Μέσα στα φύλλα της καρδιάς
το αχ! καημός πικρός
της ξενιτιάς, σαν σίδερο
βαρύς ο στεναγμός·
οι νύχτες μεγαλώσανε
ατέλειωτες, σκεπάζουν
τη νοσταλγία της καρδιάς
μα οι χτύποι της φωνάζουν...
Υγραίνονται τα μάτια μου
στης μοναξιάς τη θάλασσα
κι εύχομαι ετούτος ο καημός
να γίνει δρόμος φωτεινός
και ν' ανταμώσω κάποτε
το βλέμμα σου Μητέρα
για να μην είμαι μοναχός
σε κύματα κι αγέρα.
Μάνα, Μανούλα μου καλή
σαν σκέφτομαι εσένα
της καρτερίας η μορφή
με σένα γίνεται ένα·
κι έτσι όπως καρτερώ
αρχίζω το τραγούδι,
που απλώνει ρίζες και κλαριά
και γίνεται σαν δέντρο
σαν χέρια τα κλωνάρια του
γλυκά με αγκαλιάζουν
φέρνουν γαλήνη στην ψυχή
πως θάρθω πια, μου τάζουν.