Η Σαλονίκη ποὺ ἔσβηνε μὲ τοῦ καιροῦ τὸ διάβα
– καντήλι ποὺ τρεμόφωτο γιὰ λάδι λαχταρᾶ-
ἀποβραδίς κοιμήθηκε δυστυχισμένη σκλάβα,
καὶ τὴν αὐγούλα ξύπνησεν ἀρχόντισσα κυρά.
.
Τί νά ᾽βλεπε στον ὑπνο της, τί ν΄σ ‘ταν τ ονειρο της;
– Τὸν Ἅι – Δημήτρην ἔβλεπε στ’ ἄτι του τὸ γοργό,
ποὺ ροβολώντας ἔκραζε μὲ τὴ φωνὴ τῆς νιότης:
«Ἄνοιξε πόρτα τῆς σκλαβιᾶς, ἡ Λευτεριὰ εἶμ’ ἐγώ!»
.
Κι ἄνοιξ’ ἡ πόρτα ὀρθάνοιχτη μπροστὰ στὸν καβαλάρη
καὶ μπῆκ’ ἐκεῖνος κι ἔξαμψε σὰν τὸν αὐγερινο
κι ὑψώνοντας καὶ παίζοντας τ’ ἀστραφτερὸ κοντάρι
ἔδειξε μὲ τὸ δάχτυλο τοῦ ᾽Ολύμπου τὸ βουνό.
Κι ἔστρεψ ἐκεῖ τὰ μάτια της ἡ σκλάβα ἡ πονεμένη
κι ἀγνάντεψε ἀστραπόλαμπρη τοῦ ᾽Ολύμπου τὴν κορφὴ
κι εἶδε ἀπ’ τὴ ράχη στὴν πλαγιὰ γοργὰ νὰ κατεβαίνη
ἡ ὄμορφη, ἡ πεντάμορφη τοῦ ἥλιου ἡ ἀδερφή·
῾Η κόμη της ἀνέμιζεν, ἰτιὰ χρυσοκλωνάτη,
τὰ στήθη της χιονόλευκα, τὰ μάτια γαλανά,
στὸ χέρι της τὴ φλογερὴ γυμνὴ ρομφαία ἐκράτει,
κι ὁλόχρυσα ἀντιφέγγιζαν τ᾽ ἀπόμακρα βουνά.
Κατέβηκε καὶ διάβηκε τὴν διάπλατη τὴν πόρτα
ἡ ὄμορφη, ἡ πεντάμορφη τοῦ ἤλιου ἡ ἀδερφή
κι ὅπου πατόῦσε εὐώδιαζε καὶ τ’ ἄνανθα τὰ χόρτα
ρόδα καὶ κρίνους ἄνθιζαν σε κάθε της στροφή.
Κι ἔπεσε ἡ σκλάβα ταπεινὰ μπρὸς στὴν ὡραία Παρθένα
γονατισμένη, ἀμίλητη, σκυμμένη, ντροπαλή·
κι ἐκείνη τὴν ἀνάγειρε μὲ χέρια ἀντρειωμένα
καὶ τὴν ἐσφιχταγκάλιασε μ’ ἀτέλειωτο φιλί.
Καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ σμίξανε γιὰ τὸ φιλὶ τὰ χείλια,
ἔπεσαν, βροντοκόπησαν τὰ σίδερα βαριά,
οἱ ἁλυσίδες ἔσπασαν, στόματ’ ἀγγέλων χίλια
ἀθώρητα τραγούδησαν τὸ « Χαῖρε ᾽Ελευθεριά! ».
Κι ἡ σκλάβα ξύπνησε μὲ μιᾶς· πττιέται ἀπ’ τὸ κρεβάτι,
τὰ ξαφνιασμένα μάτια της στὰ κάστρα της κολλᾶ.
Ὄχι, δὲν ἦταν ὄνειρο, νά τη ἡ Παρθένα, νά τη!
ὄμορφη, γαλανόλευκη μὲ τὸ σταυρὸ ψηλά.
«Διάπλασις τῶν Παίδων»
᾽Ιω. Πολέμη