10.1.24

Αν σου λείψω μιά νύχτα – Νικηφόρος Βρεττάκος

Ἂν σοῦ λείψω μιὰ νύχτα μὴν ἀνησυχήσης
ὡς τὸ ἄλλο πρωί, ὡς τὸ ἄλλο βράδυ, 
ὡς τὴν Κυριακή,
Ἐδῶ κάπου θὰ βρίσκομαι
 σ᾿ ἕναν ἄρρωστο δίπλα,
μ᾿ ἕνα πικρὸ ραβδὶ θὰ ψάχνω νὰ βρῶ μία πηγή.
πόρτα σὲ πόρτα θὰ γυρνῶ 
μ᾿ ἕνα ψωμὶ στὴ μασχάλη.
Ἔχε ἀναμμένη τὴ φωτιὰ πάντοτε, 
γιατὶ πάντοτε
θὰ σοῦ γυρίζω μουσκεμένος- 
Ἔχω ζεσταμένο
στὰ γόνατά σου ἕνα πουκάμισο 
κι ἔχε τὸ νοῦ σου
στὴν πόρτα καὶ στὴ δημοσιὰ μὴν ἀκουστῶ, γιατί,
δίχως λειψὸ ἀποφέγγαρο κι ἄστρι, 
κάθε φορά,
ἀπὸ τὴν ἄκρη θά ῾ρχομαι τὸν κόσμου.