25.5.22

Κάθε πότε «πρέπει» να αλλάζουμε δουλειά

Ένας από τους άγραφους κανόνες στον χώρο της εργασίας είναι η παραμονή σε μια θέση για τουλάχιστον έναν χρόνο. Ό,τι και να γίνει, όσο άσχημη εμπειρία κι αν είναι.
Αλλά αυτός ο κανόνας, κατά πόσο συνεχίζει να ισχύει έως σήμερα, μέσα σε ένα περιβάλλον το οποίο αλλάζει διαρκώς και με αυξημένη ταχύτητα;

Ενδεχομένως και να ισχύει, απαντούν οι ειδικοί. Άλλωστε, οι παράγοντες που διαχρονικά στηρίζουν αυτόν τον κανόνα εξακολουθούν να ισχύουν: 

 Από την πλευρά του εργοδότη, ένας εργαζόμενος που μένει τουλάχιστον έναν χρόνο αποτελεί καλύτερη επένδυση από κάποιον που δεν το κάνει και η αφοσίωσή του συνυπολογίζεται στα θετικά.
Από την πλευρά των εργαζομένων, η παραμονή για 12 μήνες σημαίνει χρόνο για να αποκτήσει δεξιότητες και ικανότητες, οι οποίες δεν είναι δυνατό να αποκτηθούν σε ένα μόνο τρίμηνο.

Ωστόσο, ο μεταβαλλόμενος τρόπος που «χτίζουμε» την καριέρα μας, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της πανδημίας, έχουν επιφέρει μεγαλύτερη ευελιξία.

Έτσι, οι ειδικοί εξηγούν ότι μία ή δύο ολιγόμηνες εργασιακές εμπειρίες σε αντίστοιχες θέσεις εργασίας, δεν σημαίνει ότι απαραίτητα αποθαρρύνει τον εργοδότη από το να προχωρήσει στην πρόσληψη του υποψήφιου.

Αρκεί βέβαια, να υπάρχει μια καλή και πειστική εξήγηση γι’ αυτές τις σύντομες αποχωρήσεις.

Από την άλλη πλευρά, αν οι σύντομες αλλαγές ξεπερνούν τις δύο, τότε θα μπορούσαν να ερμηνευτούν από τους εργοδότες ως αδυναμία του εργαζόμενου ή ως απροθυμία να αναλάβει προκλήσεις ή ως δείγμα έλλειψης αξιοπιστία.

Η πανδημία, όπως είναι εύλογο, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις παραπάνω τάσεις, καθώς πλέον οι εργαζόμενοι αναζητούν ολοένα και περισσότερο θέσεις εργασίας με θετικές προοπτικες και καλούς μισθούς.

Εκεί αποδίδεται, άλλωστε, και το φαινόμενο της λεγόμενες «Μεγάλης Παραίτησης», κατά το οποίο οι δυσμενείς εργασιακές συνθήκες οδήγησαν, με αφορμή την υγειονομική κρίση, σε ένα κύμα μαζικών παραιτήσεων.

moneyreview.gr 

με πληροφορίες από BBC