27.3.23

Μανόλης Πρατικάκης, Τα Δερβενάκια των Rolling Stones, Αρμός, 2021

«Εκατέβαιναν ωσάν κυλιόμενες πέτρες τραγουδώντας αυτοί
οι παλαιοί Rolling Stones, με καριοφίλια, ντραμς, σαξόφωνα και
άλλα οξύαιχμα της έρημης πατρίδας. Εκεί στα Στενά που
κινήθηκαν “στη θέση θάνατος” να γίνει αθάνατος
με μια χούφτα πικρά Ελληνόπουλα».

***

Που το φως σαν λαμπρό άστρο εσκίασε το πενιχρό λυχναράκι του θανάτου και αρχίνησε να τρεμοσβήνει: όπως όταν πλησιάζεις σε μεγάλη φωταγώγηση πρέπει να σβήνεις το δικό σου μικρό λυχνάρι που εξάλλου σου εγένη αχρείαστο και κάπως περίγελο.

***

Και κοιτώντας ζερβά, εκείθε, εγυάλιζε μια μαντεμένια στρουφιχτή σκάλα ωσάν το στύφνο και το στρούφιγγα, απ’ όπου κύκλο τον κύκλο ανέβαινε μια ολάνθιστη βουκαμβίλια. Αλλά κοιτώντας προσεκτικότερα αυτό το ανθισμένο αδράχτι με τα ροδαλά πέταλα ήταν σαν να ανέβαινε περιέλικτο το ίδιο το χάραμα.



***

Ο με το μικρό του δέμας Γέρος του Μωριά, λέει:
Ακούτε ορέ·
μη σκιάζεστε· καθότι εκείθε που τελειώνει το ύψος αρχινά
το ανάστημα. 
Και σε τούτο το αμέτρητο του μπογιού
συντελούνται ορέ τα μυστικά μεγάλα έργα, και μέσα τους
λόγια λένε"....

***
Και άκουγες ορέ τη μια κοτρόνα χτυπώντας την
άλλη να σπιθίζουν ωσάν κρύφιες τσακμακόπετρες.
Και να βγάνει ορέ η μια σπίθα το άστρο της
σιμοτινής της. Και ο σάλαγος τον εγκρεμό του.
Και κάθε σκιαγμένη ψυχή την ίσκα της. Και η κάθε
δροσοστάλα την ασημένια της ποταμούλα.
Ώσπου ως εδώ κάτω εχαμήλωσε τ’ άστρα
του ο ουρανός, επειδὴς ορέ τον εκάλεσαν τα
ματοβαμμένα μας σπλάχνα.
Και επειδής ορέ ήθελε και ο ίδιος να γειτονέψει
με τ’ αστροφώτιστα σωθικά μας και τα
αιματοβαμμένα μας σπαθιά καθώς εβγαίναν
ωσάν ξεσπαθώματα των κρίνων. Ωσάν αστραπές
εβγαίναν από τα στομωμένα τους θηκάρια,
τροχισμένα στου σκοταδιού την ακονόπετρα.