8.6.22

Μέλπως Αξιώτη, Η Κάδμω (αποσπάσματα)

Κάθεσαι τώρα στο τραπέζι το τρίκλινο που είναι κόντρα στον τοίχο, μπροστά σ’ ένα παράθυρο. Και γράφεις. Πάντα κόντρα στον τοίχο. Οδός Αριστοτέλους, όταν δοκίμασες για πρώτη φορά τη γραφή, οδός Τιμολέοντος, εκεί που σε βρήκε ο θάνατος της καλύτερης φίλης σου, οδός Κεφαληνίας που σε βρήκε ο πόλεμος, οδός Γκουφιέ, όπου έμενες εσύ στο κάτω μέρος του σπιτιού και πάνω κατοικούσε η άλλη φίλη σου, η Μάρω — που έμεινε στη μνήμη σου, και στην Ιστορία, τουφεκισμένη με το πολυβόλο από τον ξένο εχθρό, μέσα στην Κατοχή. Στο χώρο του Θυσιαστηρίου της Καισαριανής.

Εκείνο το τραπέζι το τρίκλινο το είχες πάρει τότε απ’ το Μοναστηράκι — τί χρόνος ήταν, τρέχα γύρευε. Τότε ήταν που καθόσουν σ’ ένα ψηλό σπίτι, κι ο κήπος από κάτω με την πασχαλιά που άνθιζε και φούντωνε κανονικά κάθε χρόνο. Εκείνη τη μέρα που κάθισες το πρώτο πρωινό, για πρώτη φορά στο τραπέζι, ήξερες τί θα γινόταν; Ήξερες ότι θα μπορούσες να γράψεις βιβλία δικά σου; Το συλλογιζόσουνα, το ’λεγες, μα δεν το ’βαζε ο νους σου στα σίγουρα. Κάθεσαι τώρα, είναι νύχτα, κι αντίκρυ απ’ το κρεβάτι σου ήρθαν αραδιασμένα όλα σου τα βιβλία, και σε κοιτάζουν με μάτια κατάπληκτα. Ελάχιστα κατασκευάσματα που είχανε τη χάρη να είναι ακόμα ζωντανά. Ελάχιστα είναι τα πράγματα που τους κάνει ο χρόνος το χατήρι να τα διατηρεί. Η κοντέσα Ιωάννα ντυ Μπαρρύ, ευνοούμενη του βασιλέα Λουδοβίκου ΙΕ΄, όταν την ανέβαζαν στη λαιμητόμο, 
«Κύριε δήμιε, —εφώναξε με μια γλυκιά φωνή— αφήστε με ακόμα μια στιγμούλα!».
Μα τί να έγινε αλήθεια, όλο εκείνο το τυπωμένο χαρτί, αφησμένο μέσα σε μια αποθήκη στην οδόν Μπενάκη, πάνω σε κάτι ράφια, ή και πεταμένο κατάχαμα, να σαπίζει το χαρτί, να γεμίζει λεκέδες, τρύπες απ’ τα μαμούνια… Αλλά κι εκείνος ο θρήνος που ακούγεται, αν προσέξεις καλά, απ’ τα βιβλία τ’ αδιάβαστα… Και όμως περιμένουν με τόση υπομονή! Σαν τις γριές μες στο σπίτι τους, που δε βγαίνουν πια το κατώφλι, και καρτερούν πως κάποιος θα ’ρθει να κουβεντιάσουν για κείνα τα χρόνια τα παλιά. Ας ήταν και για κοροϊδία, και χωρίς σέβας, χωρίς περιέργεια, αλλά ας πήγαινε τελοσπάντων κάποιος να χτυπήσει την πόρτα τους!
Ας μην υπάρχει πια αυτή η ανικανότητα, ας έρθουν οι λέξεις της γλώσσας σου, τα ονόματα, τα χρόνια. Ας έμενε τουλάχιστον μονάχα η ουσία: να ξεχνάς, αλλά για να θυμάσαι καλύτερα. Όλα σαν ένα παραμύθι πιο αληθινό κι απ’ τη ζωή, μες στη θολούρα της μνήμης.
Όλους εκείνους τους τύπους που κατασκεύασες εσύ με τόση ξενοιασιά, βρίσκονται τώρα σκόρπιοι μέσα στα βιβλία σου, περιφέρονται στους δρόμους, οι μασέλες τους κάθισαν, τα δόντια τους πετιούνται προς τα έξω, με το ένα τους πόδι κουτσό, με την ψυχή σφιγμένη, και ίσως να πουλούν μες στους δρόμους λαχεία. Για τις ανάγκες της ζωής.

[…]

Αλλά τί να βρεις τώρα; Τί να θυμηθείς; Όλα θα μείνουν άγραφα. Ατελείωτα. Μόνο που κάθεσαι εσύ τώρα και συλλογίζεσαι όσους ανθρώπους φεύγανε κάθε τόσο από δίπλα σου, όσοι ξέφτισαν, ή χάθηκαν… Πού; Πότε; Πώς; Ρωτάς τον εαυτό σου, τον ίδιον τον εαυτό σου προπάντων, όχι τους άλλους — έστω και αν οι άλλοι τους γνώριζαν.

Ένας-ένας φεύγει και κανείς πια δε θα μείνει, που να μπορεί να θυμηθεί εκείνα τα πρόσωπα, τα σώματα, τα σπίτια, τις πρασιές, τον μάγκανο, τον Κίτσο, εκείνο το κόκκινο αλογάκι… Πού να τα πεις τώρα όλα αυτά πάνω στην ξένη γη, ποιος να σ’ ακούσει, ποιον ενδιαφέρουν! Τότε σκέφθηκες τουλάχιστον να τα συλλογιστείς. Ήθελες να τα έλεγες, μα δεν επρόφθαινες. Έτσι είναι που μπαίνει η τρέλα μέσα στο κεφάλι: Όταν πια δεν προφθαίνεις ούτε να τα σκεφθείς. Ανάκατα όλα, αναμνήσεις, καταστάσεις, ταξίδια, εξορίες σε τόπους που μήτε στη γεωγραφία δεν έβρισκες, δε σου κινούσαν το ενδιαφέρον. Μονότονα όλα, μονότονα. Ε, βέβαια, μονότονα. Ποιος έχει τόσες φορεσιές για να μπορεί τόσο συχνά ν’ αλλάζει!

Και τώρα σε νομίζουν για πεθαμένη. Νά, εδωνά καθόταν — λέει κάποιος τότε και δείχνει με μια κίνηση θολή και ακαθόριστη. Σ’ έχουν για πεθαμένη, λοιπόν. Μονότονα όλ’ αυτά, μονότονα.

Οι άνθρωποι που φεύγουν, αφήνουν τα βιβλία τους, τα σπίτια τους, τα παπούτσια, τα φορέματα, και οι συγγενείς τα δίνουν όλα αυτά τις Απόκριες, για να τα βάλουν οι μασκαράδες. Τα πουλούν έπειτα οι παλιατζίδες. Τα στοιβάζουν μέσα σε μεγάλες σιδερένιες κασέλες, φράκα παλαιϊκά, καμιζόλες με δαντέλες από τη Βενετία, ώσπου στο τέλος να τα πετάξουν στους τενεκέδες των σκουπιδιών. Μαζί με τα βιβλία σου, που τα είχες γράψει εσύ, και τώρα έχουν πάθει μια φοβερή ασθένεια: εσάπισαν.

Μα το περίεργο είναι πως όλα αυτά εσύ τα πιστεύεις, ενώ είναι μα την αλήθεια απίστευτα. Όλα ανακατεμένα, αναμνήσεις, καταστάσεις, ταξίδια, εξορίες, τύποι ξένοι κι ελληνικοί, που πήρανε τους δρόμους μιας αρκετά μακρόχρονης ή και παντοτινής εξορίας. «Το ελάχιστο» —είχε πει κάποιος ποιητής— «παραδεχθήκαμε το ελάχιστο».

Πόσος πόνος μέσα σε μια μόνο λέξη.

Τα πάντα, λοιπόν, έχουν αλλάξει όψη. Είσαι, είπαμε, καθιστή, με τα μάτια μισόκλειστα και παρακολουθείς στο κενό, αντίκρυ σου, μια διπλή διεργασία: η ζωή που φτιάχνει βιβλία, τα βιβλία που φτιάχνουν τη ζωή.

Αυτήν την ώρα λοιπόν, βλέπεις αντίκρυ σου την ταινία. Μια ταινία εξωτερικά ανύπαρκτη, αφού μόνο μέσα σου μπορεί και ξετυλίγεται: περνά απ’ τους βολβούς των ματιών σου. Άτομα ζωντανεύουν, βγαίνουν έξω απ’ τα βιβλία σου, και με τις άκρες των ποδιών περπατούν.

[…]

[πηγή: Μέλπω Αξιώτη, Η Κάδμω, Κέδρος, Αθήνα 1972, σ. 31-34 & 37-40]