Οι αδύναμοι δεν κλαίνε.
Είναι φυγόπονοι. Κρύβονται πίσω από ένα παγερό προσωπείο, κράμα από γύψο και πέτρα, καμουφλαρισμένοι με περισσή αυτοπεποίθηση και μοιάζουν ατσαλάκωτοι.
Οι αδύναμοι, είναι οι πιο τσαλακωμένοι.
Φευγατίζουν τις μαύρες σκέψεις όπως-όπως, αρνούνται να έρθουν αντιμέτωποι με τις γυμνές αλήθειες κι έτσι, στο μετωπό τους στέκει πάντα αυλακωμένη μια ρυτίδα.
Αυτή που τους υπενθυμίζει ξανά και ξανά πως στάθηκαν δειλοί, γι’ αυτό και δεν κοιτάζονται στον καθρέφτη, παρά μόνο για να σιάξουν το κατά τα άλλα αψεγάδιαστο είδωλό τους.
Δεν τραγουδούν, δεν δίνουν αγκαλιές, ούτε και καταδέχονται να μπουν μέσα σε αυτές.
Κατηγορούν σαχλό και ανόητο ό,τι αγγίζει, εμπαίζουν κάθε ίχνος τρυφερότητας και το χαμόγελό τους, δεν είναι παρά μια σφιγμένη γραμμή, που φανερώνει μια τέλεια οδοντοστοιχία, τίποτε άλλο.
Κανένα συναίσθημα, ίχνος ζεστασιάς, παγερές προσδοκίες μόνο και ψυχρή λογική.
Γρανάζια που δουλεύουν ασταμάτητα πάνω σε μια καλοκουρδισμένη μηχανή που παράγει μονάχα έργο -ποτέ ουσία, γρασαρισμένα με την κοινή γνώμη που τους θέλει πάντοτε νικητές, ποτέ ηττημένους.
Τα ρίσκα που παίρνουν είναι πάντοτε ασφαλή -πως αλλιώς, αφού δεν βάζουν την ψυχή τους σε ό,τι κάνουν.
Δεν δένονται, δεν λύνονται, είναι άκαμπτοι. Γι’ αυτό και όταν σπάνε, θρυμματίζονται.
Οι αδύναμοι…δεν συναναστρέφονται τους δυνατούς.
Ο τρόπος με τον οποίο οι δυνατοί βιώνουν τη λύπη, τη χαρά, κάνει την ατμόσφαιρα γύρω αποπνικτική για τους αδύναμους, δεν έχουν παράθυρα να ανοίξουν στη ζωή, γι’ αυτό τους αποφεύγουν.
Ο ήχος που βγαίνει από το γέλιο των δυνατών διαπερνά τα τύμπανά τους, κι οι αδύναμοι που έχουν μάθει να κλείνουν τα αυτιά, δεν αντέχουν ξαφνικά την τόση φασαρία.
Το χειρότερo για τους αδύναμους, είναι όταν βλέπουν τους δυνατούς να κλαίνε.
Τότε που η ψυχή τους γίνεται ύλη που στάζει σε δάκρυα, για να αποφορτιστεί και να συνεχίσει ξανά τον αγώνα της.
Οι αδύναμοι όταν βλέπουν τους δυνατούς να δακρύζουν, τους μισούν.
Γιατί σε αυτούς δεν έμεινε ψυχή να κλάψουν.
Τους δυνατούς θα τους βρεις σε αγκαλιές, σε γέλια ζωηρά και σε πόνο βαθύ.
Να εκτίθενται, να βρίζουν, να ομολογούν, να ξεσπούν. Να παίρνουν ρίσκα, να κάνουν λάθη. Να γράφουν, να σβήνουν και πάλι απ’ την αρχή.
Στον καημό τραγουδούν, στη χαρά αναστενάζουν και στη ζωή έχουν πάντα τα χέρια ανοιχτά κι ας ματώνουν. Δίνουν, χωρίς απαίτηση να πάρουν. Αγωνίζονται, χωρίς να περιμένουν να παλέψεις γι’ αυτούς. Κι όταν συναντιούνται, πιάνονται όλοι μαζί απ’ το χέρι και γίνονται μια φλογισμένη γροθιά, με στόχο κάθε τι που παγώνει το όνειρο και εγκλωβίζει την ελπίδα.
Οι δυνατοί πέφτουν, σηκώνονται, και μετρούν πληγές.
Λυγίζουν.
Γι’ αυτό και δεν σπάνε ποτέ…
Γράφει η Σοφία Ισμήνη.
Πηγή: eyedoll.gr
https://www.awakengr.com