15.1.23

Ο Ιωάννης Καποδίστριας από την Ιόνιο Πολιτεία έως τη θεμελίωση της Ελληνικής Πολιτείας

του Γιώργου Καραμπελίά από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 23
Η οικογένεια του Καποδίστρια πιστεύεται ότι κατάγεται από το ακρωτήριο Ίστρια της Αδριατικής (Capo d’Istria)· εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα το 1375 και ενεγράφη στη Χρυσή Βίβλο (Libro d’ Oro) της Κέρκυρας το 1477. Ο Ιωάννης γεννήθηκε στην Κέρκυρα, στις 10 Φεβρουαρίου 1776, δευτερότοκο παιδί του δικηγόρου Αντωνίου-Μαρία Καποδίστρια και της Διαμαντίνας Γονέμη, κυπριακής καταγωγής, επίσης γραμμένης στο Libro d’ Oro,που είχαν ακόμα τρία αγόρια, τον Βιάρο, τον Ιωάννη-Αυγουστίνο και τον Γεώργιο, καθώς και τρία κορίτσια, τη Στέλλα, και τις δίδυμες, Ευφροσύνη και Ευφημία που έγιναν μοναχές. Ο Ιωάννης φοίτησε αρχικώς στο μοναστήρι της Αγίας Ιουστίνης, έμαθε λατινικά, ιταλικά και γαλλικά ενώ εν συνεχεία, το 1794-1797, σπούδασε ιατρική και χειρουργική στην Πάδοβα όπου παρακολούθησε και μαθήματα φιλοσοφίας, αναφέρεται δε ότι μελέτησε τον Τζων Λοκ (Locke) και τον Γάλλο Κοντιγιάκ (Condillac), που εισήγαγε τον «Λώκειον» στην ηπειρωτική Ευρώπη.

Ενώ βρισκόταν ακόμα στην Πάδοβα, τα στρατεύματα του Βοναπάρτη εισέβαλαν στην Ιταλία και κατέλαβαν τη γενέτειρά του, Κέρκυρα, όπου ο νεαρός κόμης, όταν επέστρεψε, άσκησε αμισθί την ιατρική. Ωστόσο, όταν ο ρωσικός και ο τουρκικός στόλος πολιόρκησαν την Κέρκυρα, το 1799, η γαλλική φρουρά συνθηκολόγησε και ο Ιωάννης διορίστηκε αρχίατρος του στρατιωτικού νοσοκομείου.

Όταν, το 1800, ιδρύθηκε η Δημοκρατία της Επτανήσου Πολιτείας υπό την κηδεμονία των Ρώσων, ουσιαστικά το πρώτο ημιανεξάρτητο ελληνικό κράτος, ο πατέρας του Αντώνιος ορίστηκε πρώτος Πρόεδρος της Γερουσίας και γρήγορα αντικαταστάθηκε από τον δευτερότοκο γιο του ο οποίος, το 1803, διορίστηκε «γραμματέας» στο τμήμα των εξωτερικών υποθέσεων, εγκαινιάζοντας έτσι την ενασχόλησή του με τη διπλωματία.

Ο Καποδίστριας κατέδειξε, ήδη από την πρώτη περίοδο της πολιτικής του σταδιοδρομίας, τις μεγάλες πολιτικές αρετές του και κατέστη σύντομα η δεύτερη πολιτική προσωπικότητα της Επτανήσου Πολιτείας, μετά τον διοικητή Μοντσενίγο. Παράλληλα όμως κατεδείχθη και η φύση του πολιτικού του δαιμονίου: δεν υπήρξε επαναστάτης, ούτε τότε ούτε μετά, ήταν πάντοτε θεσμικός πολιτικός, συναγελαζόμενος με τους «αντιδραστικούς», χωρίς όμως να ταυτίζεται μαζί τους. Από τις σπουδές του, τη μέριμνά του για τις λαϊκές τάξεις, την αδιαφορία του για τη συσσώρευση πλούτου και τη συμπάθειά του για τους Έλληνες ενόπλους, έρρεπε προς τη δημοκρατία· από την καταγωγή του όμως και τις συνάφειές του με τους ευγενείς και τη ρωσική διοίκηση, ανεχόταν αντιδημοκρατικές και απολυταρχικές επιλογές, ενίοτε και παρά τη θέλησή του.

Η πρώτη εμφάνισή του στο ιστορικό προσκήνιο, όχι μόνο ως ηγέτης των Επτανησίων αλλά όλων των Ελλήνων, θα πραγματοποιηθεί στην επαναστατική σύναξη της Λευκάδας, το 1807, όπου οι Έλληνες, υπό τον Καποδίστρια και τον Κατσαντώνη, αντιμετώπισαν τον Αλή πασά.

Είχε αρχίσει ο νέος ρωσο-τουρκικός πόλεμος (1806-1812). Έτσι, όταν «ο Αλής ο Τεπελενλής… άγων δισμυρίους Αλβανούς» άρχισε, τον χειμώνα του 1807, την περικύκλωση της Λευκάδας με πάνω από 11.000 στρατό, η Πολιτεία απέστειλε τον Ιωάννη Καποδίστρια να οργανώσει την άμυνα του νησιού, έχοντας μαζί του τον μητροπολίτη Άρτας (μετέπειτα Ουγγροβλαχίας) Ιγνάτιο, τον στρατηγό Παπαδόπουλο, ένα σώμα Σουλιωτών υπό τον Περραιβό, τον Κίτσο Μπότσαρη, τον Φώτο Τζαβέλα και 300 Ρώσους στρατιώτες.

Στην έκκλησή του για βοήθεια στους οπλαρχηγούς της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας θα ανταποκριθούν ο Βλαχάβας, ο Καραΐσκος, ο Νικοτσάρας, ο Αναγνωσταράς, ο Βαρνακιώτης, ο Μπουκουβάλας, κ.ά. ενώ επικεφαλής τους θα τεθεί ο Κατσαντώνης, που θα φτάσει στο νησί μετά από συνεχείς μάχες και στις 30 Ιουνίου θα συγκεντρωθούν όλοι σε μια ιστορική σύναξη, στην ακτή του Μαγεμένου, στη Νικιάνα Λευκάδας.

Αυτή η ιστορική συγκέντρωση προανήγγελλε τη συμμετοχή των κλεφταρματολών στην επερχόμενη Επανάσταση, τον μετασχηματισμό τους σε «ένοπλες δυνάμεις» του έθνους – εγκαινιάζοντας και την ιδιαίτερη σχέση του Καποδίστρια μαζί τους· ενώ και ο ίδιος στο εξής θα βλέπει την Επτάνησο Πολιτεία ως Πεδεμόντιο του ελληνισμού.

Μια ταξική ακτινογραφία του ελληνισμού

Εν συνεχεία, ο Καποδίστριας απέρριψε τις προτάσεις συνεργασίας των Γάλλων, οι οποίοι κατέλαβαν τα Επτάνησα και τα προσάρτησαν στη γαλλική Αυτοκρατορία καταργώντας την Επτάνησο Πολιτεία· πεπεισμένος, πως μόνον η Άρκτος, που βρισκόταν και σε πόλεμο με την Τουρκία, θα μπο­ρούσε να αντιμετωπίσει ευνοϊκά τα ελληνικά αιτήματα, επέλεξε οριστικά στρατόπεδο και τον Ιανουάριο του 1809 μετέβη στην Αγία Πετρούπολη.

Το 1811, ήδη, σε ένα εκτενές υπόμνημα, το οποίο διαβιβάστηκε και στον τσάρο, αποπειράται μια αντικειμενική αποτύπωση της ελληνικής πραγματικότητας που εκπλήσσει με την ειλικρίνεια και την ευθυκρισία της: Πράγματι, εκτός από τη σημασία την οποία αποδίδει στον ρωσικό παράγοντα και τη Μ. Αικατερίνη για την ελληνική Αναγέννηση, εκπλήσσει η θετική αναφορά του στη γαλλική Επανάσταση. Υπογραμμίζει δε πως η υπηρεσία του στη ρωσική διοίκηση («πιστός υπηρέτης της Ρωσίας») θα έπρεπε να εξυπηρετεί ταυτόχρονα και τα συμφέροντα της Ελλάδας («προσδεμένος σταθερά στην τίμια υπόθεση της πατρίδας»).

Ακολουθεί ένα περιεκτικό μνημόνιο, που έπεισε τον Αυτοκράτορα για τη σοβαρότητα και τις γνώσεις του: «Οι Έλληνες στην Τουρκία αποτελούν πληθυσμό εννέα εκατομμυρίων», διηρημένο σε τέσσερις τάξεις, τους «ιδιοκτήτες και τους ευγενείς· τον κλήρο και τους επιστήμονες, τους εμπόρους και τους ναυτικούς και τους εργαζόμενους κάθε κατηγορίας και τους ανθρώπους που δεν ξέρουν άλλη τέχνη πέρα από τα άρματα». «Σχεδόν όλοι οι Έλληνες στην Τουρκία είναι μικροϊδιοκτήτες γης. Σχεδόν κανένας δεν έχει μεγάλη περιουσία»· η «“αριστοκρατία” είναι απλώς ένα κενό όνομα, στείρο, πολλές φορές επικίνδυνο» και μόνον οι Φαναριώτες, τους οποίους δεν δείχνει να εκτιμά, «προσδίδουν σε αυτό μια πραγματική αξία». Αντίθετα, οι «μικροϊδιοκτήτες» «μισούν τους Τούρκους» που τους εμποδίζουν «να εξουσιάσουν με την ασπίδα του νόμου» τη γη τους την οποία και ελπίζουν να ανακτήσουν.

Αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο ζήτημα της εκπαίδευσης και απαριθμεί λεπτομερώς τα «18 δημόσια σχολεία» ενώ παραθέτει στοιχεία για τους καθηγητές, το εκπαιδευτικό πρόγραμμα, τις βιβλιοθήκες, τις εκδόσεις και τη χρηματοδότηση των σχολείων. Τους εμπόρους της διασποράς τους εκτιμά γύρω στις 110.000 ενώ οι «Έλληνες κατέχουν 5.000 εμπορικά πλοία», στα οποία απασχολούνται «γύρω στους 50.000 ναύτες το χρόνο». Επιμένει ιδιαίτερα στο γεγονός πως «όλοι οι εργαζόμενοι έχουν όπλα» ενώ υπάρχουν και επαγγελματίες ένοπλοι – «οι άνθρωποι που είναι γνωστοί ως αρματολοί, μπορούν να υπολογιστούν σε 100.000 ψυχές».

Στο τέλος, εξετάζει τη στάση των Τούρκων και των μεγάλων δυνάμεων: Η Γαλλία επιδιώκει να αποσπάσει τους Έλληνες από την επιρροή της Ρωσίας ενώ οι Εγγλέζοι προσπαθούν «να πείσουν τους Έλληνες, πως: οι “Ρώσοι θα σας εγκαταλείψουν τη στιγμή που δε θα έχουν την ανάγκη σας… ”». Αντίθετα, η «Ρωσία διαθέτει αποδείξεις για την αφοσίωση των Ελλήνων», ωστόσο θα κλείσει το μνημόνιό του μάλλον παράτολμα υπογραμμίζοντας πως οι Έλληνες «βάζουν ένα ερώτημα μεταξύ τους: “θέλει να μας προστατέψει η Ρωσία, ή θα μας εγκαταλείψει στους Τούρκους;”»![1]

Η ιδεολογική φυσιογνωμία του –σε επίσημη έκθεση με τελικό αποδέκτη τον ίδιο τον τσάρο– έρχεται επομένως σε ευθεία αντίθεση με την εικόνα του «αντιδραστικού αριστοκράτη», έντεχνα φιλοτεχνημένη από τους δυτικούς ιστοριογράφους του 19ου αιώνα.


Οι τύχες των Επτανήσων και η απελευθέρωση μέσω της παιδείας

Ο Καποδίστριας θα εκδιπλώσει τις μεγάλες πολιτικές του ικανότητες, αρχικώς, στην Ελβετία όπου συνέβαλε ενεργά στη θέσπιση του συντάγματος της ελβετικής ομοσπονδίας, το οποίο θεσμοθετούσε τα αυτόνομα καντόνια. Από εκεί θα επιστρέψει στη Βιέννη όπου, στις αρχές Οκτωβρίου του 1814, άρχιζε το ομώνυμο Συνέδριο και πολύ σύντομα, μέχρι την ολοκλήρωσή του, τον Ιούνιο του 1815, θα εκπροσωπεί τη Ρωσία στις επίσημες συνεδριάσεις. Σύμφωνα δε με τον σύμβουλο του Μέττερνιχ, Φον Γκεντς, η τελική πράξη του Συνεδρίου υπήρξε έργο του Καποδίστρια και του ιδίου.

Εκεί θα προσκρούσει για πρώτη φορά στην απροθυμία του τσάρου να θέσει αποφασιστικά το ελληνικό ζήτημα, μη θέλοντας να συγκρουστεί με τις λοιπές μεγάλες δυνάμεις. Ιδιαίτερα οδυνηρή υπήρξε η εμπειρία του για την τύχη των Επτανήσων, τα οποία είχαν ήδη καταλάβει οι Βρετανοί. Και παρότι επέτυχε τη δημιουργία ενός τυπικά ανεξάρτητου κράτους, υπό το όνομα Πολιτεία των Επτά Ηνωμένων Νήσων,ωστόσο η Αγγλία αποκτούσε το δικαίωμα να διοικεί τη νήσο καταργώντας εν τέλει την όποια ανεξαρτησία των Επτανησίων – από τότε χρονολογούνται και οι πρώτες σοβαρές προστριβές του με τους Άγγλους.

Η αποτυχία του να ρυμουλκήσει τον τσάρο –και την Ευρώπη– σε μια ευνοϊκή για τα ελληνικά συμφέροντα θέση, υπήρξε καθοριστική και για τη μελλοντική στάση του έναντι της Φιλικής Εταιρείας. Ο Καποδίστριας πείστηκε πως οι διεθνείς συγκυρίες δεν επέτρεπαν οποιαδήποτε άμεση πολιτική κίνηση, γι’ αυτό και θα στραφεί προνομιακά προς την προσπάθεια ενίσχυσης της εκπαίδευσης των Ελλήνων. Μαζί με τον Ιγνάτιο και τον Άνθιμο Γαζή θα δημιουργήσει την Εταιρεία των Φιλομούσων, η οποία μπορούσε, χωρίς να προκαλεί άμεσες αντιδράσεις, να διαφωτίζει την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη για τα δίκαια του ελληνικού λαού και να συγκεντρώνει χρήματα για να σπουδάζουν οι Έλληνες στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Η απήχησή της υπήρξε πολύ μεγάλη, με πρώτο συνδρομητή της τον τσάρο Αλέξανδρο, ενώ υποχρέωσε και τον ίδιο τον Μέττερνιχ να γίνει μέλος της(!).

Σε έκθεση του στον Μέτερνιχ, στις 16 Φεβρουαρίου 1816, ένας Αυστριακός πληροφοριοδότης καταγράφει ως εξής τις πραγματικές προθέσεις του Καποδίστρια:

… Η Ελλάς πρέπει κατά τον Καποδίστριαν να κηρυχθή ομοφώνως υφ’ όλων των Δυνάμεων χώρα αφιερωμένη αποκλειστικώς και μόνον εις τας επιστήμας και την διαφώτισιν του ανθρωπίνου γένους, το έδαφός της να κηρυχθή εκ των έξω απρόσβλητον, εσωτερικώς δε να κρατηθή μακράν πάσης ξένης αναμίξεως. Κειμένη μεταξύ Ασίας και Ευρώπης ευκόλως θα κατανοή η Ελλάς το νόημα της μυστικοπαθούς ζωής της Ανατολής, ενώ από την άλλην πλευράν θα δέχεται το εκλεπτυσμένον πνεύμα των Ευρωπαίων, δημιουργούσα κατ’ αυτόν τον τρόπον μίαν δι’ ολόκληρον την ανθρωπότητα σωτήριον ισορροπίαν (Ενεπεκίδης, Ρήγας-Υψηλάντης).

Η εδραίωση της Ιεράς Συμμαχίας, σε πλήρη αντίθεση με την αυξανόμενη αδημονία των Ελλήνων για μια άμεση απελευθερωτική διέξοδο, θα οδηγήσουν σε μια πρόσκαιρη ρήξη ανάμεσα στις πιο ριζοσπαστικές πατριωτικές πτέρυγες –κατ’ εξοχήν τη Φιλική Εταιρεία– και τις ελίτ του ελληνικού κόσμου της διασποράς· ο Κοραής, ο Ιγνάτιος, ο Καποδίστριας επιμένουν στην εκπαιδευτική «προετοιμασία» του ελληνισμού. Αυτή τη στροφή αποτυπώνει και η «Εγκύκλια επιστολή με παρατηρήσεις πάνω στα “μέσα” βελτίωσης της μοίρας των Ελλήνων», την οποία απέστειλε από την Κέρκυρα, στις 6/18 Απριλίου 1819, προς τον Γενικό Πρόξενο της Ρωσίας στην Πάτρα και στην οποία υποστηρίζει απογοητευμένος πως «οι καιροί, όταν όλα υπόσχονταν στην πατρίδα μας το πιο τιμητικό και ευτυχές μέλλον, παρήλθαν παρασύροντας μαζί τους τις καλύτερες ελπίδες μας». Η απελευθέρωση δεν θα επιτευχθεί παρά μόνο εάν προηγηθεί μία σύνθεση μεταξύ ηθικής και φιλελευθέρων ιδεών, θρησκείας και παιδείας, καθώς φαίνεται να φοβάται μία ρήξη μεταξύ των διαφωτιστών διανοουμένων και των επαναστατών με την Εκκλησία, ενώ έμμεσα καταδικάζει οποιαδήποτε «τυχοδιωκτική ενέργεια». Άλλωστε, ο Γαλάτης του είχε ήδη προτείνει την ανάληψη της ηγεσίας της Φιλικής και αυτός τον είχε αποπέμψει σκαιώς, πληροφορώντας και τον τσάρο. Οι τύχες της Ελλάδας δεν πρέπει να πέσουν στα χέρια τυχοδιωκτών, διότι τότε «τα επακόλουθα των σφαλμάτων» θα πέσουν «πάνω στις κεφαλές» όλων και υπάρχει «μεγάλος κίνδυνος» «συμφέροντα της γενέτειρας γης» «να εξυπηρετήσουν τη φιλοδοξία και τη ματαιοδοξία ορισμένων ατόμων». (ΑΙΚ-ΕΚΣ, τ. ΣΤ΄)

Εν τούτοις, στην εκτενή έκθεσή του στον τσάρο Νικόλαο, γνωστή ως Επισκόπηση της Πολιτικής σταδιοδρομίας του, το 1827, δεν αναφέρεται καθόλου στην επιγενέστερη επαφή του με τον Εμμανουήλ Ξάνθο. Είχε άραγε αρχίσει να αμφιβάλλει και ο ίδιος για την ορθότητα της άποψής του;

Διαβάστε την συνέχεια στην ιστοσελίδα του νέου Λόγιου Ερμή


https://ardin-rixi.gr