Της είπε ο Αλέξανδρος πως όταν ήταν μικρά και μαζεύονταν οι γονείς το βράδυ στο σπίτι, προβλέπανε από τον καιρό αν θα πετύχαινε η σοδειά τους. «Θα βγουν οι κόποι της φαμελιάς, τους έλεγαν. Θα βάλουμε και στην τράπεζα», τους ανακοίνωναν. Και τα χαμόγελα απλωνόταν στα πρόσωπα τους μαζί με τα όνειρα. Άρχιζαν οι υποσχέσεις κάτω από το μισοφέγγαρο, κρατώντας τα παιδιά μια βρεγμένη φέτα ψωμί και ζάχαρη. Ονειρεύονταν πως όταν ανοίξουν τα σχολειά θα τους αγοράσουν παπούτσια, ρούχα, τετράδια και τα παιδιά του ήλιου θα χαίρονταν. Έτσι κύλαγε ο καιρός. Στο ποδάρι με την αυγή γιατί ούτε γιορτή μήτε Κυριακή λογάριαζαν οι γονείς τους. Ξεκόλλαγαν από τις λιασμένες αρμάθες τα φύλλα που είχαν κολλήσει μεταξύ τους απ’ την πολλή τη μαύρη κόλα του καπνού, για να μπει και σ’ εκείνα ανάμεσα τους ο ήλιος. Οι μεγαλύτεροι μάζευαν τις αρμάθες, που είχαν από μέρες ξεκολλήσει κι είχανε λιαστεί ακόμη και τα κρυφά τους φύλλα. Τις έφτιαχναν βαντάκια, δηλαδή έξι με εφτά αρμάθες μαζί και ένωναν τις δυο άκρες τους ή σαρμανίτσες, έως εννιά αρμάθες ενωμένες απ’ τη μια άκρη τους σε μακρουλό σχήμα. Τις κρέμαγαν στην άκρη της λιάστρας, ίσα να χορτάσουν για καλά του ήλιου το χρώμα. Κι από κει, τα κρεμούσαν κάτω απ’ τις σκεπές, στα χαγιάτια, προτού να ‘ρθουν οι ζεστοί νότιοι άνεμοι, που έκοβαν τις δροσιές και τις μπουνάτσες."
12.7.21
Απόσπασμα από το βιβλίο "Πατρίδα ξένη" από τις εκδόσεις Άπαρσις. ΝΕΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ
"Κρεμούσαν τις αρμάθες, τη μία δίπλα στην άλλη και όταν τις έκαιγε ο ήλιος, το χρώμα των καπνόφυλλων από πράσινο έπαιρνε το χρώμα της ώχρας. Έλαμπαν τότε και έδιναν ένα διάφανο φως. Πάνω από τις λιάστρες, σ’ όλο το μήκος τοποθετούσαν ξύλινους καβαλάρηδες για ν’ απλώνονται πάνω τους τα μεγάλα καπνόπανα και αν θα μαζεύονταν τα μαύρα σύννεφα, θα έτρεχε όλη η οικογένεια να τις σκεπάσει, για να προλάβουν τη βροχή. Όπου γυρνούσε κανείς το βλέμμα του, μετά τις καλοκαιρινές μπόρες, μοναχά σκεπασμένες λιάστρες χόρταινε που μοιάζανε με χιονισμένες καλύβες.
Της είπε ο Αλέξανδρος πως όταν ήταν μικρά και μαζεύονταν οι γονείς το βράδυ στο σπίτι, προβλέπανε από τον καιρό αν θα πετύχαινε η σοδειά τους. «Θα βγουν οι κόποι της φαμελιάς, τους έλεγαν. Θα βάλουμε και στην τράπεζα», τους ανακοίνωναν. Και τα χαμόγελα απλωνόταν στα πρόσωπα τους μαζί με τα όνειρα. Άρχιζαν οι υποσχέσεις κάτω από το μισοφέγγαρο, κρατώντας τα παιδιά μια βρεγμένη φέτα ψωμί και ζάχαρη. Ονειρεύονταν πως όταν ανοίξουν τα σχολειά θα τους αγοράσουν παπούτσια, ρούχα, τετράδια και τα παιδιά του ήλιου θα χαίρονταν. Έτσι κύλαγε ο καιρός. Στο ποδάρι με την αυγή γιατί ούτε γιορτή μήτε Κυριακή λογάριαζαν οι γονείς τους. Ξεκόλλαγαν από τις λιασμένες αρμάθες τα φύλλα που είχαν κολλήσει μεταξύ τους απ’ την πολλή τη μαύρη κόλα του καπνού, για να μπει και σ’ εκείνα ανάμεσα τους ο ήλιος. Οι μεγαλύτεροι μάζευαν τις αρμάθες, που είχαν από μέρες ξεκολλήσει κι είχανε λιαστεί ακόμη και τα κρυφά τους φύλλα. Τις έφτιαχναν βαντάκια, δηλαδή έξι με εφτά αρμάθες μαζί και ένωναν τις δυο άκρες τους ή σαρμανίτσες, έως εννιά αρμάθες ενωμένες απ’ τη μια άκρη τους σε μακρουλό σχήμα. Τις κρέμαγαν στην άκρη της λιάστρας, ίσα να χορτάσουν για καλά του ήλιου το χρώμα. Κι από κει, τα κρεμούσαν κάτω απ’ τις σκεπές, στα χαγιάτια, προτού να ‘ρθουν οι ζεστοί νότιοι άνεμοι, που έκοβαν τις δροσιές και τις μπουνάτσες."
Της είπε ο Αλέξανδρος πως όταν ήταν μικρά και μαζεύονταν οι γονείς το βράδυ στο σπίτι, προβλέπανε από τον καιρό αν θα πετύχαινε η σοδειά τους. «Θα βγουν οι κόποι της φαμελιάς, τους έλεγαν. Θα βάλουμε και στην τράπεζα», τους ανακοίνωναν. Και τα χαμόγελα απλωνόταν στα πρόσωπα τους μαζί με τα όνειρα. Άρχιζαν οι υποσχέσεις κάτω από το μισοφέγγαρο, κρατώντας τα παιδιά μια βρεγμένη φέτα ψωμί και ζάχαρη. Ονειρεύονταν πως όταν ανοίξουν τα σχολειά θα τους αγοράσουν παπούτσια, ρούχα, τετράδια και τα παιδιά του ήλιου θα χαίρονταν. Έτσι κύλαγε ο καιρός. Στο ποδάρι με την αυγή γιατί ούτε γιορτή μήτε Κυριακή λογάριαζαν οι γονείς τους. Ξεκόλλαγαν από τις λιασμένες αρμάθες τα φύλλα που είχαν κολλήσει μεταξύ τους απ’ την πολλή τη μαύρη κόλα του καπνού, για να μπει και σ’ εκείνα ανάμεσα τους ο ήλιος. Οι μεγαλύτεροι μάζευαν τις αρμάθες, που είχαν από μέρες ξεκολλήσει κι είχανε λιαστεί ακόμη και τα κρυφά τους φύλλα. Τις έφτιαχναν βαντάκια, δηλαδή έξι με εφτά αρμάθες μαζί και ένωναν τις δυο άκρες τους ή σαρμανίτσες, έως εννιά αρμάθες ενωμένες απ’ τη μια άκρη τους σε μακρουλό σχήμα. Τις κρέμαγαν στην άκρη της λιάστρας, ίσα να χορτάσουν για καλά του ήλιου το χρώμα. Κι από κει, τα κρεμούσαν κάτω απ’ τις σκεπές, στα χαγιάτια, προτού να ‘ρθουν οι ζεστοί νότιοι άνεμοι, που έκοβαν τις δροσιές και τις μπουνάτσες."