Νιφάδες καλοκαιριού στους δρόμους.
Αυτή κρινάκι στ’ αποφάγια της πόλης.
Έψαχνε τη θάλασσα στις προσόψεις των φαρμακείων.
Το πετσί της μύριζε οινόπνευμα. Κολυμβήτρια χωρίς ανά-
πνευστήρα την ονόμαζαν στις τάξεις του δημοτικού.
Γεννήθηκε με πεθαμένη μητέρα ζούσε μ’ έναν νεκρό πατέρα.
Ο γυναικωνίτης της σπασμένος από καιρό, ο χρόνος της λιμάρης
μ’ όλα τα δόντια σπασμένα.
Η Ευανθία σήκωσε το φόρεμα της. Η βροχή, ζούγκλα, την
όρισε θηρίο. Γδαρμένη άβυσσος το κορμί της. Ο τραυματιοφο-
ρέας έστρωσε σεντόνι στην άσφαλτο. Αυτή δε χρειαζόταν ούτε
γάζες ούτε μπαμπάκια ούτε βάμμα για τις πληγές της.
Ένα φιλί στο στόμα ήθελε να της δώσει ως άντρας σε γυναίκα.
Αυτή τη στιγμή ο τραυματιοφορέας μ’ ένα φιλί της πρόσφερε
την ανάσταση.
(εκδόσεις ΑΩ, 2022)