ὡς τὸ ἄλλο πρωί, ὡς τὸ ἄλλο βράδυ,
ὡς τὴν Κυριακή,
Ἐδῶ κάπου θὰ βρίσκομαι
Ἐδῶ κάπου θὰ βρίσκομαι
μ᾿ ἕνα ψωμὶ στὴ μασχάλη.
Ἔχε ἀναμμένη τὴ φωτιὰ πάντοτε,
Ἔχε ἀναμμένη τὴ φωτιὰ πάντοτε,
γιατὶ πάντοτε
θὰ σοῦ γυρίζω μουσκεμένος-
θὰ σοῦ γυρίζω μουσκεμένος-
Ἔχω ζεσταμένο
στὰ γόνατά σου ἕνα πουκάμισο
στὰ γόνατά σου ἕνα πουκάμισο
κι ἔχε τὸ νοῦ σου
στὴν πόρτα καὶ στὴ δημοσιὰ μὴν ἀκουστῶ, γιατί,
δίχως λειψὸ ἀποφέγγαρο κι ἄστρι,
στὴν πόρτα καὶ στὴ δημοσιὰ μὴν ἀκουστῶ, γιατί,
δίχως λειψὸ ἀποφέγγαρο κι ἄστρι,
κάθε φορά,
ἀπὸ τὴν ἄκρη θά ῾ρχομαι τὸν κόσμου.
ἀπὸ τὴν ἄκρη θά ῾ρχομαι τὸν κόσμου.