Ωστόσο η ελάχιστη βάση εισαγωγής για κάθε τμήμα ΑΕΙ προκύπτει από τον μέσο όρο των επιδόσεων του πεδίου στο οποίο είναι ενταγμένο το τμήμα, πολλαπλασιαζόμενο με έναν συντελεστή από 0,8 έως 1,2. Τα περισσότερα τμήματα περιφερειακών ΑΕΙ με χαμηλή βάση εισαγωγής έχουν επιλέξει συντελεστή 0,8 για να περιορίσουν τις κενές θέσεις που θα έχουν ακριβώς λόγω της ελάχιστης βάσης. Έτσι η χαμηλότερη ελάχιστη βάση εισαγωγής διαμορφώνεται στο 8,82 για τους υποψήφιους του 4ου επιστημονικού πεδίου. Αντίστοιχα είναι 8,88 για τους υποψηφίους του 1ου επιστημονικού πεδίου, 9,4 για εκείνους του 2ου και 9,6 του 3ου.
Έτσι, σύμφωνα με την "Καθημερινή", προκύπτει ότι 27 τμήματα του 1ου πεδίου πέρυσι είχαν βάση κάτω από τη φετινή Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής τους και άρα θα έχουν τεχνητή άνοδο βάσης λόγω ΕΒΕ, ενώ το ίδιο συμβαίνει για 37 τμήματα του 2ου πεδίου, οκτώ του 3ου και 51 του 4ου. Στα τμήματα δεν περιλαμβάνονται εκείνα με ειδικό μάθημα, για τα οποία δεν έχουν ανακοινωθεί οι επιδόσεις των υποψηφίων στις Πανελλήνιες Εξετάσεις.
Ως προς την πορεία των βάσεων εισαγωγής δεν αποκλείεται να υπάρξει μικρή πτώση στις μεσαίες σχολές του 2ου πεδίου, καθώς ο αριθμός των υποψηφίων είναι κατά 15% μικρότερος των θέσεων. Όπως εκτίμησε μιλώντας στην εφημερίδα, ο φυσικός Γεώργιος Χατζητέγας, λόγω των γενικών καλύτερων επιδόσεων φέτος σε σχέση με το 2020 θα υπάρξει γενική άνοδος στις βάσεις εισαγωγής των υψηλόβαθμων σχολών, η οποία θα είναι μικρότερη στις σχολές του 1ου (νομικές, τμήματα ψυχολογίας και φιλολογίας) και του 2ου πεδίου (Πολυτεχνεία, τμήματα χημείας, μαθηματικών) και υψηλότερη- έως 400, 500 μόρια- στις σχολές και τα τμήματα του 3ου (ιατρικές) και του 4ου πεδίου (οικονομικά, πληροφορική).
Πληροφορίες απο ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ και ΕΝΙΚΟΣ