Τι σε ξυπνάει απ´το βαρύ σου λήθαργο,
που ζώνει σε ως τα τώρα απ´το χειμώνα;
Ποιο φως, ποιο μάγι εγήτεψε τη νάρκη σου
κι αρχίζεις πάλιν τον ωραίον αγώνα;
Όλα τριγύρω ελάμψανε στην άνοιξη,
θάλασσες, ουρανοί, ρόδα και κρίνα...
Χαίρε κι Εσύ που μου ήρθες, γλυκοξύπνητε,
να χύσεις τη δική σου την αχτίνα...
(α´ δημοσ.: Απρ. 1908)
Έρωτας
Την πόρταν εμαντάλωσες
κι ήρθες σιμά μου πάλι,
μού´σφιξες τα χέρια μου κι έγειρες το κεφάλι
να μου ειπείς τ´ανείπωτα που μόνο η νύχτα ξέρει,
μέσα στο τρισκόταδο της κάμαρας, ω ταίρι.
Κι είπαμε όλα τα κρυφά,
μού´σφιξες τα χέρια μου κι έγειρες το κεφάλι
να μου ειπείς τ´ανείπωτα που μόνο η νύχτα ξέρει,
μέσα στο τρισκόταδο της κάμαρας, ω ταίρι.
Κι είπαμε όλα τα κρυφά,
που και τα ρόδα λένε
στο περβόλι τις βραδιές με λίγωμα και κλαίνε.
Κι άπλωσες τα χέρια σου
στο περβόλι τις βραδιές με λίγωμα και κλαίνε.
Κι άπλωσες τα χέρια σου
να μ´αγκαλιάσεις πάλι
κι ήρθε το ιερό φιλί σαν τρόπαιο μες στην πάλη.
(α´ δημοσ.: Απρ. 1905)
κι ήρθε το ιερό φιλί σαν τρόπαιο μες στην πάλη.
(α´ δημοσ.: Απρ. 1905)