XIV
Εγινε ξαφνικά
όπως ξαφνικά έρχεται και η άνοιξη
Μιλούσα για αγάπη
κι η αγάπη ήσουν εσύ
μιλούσα για το φιλί και το φιλί ήσουν εσύμε το όνομά σου,
την διεύθυνση του σπιτιού σου
το δειλινό χαμόγελο
που μόνο εγώ μπορούσα να το βλέπω
πώς να υπάρξει τώρα
εκείνο το χαμόγελο
όταν κανείς δεν το καταλαβαίνει;
(Μα κι αν το καταλάβει θα πάψει πια να είναι το ιδιο).
Πώς να υπάρξει εκείνη η μουσική
που μου ζητούσες να σφυράω;
Πόσες φορές την εμπιστεύτηκα
στον νυχτερινό άνεμο
στα κουρασμένα ηλεκτρικά
Την άκουσες ποτε;
Ήταν για’σένα.
Δεν το παραδεχόμουν.
Μα ήταν.
Δεν έβλεπα
τις μικρές σταλαγματιές,το φως,
που πέφταν στο φεγγίτη μου
διαπερνώντας τις φυλλωσιές των σύνεφων.
Λιώσανε απότομα τα κρύσταλλα.
Μια φωτεινή πλημμύρα
σκόρπισε την επιμονή της σκόνης
τα μισοτελειωμένα βήματα.
Δεν ξέρω πως έγινε
(ίσως και να ξέρω…)
όμως το φως ποτέ δεν είχε στερέψει.
Να μου χαμογέλασες ποτέ
από μακριά;
Δεν γίνεται.Κάποια στιγμή θα χαμογέλασες.
Ακόμα και όταν έδιωχνες
κάθε τι δικό μου.
Ακόμα κι όταν νόμισες πως το’διωξες.
Τίτος Πατρίκιος
Τίτος Πατρίκιος, «Λυσιμελής πόθος», Εκδόσεις Κίχλη