«Την εποχή για την οποία μιλάμε, κυριαρχούσε στις πολιτείες μια δυσωδία αφάνταστη για μας τους σημερινούς ανθρώπους. Οι δρόμοι έζεχναν κοπριά και οι αυλές κάτουρα, οι σκάλες σάπιο ξύλο και ποντικοκούραδα, οι κουζίνες μύριζαν νοτισμένο κάρβουνο και αρνίσιο λίπος• τα σπίτια δεν αερίζονταν ποτέ και βρομοκοπούσαν μούχλα, οι κρεβατοκάμαρες ανάδιναν τη βαριά μυρωδιά των λιγδιασμένων σεντονιών, των υγρών παπλωμάτων και τη γλυκόξινη αποφορά του καθηκιού. Από τα καμίνια μύριζε το θειάφι, από τα ταμπάκικα βρομούσαν τα οξέα, απ' τα σφαγεία ξεχύνονταν η μυρωδιά του χυμένου αίματος. Οι άνθρωποι μύριζαν ιδρώτα και απλυσιά• τα χνώτα τους βρομούσαν χαλασμένα δόντια και κρεμμύδι• και τα κορμιά τους, όταν περνούσαν πια τα πρώτα νιάτα, μύριζαν πολυκαιρισμένο τυρί, ξινισμένο γάλα και κακοφορμισμένες πληγές. Τα ποτάμια, οι πλατείες, οι εκκλησίες, οι γέφυρες και τα παλάτια ανάδιναν βρόμα και δυσωδία. Βρομούσαν οι γεωργοί αλλά και οι παπάδες, βρομούσαν οι τεχνίτες αλλά και οι γυναίκες των εμπορών, βρομούσε ολόκληρη η αριστοκρατία, βρομούσε ακόμα και ο βασιλιάς-μάλιστα!-βρομούσε σαν άγριο θηρίο, κι η βασίλισσα σαν γριά κατσίκα, χειμώνα-καλοκαίρι. Και αυτό γιατί το δέκατο όγδοο αιώνα δεν είχε μπει ακόμα φραγμός στην καταλυτική δραστηριότητα των βακτηριδίων• έτσι, δεν υπήρχε ανθρώπινο έργο, δημιουργικό ή καταστροφικό, δεν υπήρχε έκφραση της ζωής, στην άνθιση ή στην παρακμή της, που να μη συνοδεύεται απαραίτητα από τις ανάλογες μυρωδιές».
Πάτρικ Ζίσκιντ – “Το Άρωμα”
Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου
Εκδόσεις Ψυχογιός