30.6.21

Σπύρος Αλεξίδης, «Ο Μίχος»

Ο ΗΛΙΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ την άνοιξη είναι δειλός. Κι ό,τι είναι δειλό είναι όμορφο… Κι εμείς ήμασταν δειλοί τότε… Χωρίς, βέβαια, να είμαστε όμορφοι. Δεν πειράζει! Μια εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Κουρεμένοι κατά τις βουλές του Γυμνασιάρχη (Ν’ αφήσεις τις μπαγαμποντιές. Μια μέρα αποβολή για να κουρευτείς καλά), ακουμπούσαμε τις ελπίδες μας στο πηλήκιο με την κουκουβάγια. Το φορούσαμε λίγο ψηλά για να φαίνεται καμαρωτή η ανύπαρκτη σχεδόν φούντα (ούτε λόγος πως στις ώρες του σχολείου τη σαλιώναμε για να ’ναι κολλητή και να μη φαίνεται η «παρανομία») και να κρύβεται και το υπόλοιπο οικτρό θέαμα. Όμως και το άμοιρο το πηλήκιο τι να σου κάνει. Με κείνα τα ραμμένα γράμματα και τους αριθμούς (Γ. Φ. 322 π.χ.), στη σκέψη μας γυρνούσαν όλο μελαγχολία κάτι ιστορίες με κατάδικους ή ζώα που σημαδεύαν με πυρωμένο σίδερο. Τέλος πάντων, ήταν μια εποχή κι εκείνη…

Εκείνη, λοιπόν, την εποχή ο ήλιος ήταν τόσο όμορφος την άνοιξη… Περισσότερο ζεσταινόσουν μέσα στη ψυχή, παρά στο σώμα. Κάτι έλεγαν οι καημένοι οι καθηγητές, αλλά πόσο ωραίες είν’ οι λεύκες που χρυσίζουν τα φύλλα τους στ’ αγεράκι, δίπλα στο ποτάμι… Κι άμα ανοίγαμε και το παράθυρο της τάξης, ερχόταν μέσα απαλά το βούισμα του Σακουλέβα και κείνα τα περίεργα καλέσματα απ’ το βουνό, κι όλα μπερδεύονταν και γίνονταν ένα ποτό μεθυστικό, μεθυσ…

-«Πού… ταξιδεύεις δια της φαντασίας (ακολουθούσε ένα όνομα). Πρόσεχε, φουκαρά, μη βρεις τον μπελά σου… Τι λέγαμε»;

Ε, τον δολοφονείς; Τον δολοφονείς ή όχι; Τι λέγαμε… Άκου τον!

Θα δούμε καμιά ώρα στο σπίτι τη μετάφραση (όπως, μεταξύ μας, κάνεις κι εσύ κ. καθηγητή) και θα μάθουμε τι λέγαμε. Ήταν ανάγκη τώρα;

Άντε, δεν το κάναμε το φονικό. Είχαμε τόσα άλλα. Πού να προλάβουμε. Θέλεις να γράψεις π.χ. δυο κουβεντούλες στη συμμαθήτρια που θα καθίσει στο θρανίο σου τ’ απόγευμα (τότε δεν είχαν γίνει ακόμα τα νέα «γυμνασιακά κτίρια»∙ ένα ήταν όλο κι όλο)∙ να τυλίξεις τελετουργικά το χαρτάκι, και να το βάλεις στο «γραμματοκιβώτιο» (μια απίθανη τρύπα στο ξύλο)∙ το άλλο πρωί, θα ’χες την απάντηση. Ύστερα, ο άλλος στο βάθος άκουγε την Κωνσταντοπούλου απ’ το τρανζιστοράκι του, άλλος βασανιζόταν να βρει φράσεις για την ερωτική του επιστολή (που μάλλον ποτέ δεν πήγαινε στον προορισμό της), κάτι καρπαζιές πέφταν αραιά αραιά, κάποιο χαρτί καιγόταν… Πού καιρός…

Όταν σχολάγαμε, κατεβαίναμε απ’ τον κεντρικό. Τότε, ο ήλιος έφτανε μέχρι το παραθύρι της. Δεν πήγαινε άλλο. Τον έτρωγε η σκιά απ’ τα ψηλά σπίτια εκείνης της γειτονιάς. Μια γωνιά του παραθυριού και δυο τρεις γλάστρες δέχονταν το χάδι του. Μόλις φτάναμε στο σταυροδρόμι, τα μάτια μας γυρνούσαν στο πρόσωπο του Μίχου. Τα δικά του καρφώνονταν στο μπαλκόνι. Τώρα θα έκανε τις τελευταίες ετοιμασίες για το δικό της απογευματινό σχολειό. Τους αποχαιρετούσα κι εγώ, και πήγαινα για φαγητό στο σπίτι. Ήξερα πως σε καμιά ωρίτσα θα τον έβλεπα στη γειτονιά μου, στ’ απέναντι πεζοδρόμιο, να κόβει βόλτες τάχα αδιάφορος. Ένα «γεια σου» λέγαμε, και μόλις έφτανε η κρίσιμη ώρα, έμπαινα μέσα κι εξακολουθούσα την εποπτεία πίσω απ’ την κουρτίνα.

Τη στιγμή που ’βαζε το χέρι του στο λαιμό, σάμπως για να διορθώσει μιαν ανύπαρκτη γραβάτα, κόκκινος σαν παντζάρι, φανταζόμουν τη μαύρη ποδιά να ξεπροβάλλει απ’ τη γωνιά και σε λίγο την έβλεπα. Κοκκίνιζε λίγο κι αυτή, μα το θέαμα ήταν ο Μίχος. Καρφωνόταν στη θέση του, σε μια στάση που θύμιζε προσοχή, και την κοίταζε μ’ ένα ύφος μελιστάλαχτο, με μια γκριμάτσα που δήλωνε χαμόγελο, κι εξακολουθούσε έτσι μέχρι που αυτή, μ’ ένα υπολογισμένα αδιάφορο ύφος, περνούσε τον «κάβο» και συνέχιζε για το Γυμνάσιο. Κι ο Μίχος έμενε εκεί… Της είχε ξαναδηλώσει την αφοσίωσή του…

-«Ρε Μίχο», του φώναξα κάνα δυο φορές, «γιατί δεν της λες τίποτε;» (σάμπως εγώ θα το ’κανα;)

Άπλωνε τα χέρια, σήκωνε τους ώμους κι έφευγε.

Πολύ πήγε αυτό το βιολί. Στο διάλειμμα, ένα πρωί, το ’κανε απότομα κουβέντα.

-«Δε βαστάω», μου είπε. «Άντε να της πω ότι την λατρεύω. Κι αν μου δώσει κάνα σιχτίρι πού να κρυφτώ; Τι να βρω να πω; Γι’ αυτό μωρέ Γιώργο, πρέπει να την συγκινήσουμε. Να της δείξουμε πως κάτι αξίζουμε. Να της γράψουμε κάνα γράμμα. Έτσι που κρυφογελάει με τις φίλες της σαν με βλέπουν, μου ’ρχεται να τις καθαρίσω όλες».

-Γράψ’ το. Στο κάτω κάτω στο’ χω ξαναπεί. Αδύνατη πολύ είναι, ασπριδερή, τι διάλο της βρίσκεις;

-Αδύνατη, ασπριδερή! Τρίχες! Ωραία είναι!

-Ε, γράψ’ της κάτι. Ίσως βγει τίποτε.

-Εγώ λέω εσύ να της γράψεις.

-Εσύ την αγαπάς, δεν την αγαπάω εγώ.

-Πέντε λόγια, καημένε, Ό,τι να ’ναι. Εμένα με πιάνει θάλασσα.

Τώρα, στα Λατινικά, γράφεις που γράφεις.

-Καλά, θα δούμε…

Ας είχε χάρη που ’χαμε Λατινικά κι έπρεπε κάπως να περάσει η ώρα. Στο άλλο διάλειμμα του το ’δωσα. Πριν μ’ ευχαριστήσει, πρόλαβα:

-Πώς θα το στείλεις τώρα; Με το ταχυδρομείο;

-«Θα βρούμε τρόπο», είπε με ξαφνική απόφαση.

Σπύρος Αλεξίδης, «Ο Μίχος», στο Μια πόλη στη Λογοτεχνία, Φλώρινα, επιμ. Μίμης Σουλιώτης, Μεταίχμιο, Αθήνα 2002, σ. 137-139.