Καὶ βγῆκαν κάτι δικοί μας κυβερνῆτες, Ἕλληνες, σπορὰ τῆς ἑβραιουργιᾶς, ποὺ εἶπαν νὰ μᾶς σβήσουν τὴν ἁγία Πίστη, τὴν Ὀρθοδοξία, διότι ἡ Φραγκιὰ δὲν μᾶς θέλει μὲ τέτοιο ντύμα Ὀρθόδοξον. Καὶ ἐκάθησα καὶ ἔκλαιγα, διὰ τὰ νέα παθήματα. Καὶ ἐπῆγα εἰς τοὺς φίλους μου τοὺς Ἁγίους, ἄναψα καντήλια καὶ λιβάνισα λιβάνι καλὸν Ἁγιορείτικον καὶ σκουπίζοντας τὰ δάκρυά μου τοὺς εἶπα: «Δὲν βλέπετε πού θέλουν νὰ κάνουν τὴν Ἑλλάδα παλιοψάθα; Βοηθεῖστε, διότι μᾶς παίρνουν, αὐτοὶ οἱ μισοέλληνες καὶ ἄθρησκοι, ὅ,τι πολυτίμητον τζιβαϊρικὸν ἔχομεν. Φραγκεμένους μᾶς θέλουν τὰ τσογλάνια τοῦ Τρισκατάρατου Πάπα. Μὴ ἀφήσετε, Ἅγιοί μου, αὐτὰ τὰ γκιντὶ πουλημένα κριγιάτα τῆς τυραγνίας νὰ μασκαρέψουν καὶ νὰ ἀφανίσουν τοὺς Ἕλληνες, κάνοντας περισσότερα κακὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ καταδέχτηκεν ὁ Τοῦρκος ὡς τίμιος ἐχθρός μας».
.
.