[...]Ο ξαφνικός έρωτας το πρώτο που κάνει είναι να ξεχνάς κάθε προηγούμενο. Να δεις πως το έχουν πει…α, ναι. Ο έρωτας είναι σαν τη διαθήκη. Η τελευταία
ακυρώνει όλες τις προηγούμενες. Κολλάς. Γεμίζεις ενθουσιασμό και αναβλύζει από μέσα σου ο αληθινός εαυτός σου. Έρωτας είναι ο πόθος του ανθρώπου να κατακτήσει το ωραίο. Όταν το κατακτήσει θέλει να το κάνει δικό του για πάντα.
Έτσι και με τον Αχιλλέα.
Ο έρωτας του χτύπησε την πόρτα κι επανήλθαν όλα εκείνα τα συμπτώματα άλλων εποχών.
Της ζωής που θυμόταν πάντα με χαμόγελο.
Της ζωής που νοσταλγούσε.
Οι ορμόνες του είχαν πάρει μπρος.
Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά.
Έβλεπε τις φλέβες στα χέρια του να αναπηδούν σα λυσσασμένες. Από εκείνο το πρώτο βράδυ τη σκεφτόταν συνέχεια.
Οι αϋπνίες του έκαναν συντροφιά.
Ήταν όμως καλοδεχούμενες.
Σκεφτόταν το αντικείμενο του πόθου του και ξαγρυπνούσε.
Ήθελε να την αναζητήσει, να τη συναντήσει, να την ξαναδεί…
Να σμίξουνε.
Η οξιτοσίνη πλημμύριζε το κορμί του.
Της ζωής που θυμόταν πάντα με χαμόγελο.
Της ζωής που νοσταλγούσε.
Οι ορμόνες του είχαν πάρει μπρος.
Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά.
Έβλεπε τις φλέβες στα χέρια του να αναπηδούν σα λυσσασμένες. Από εκείνο το πρώτο βράδυ τη σκεφτόταν συνέχεια.
Οι αϋπνίες του έκαναν συντροφιά.
Ήταν όμως καλοδεχούμενες.
Σκεφτόταν το αντικείμενο του πόθου του και ξαγρυπνούσε.
Ήθελε να την αναζητήσει, να τη συναντήσει, να την ξαναδεί…
Να σμίξουνε.
Η οξιτοσίνη πλημμύριζε το κορμί του.
Από το μυθιστόρημα του Θεοχάρη Μπικηρόπουλου Ο ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΗ ΓΟΡΓΟΝΑ εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ