνα στὰ ρέματα
τ᾿ ἀφεντὸς τὰ στρέμματα.
Καὶ στὸν πόλεμ᾿ «ὅλα γιὰ ὅλα»
κουβαλοῦσα πολυβόλα
νὰ σκοτώνωνται οἱ λαοὶ
γιὰ τ᾿ ἀφέντη τὸ φαΐ.
Καὶ γι᾿ αὐτόνε τὸν ἐρίφη
ἐκουβάλησα τὴ νύφη
καὶ τὴν προῖκα της βουνό,
τὴν τιμή της οὐρανό!
Ἀλλὰ ἐμένα σὲ μία σφήνα
μ᾿ ἔδεναν τὸ Μάη τὸ μήνα
στὸ χωράφι τὸ γυμνὸ
νὰ γκαρίζω, νὰ θρηνῶ.
Κι᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴν κοιλιά του
μ᾿ ἔπαιρνε γιὰ τὴ δουλειά του
καὶ μοῦ μίλαε κουνιστός:
«Σὲ καβάλησε ὁ Χριστός!
Δούλευε γιὰ νὰ στουμπώσει
ὅλ᾿ ἡ Χώρα κι᾿ οἱ καμπόσοι.
Μὴ ρωτᾷς τὸ πῶς καὶ τί,
νὰ ζητᾷς τὴν ἀρετή!
-Δὲ βαστάω! Θὰ πέσω κάπου!
-Ντράπου! Τὶς προγόνοι ντράπου!
-Ἀντραλίζομαι!... Πεινῶ!...
-Σούτ! θὰ φᾶς στὸν οὐρανό!»
Κι᾿ ἔλεα: ὅταν μίαν ἡμέρα
παρασφίξουνε τὰ γέρα,
θὰ ξεκουραστῶ κι᾿ ἐγώ,
τοῦ θεοῦ τ᾿ ἀβασταγό!
Κι᾿ ὅταν ἕνα καλὸ βράδυ
θὰ τελειώσει μου τὸ λάδι
κι᾿ ἀμολήσω τὴν πνοὴ
(ἕνα ποὺφ εἶν᾿ ἡ ζωή),
Ἡ ψυχή μου θὲ νὰ δράμῃ
στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τ᾿ Ἀβράμη,
τ᾿ ἄσπρα, τ᾿ ἀχερένια του
νὰ φιλάει τὰ γένια του!
Γέρασα κι᾿ ὡς δὲ φελοῦσα
κι᾿ ἀχαΐρευτος κυλοῦσα,
μὲ πετάξανε μακριὰ
νὰ μὲ φᾶνε τὰ θεριά.
Κωλοσούρθηκα καὶ βρίσκω
στὴ σπηλιὰ τὸν Ἅη-Φραγκίσκο:
«Χαῖρε φῶς ἀληθινὸν
καὶ προστάτη τῶν κτηνῶν!
Σῶσε τὸ γέρο κυρ Μέντη
ἀπ᾿ τὴν ἀδικιὰ τ᾿ ἀφέντη,
σὺ ποὺ δίδαξες ἀρνὶ
τὸν κυρ λύκο νὰ γενῇ!
Τὸ σκληρὸν ἀφέντη κᾶνε
ἀπὸ λύκο ἄνθρωπο κᾶνε!...»
Μὰ μὲ τὴν κουβέντα αὐτὴ
πόρτα μοῦ ῾κλεισε κι᾿ αὐτί.
Τότενες τὸ μαῦρο φίδι
τὸ διπλό του τὸ γλωσσίδι
πίσω ἀπὸ τὴν ἀστοιβιὰ
βγάζει καὶ κουνάει μὲ βιά:
«Φῶς ζητᾶνε τὰ χαϊβάνια
κι᾿ οἱ ραγιάδες ἀπ᾿ τὰ οὐράνια,
μὰ θεοὶ κι᾿ ὀξαποδῶ
κεῖ δὲν εἶναι παρὰ δῶ.
Ἂν τὸ δίκιο θές, καλέ μου,
μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου
θὰ τὸ βρῇς. Ὅπου ποθεῖ
λευτεριά, παίρνει σπαθί.
Μὴ χτυπᾷς τὸν ἀδερφό σου-
τὸν ἀφέντη τὸν κουφό σου!
Καὶ στὸν ἵδρο τὸ δικὸ
γίνε σὺ τ᾿ ἀφεντικό.
Χάιντε θῦμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε Σύμβολον αἰώνιο!
Ἂν ξυπνήσεις, μονομιᾶς
θά ῾ρτη ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς.
Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει
κι᾿ ἔχ᾿ ἡ πλάση κοκκινήσει
κι᾿ ἄλλος ἥλιος ἔχει βγῇ
σ᾿ ἄλλη θάλασσ᾿, ἄλλη γῆς».
*
Κράτησα τη στίξη της πρωτοδημοσίευσης του ποιήματος που περιλαμβάνεται στα "Ποιητικά" ,εκδ.Κέδρος, 1956 .
Το ποίημα έχει μελοποιηθεί από τον Λουκά Θάνο.
Πρώτη ερμηνεία Νίκος Ξυλούρης .

Α piece of my art : "Χορεύοντας στο φεγγάρι"
(Ακρυλικά,50χ70)