27.9.22

Δύο ποιήματα της Αγγελικής Σιδηρά

Μητέρα δωρητῆ σώματος

Ἀναστημένα σὲ ξένο πρόσωπο τὰ μάτια σου
ἔκπληκτα γύρω τους κοιτάζουν, δίχως μνῆμες
κι ἐμένα ἀδιάφορα μὲ προσπερνᾶνε σὰ νὰ μὴ μ' ἀγαπήσανε ποτέ.
Ἄρρυθμοι οἱ κτῦποι τῆς καρδιᾶς σου
στὸ στῆθος κάποιου ἄγνωστου
παράφορα ἀγωνίζονται
νὰ συμφωλιωθοῦν μὲ τὴ δική του τὴ ζωή.

Πῶς ἔτσι ἄσπλαχνα μὲ καταδίκασες παιδί μου
μὲς ἀπὸ σένα ν' ἀγαπήσω
ὅλους αὐτοὺς τοὺς ὑποψήφιους νεκρούς;
Πόσες φορὲς ἀκόμα
μαζί τους θὰ πεθαίνεις λίγο λίγο
καὶ ὕστερα
σὲ πόσους τάφους θὰ κοιμᾶται τὸ κορμί σου;

* * *

ΑΛΕΞΙΑ

Αλεξία, τι παράξενο όνομα!
Λεζάντα κάτω από μια εικόνα μαγική
Που με συνόδευε τις νύχτες στα όνειρα μου.
Μια πανέμορφη μικρούλα
Στα πόδια της Δέσποινας του Βυζαντίου
Τον καιρό εκείνο, του Βουλγαροκτόνου!
(Όταν μεγαλώσω_ έτρεχε η σκέψη μου μεγαλεπήβολη στ' αδιαπέραστο αύριο_
Την κόρη μου θα την φωνάζω Αλεξία).
Αλώνιζε στον ύπνο μου η βουβή Βουλγάρα
Κρυβότανε στο μαξιλάρι μου η σιωπή της.

Τον γιο μου τον ονόμασα Αλέξη
Και τον μεγάλωσα σε κάποιο σταυροδρόμι της Βουλγαροκτόνου
Μια όμορφη Βουλγάρα, αμίλητη σχεδόν
Συγυρίζει συχνά το σπίτι μου.
Πάντα πιστή στο αγαπημένο μου βιβλίο αντιγράφω όσο μπορώ
Κάποιες αθάνατες σελίδες του
Στην πρόσκαιρη ζωή μου.