5.10.21

Ο ΛΙΓΝΙΤΗΣ ΜΟΣΧΟΠΟΤΑΜΟΥ- ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ. Tου Παρασκευά Καλπακτσόγλου-ΦΩΤΟ

Ένα σημαντικό στοιχείο της οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης ενός Δημοτικού Διαμερίσματος σήμερα του Δήμου Κατερίνης, του Μοσχοποτάμου, υπήρξε η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων λιγνίτη, ο οποίος υπήρχε σε πολλούς λόφους γύρω από τον οικισμό. Η περιοχή Μοσχοποτάμου και Μελιαδίου είναι γνωστή λιγνιτοφόρα περιοχή, αφού έχουν λειτουργήσει εκεί στο παρελθόν δύο λιγνιτωρυχεία. Το ένα στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, από εταιρία αγγλογαλλικών συμφερόντων και το άλλο στην δεκαετία του ΄80 από την Κοινοτική Επιχείρηση Εξόρυξης Λιγνίτη Μοσχοποτάμου.
Ο λιγνίτης, ο οποίος σημειωτέον ήταν υψηλής ποιότητας, μεταφερόταν με ειδική σιδηροδρομική γραμμή, που λειτούργησε περίπου ως το τέλος της δεκαετίας του '20, με το ντεκοβίλ, ένα τρενάκι που έσερνε μικρά βαγονέτα. Η μικρού πλάτους αυτή σιδηροδρομική γραμμή ξεκινούσε από τα ορυχεία Μοσχοποτάμου και περνώντας έξω από τη Λαγοράχη, τον Αρωνά, τον Εγγλέζικο και την Περίσταση κατέληγε στην Παραλία, όπου μέσω της σκάλας της ο λιγνίτης μεταφορτωνόταν σε καράβια για διάφορους προορισμούς.
Υπολείμματα αυτής της σιδηροδρομικής γραμμής θυμάμαι ότι είχα δει, πηγαίνοντας με άλλα παιδιά για «συλλογή» ροδάκινων, προς την περιοχή «Βύθισμα» της Κατερίνης.



Το Λιγνιτωρυχείο θυμάμαι ότι λειτουργούσε τη δεκαετία του ’60 από το γεγονός ότι διατηρούσε γραφείο στην Κατερίνη, στην οδό Βασ. Γεωργίου (Ειρήνης) λίγο μετά το 1ο Δημοτικό Σχολείο. Το γραφείο αυτό το διηύθυνε ένας επιχειρηματίας ο οποίος ονομαζόταν Πασσαδάκης και θυμάμαι ότι πωλούσε και λιγνίτη συμπιεσμένο σε κύβους (μπριγκέτες), για σιδηρουργεία και για χρήση θέρμανσης σε σπίτια. Μία φορά μπριγκέτες αγόρασε από ‘κει και ο πατέρας μου για τη σόμπα του σπιτιού. Τις συνέστησε ο γείτονάς μας κυρ-Θόδωρος Κυριάκου που εργαζόταν στο Λιγνιτωρυχείο. Οι μπριγκέτες καίγονταν καλά βγάζοντας αρκετή ζέστη, όμως εξέπεμπαν και μία βαριά και άσχημη μυρωδιά από την καπνοδόχο, που ενοχλούσε όχι μόνο εμάς αλλά και τη γειτονιά. Γι’ αυτό δεν τις ξαναχρησιμοποιήσαμε.
Τα κοιτάσματα του Λιγνίτη στην περιοχή Μοσχοποτάμου αλλά και Μελιαδίου ήταν γνωστά από το 19ο αιώνα. Όταν η περιοχή αυτή μεταβιβάστηκε από τον Σουλτάνο στη δικαιοδοσία του Αντιβασιλέα της Αιγύπτου, ο τελευταίος ενδιαφέρθηκε για την περιοχή και κάλεσε Άγγλους Μεταλλειολόγους να μελετήσουν την περιοχή. Το 1866 μία ομάδα από αυτούς με επικεφαλής τον Mark Fryar ερεύνησαν την περιοχή και συνέταξαν μελέτη με τη διαπίστωση της άριστης ποιότητας των κοιτασμάτων. Το 1872 ο Αντιβασιλέας της Αιγύπτου έδωσε άδεια στους Άγγλους να προχωρήσουν σε δοκιμαστική εξόρυξη του Λιγνίτη και μία μεγάλη ποσότητα αυτού μεταφέρθηκε στην Αγγλία για δοκιμές καύσης. Η ποιότητα του Λιγνίτη βρέθηκε εξαιρετική και η εξόρυξη σχετικά εύκολη, όμως υπήρχε πρόβλημα μεταφοράς του σε κοντινό λιμάνι. Προτάθηκε να κατασκευαστεί σιδηροδρομική γραμμή και Σκάλα μεταφόρτωσης σε καράβια στην περιοχή της παραλίας Βρωμερής (Καλλιθέα). Για άγνωστους λόγους το εγχείρημα δεν πραγματοποιήθηκε.
Οι ανάγκες σε καύσιμα του Μακεδονικού Μετώπου στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο έφεραν ξανά το Λιγνίτη Μοσχοποτάμου στο προσκήνιο και έτσι το 1918 οι Άγγλοι κατασκεύασαν σιδηροδρομική γραμμή πλάτους 60 εκατοστών και μήκους 27 χιλιομέτρων από τη Δρυάνιστα, όπως λεγόταν τότε ο Μοσχοπόταμος, μέσω Αρωνά στην παραλία Βρωμερής (σήμερα Παραλία). Εκεί κατασκεύασαν Σκάλα (ξύλινη αποβάθρα) στην οποία προσέγγιζαν πλοία, φορτώνονταν με Λιγνίτη και τον μετέφεραν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Η μεταφορά επί της σιδηροδρομικής γραμμής γινόταν με ατμομηχανή. Στην όλη επιχείρηση εργάστηκαν Τούρκοι αιχμάλωτοι πολέμου. Η παραγωγή Λιγνίτη ήταν τότε τρεις τόνοι ημερησίως.
Μετά τον πόλεμο τα Λιγνιτωρυχεία περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο το οποίο τα παραχώρησε για εκμετάλλευση στους Αδελφούς Β. και Α. Γεωργίου με έδρα την Αθήνα. Αυτοί οι επιχειρηματίες εξυγχρόνισαν τη σιδηροδρομική γραμμή και τη συνέδεσαν με την πόλη της Κατερίνης. Επίσης προμηθεύτηκαν ειδικά επιβατικά βαγονέτα με τα οποία οι κάτοικοι της πόλης μεταφέρονταν στη θάλασσα για το μπάνιο τους έναντι κάποιου αντιτίμου. Το τρενάκι αυτό ήταν γνωστό στους Κατερινιώτες με το όνομα «Ντεκοβίλ Γεωργίου».
Οι γνωστές αντιζηλίες που είναι χαρακτηριστικό του τόπου μας δεν επέτρεψαν το Ντεκοβίλ να μακροημερεύσει και μάλιστα κάποιοι προέβησαν σε δολιοφθορές τόσο της σιδηροδρομικής γραμμής όσο και των βαγονέτων και της μηχανής.
Στη συνέχεια η εμφάνιση των φορτηγών αυτοκινήτων και η δημιουργία δρόμου απαξίωσε τη μεταφορά του Λιγνίτη σιδηροδρομικώς.
Στην κατοχή το Λιγνιτωρυχείο το επίταξαν και εκμεταλλεύτηκαν οι Κατακτητές Γερμανοί. Μετά τον πόλεμο η σιδηροδρομική γραμμή και οι λοιπές εγκαταστάσεις λεηλατήθηκαν.