Κι από τα χερουβίμ
κεφάλι ανοίγει
κάποτε
και βρέχει ολονυχτίες.
Τι τα θες
άλλα τρισάγια
τα χρόνια
που περάσαν.
Με πριόνι
κόβουν τα κεράκια
πριν προλάβουν
να τα ανάψουν
χέρια υπέργηρα
Των Ψυχών
Tέλος εποχής
Με το τραύμα της ησυχίας
κατάστηθα
πάτησα σύνορο
ώσπου να έρθω
-όχι σαν τους περαστικούς
κι όλα τα επίφοβα πλάσματα
της νύχτας-
μα με κιτρινισμένα δάχτυλα
απ΄ το πολύ φεγγάρι.
Τ΄ άλλα ραγίσματα
τις άδειες κόγχες
κατατρώνε.
Μετά βουβά και πιο βουβά
εκείνη η ομίχλη,
σαν άσπρη μέρα δείχνει
όσο οι λέξεις
δίνουν το παρόν
κι εγώ λείπω