30.4.21

Ο γερογάτος δεν αλλάζει ρότα...Του συγγραφέα Χρήστου Χωμενίδη [Ένα κείμενο που αξίζει αν διαβάσετε !]

Η Μεγάλη Εβδομάδα στα νοσοκομεία (μιλάμε προ κορωνοϊού) περισσότερο ευφρόσυνη ήταν παρά πένθιμη. Τα ανθρώπινα βάσανα αγκαλιάζονταν από το Θείο Πάθος. Η πεποίθηση της Ανάστασης δυνάμωνε την προσδοκία ίασης για τους ασθενείς. Οι ασθενείς χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες. Σε εκείνους που μπορούσαν να βγουν στην αυλή για τον Επιτάφιο και για το «Δεύτε Λάβετε Φως». Και σε όσους έμεναν καθηλωμένοι στα κρεβάτια τους κι από τα ανοιχτά παράθυρα άκουγαν τους θρήνους και τους αίνους.

Η μάνα μου, μολονότι είχε μπει στην τελική ευθεία, μεταστάσεις παντού, επέμενε να κατέβει. Ισιωσε την περούκα της, φόρεσε τη ρόμπα της, με έπιασε από το μπράτσο, «πάμε!».

Στο παραδιπλανό κατώφλι η προϊσταμένη διαπληκτιζόταν με έναν άρρωστο. «Μα δεν καταλαβαίνω γιατί δεν έρχεστε!» έλεγε εκείνη. «Βαριέμαι… Ποτέ δεν σύχναζα σε τέτοια…». «Ούτε τώρα;». «Κυρίως όχι τώρα!» της χαμογέλασε σκανταλιάρικα. Επρόκειτο για έναν εξηνταπεντάρη με πλούσιο γκρίζο μαλλί, μουστάκι γερογάτου, μπουφάν ριγμένο στους ώμους αφού το χέρι του ήταν στο γύψο. «Σε περιμένω, τσουπίτσα μου, μετά, να μου πεις τι έγινε!». «Σαν τι να γίνει;». «Είδες; Το παραδέχεσαι ότι δεν θα γίνει τίποτα! Κερνάω ουίσκι, βρες πάγο…» τής έκλεισε το μάτι.

Η αναίδειά του με μαγνήτισε. Την επομένη, Μέγα Σάββατο πρωί, του χτύπησα την πόρτα. Στον θάλαμό του, εξάκλινο, παραδόξως δεν υπήρχε άλλος. Εχωσα το κεφάλι μου. Με κοίταξε καχύποπτα. «Τι ειδικότητα έχεις πάλι εσύ; Θα με ζουλήξεις ή θα με τρυπήσεις;». «Δεν είμαι γιατρός. Η μητέρα μου νοσηλεύεται…». «Και;». «Πάω για καφέ, να σας φέρω;». Δίστασε, μου παρήγγειλε με τα πολλά έναν φραπέ. Μαύρο. Σκέτο.

«Και σας κρατάνε στο νοσοκομείο για ένα κάταγμα;». «»Αυτόματο κάταγμα» το ονόμασαν. Ξεκινάει ο καρκίνος από τον πνεύμονα κι απλώνεται στο κεφάλι και στα οστά… Σπάνε τα κόκαλά σου από μόνα τους, στα καλά καθούμενα…». «Σας τα έχουν πει όλα αυτά;». «Για χαζό με περνάς; Ενα λένε, δέκα καταλαβαίνω!».

Βγήκαμε στο μπαλκόνι, ανάψαμε τσιγάρα. Λύθηκε η γλώσσα του. Δωδεκανήσιος. Δύτης στα νιάτα του, υπάλληλος έπειτα στον δήμο, οδηγούσε οδοστρωτήρα. Τα τελευταία χρόνια είχε προπατζίδικο. «Γυναίκα;». «Τρεις στεφανωμένες». «Παιδιά;». «Αμέ! Εξι, εφτά… Βάζω κι εκείνα που τα χρέωσαν σε άλλους – δεν απορεί, πες μου, ο Σουηδός που η κόρη του βγήκε μελανούρι;». «Ανέβηκαν μαζί σας στην Αθήνα;». «Βλέπεις κανέναν εδώ γύρω; Γραμμένο με έχουν. Κι εγώ γραμμένα τα είχα μια ζωή… Να παραπονιέμαι τώρα; Δικαιοσύνη!» γέλασε.

Οταν ερχόμαστε οι περισσότεροι αντιμέτωποι με τη συμφορά, με τον θάνατο, μεταμορφωνόμαστε. Γινόμαστε αίφνης ευαίσθητοι, θεοσεβούμενοι, μας πιάνουν τύψεις, ομολογούμε αμαρτίες, ικετεύουμε έλεος. Ο γερογάτος δεν καταδεχόταν να αλλάξει ρότα. Να το κάνει καν ζήτημα.

Μια βδομάδα αργότερα, τον βρήκα να ξυρίζει το κρανίο του. «Ξεκινάω χημειοθεραπεία. Πέφτουν, λέει, τούφες-τούφες. Προτιμώ να τα πάρω εγώ».

Πρότεινα να τον γνωρίσω με τη μαμά μου, να κάνουν παρέα. Αρνήθηκαν κοφτά αμφότεροι. «Δεν είμαστε για προξενιά…».

Δεν το χωρούσε ο νους μου πώς πέρναγε τόσες ώρες κατάμονος, με την τηλεόραση σβηστή, δίχως τίποτα να διαβάζει. «Γιατί να διαβάζω; Διηγούμαι στον εαυτό μου τη ζωή μου! Ξέρεις πόσο πράμα έχω; Ούτε στο ένα τρίτο δεν έφτασα ακόμα…».

Μέρα με τη μέρα και οι δύο βάραιναν. Ο γερογάτος παρουσίαζε ραγδαία επιδείνωση. Η μάνα μου τον πέρασε στη στροφή και τερμάτισε πρώτη.

Την επομένη πήγα στο νοσοκομείο για κάτι διαδικαστικά. Ανέβηκα να τον δω. Είχε καθηλωθεί πλέον στο στρώμα, ορός και οξυγόνο. Είχε πάρει χαμπάρι τον θάνατό της, «ορεβουάρ στη μανούλα σου – από εδώ πάνε κι οι άλλοι!» κάγχασε.

«Χρειάζεσαι κάτι;» ρώτησα.
 «Εχει μαλλιάσει η γλώσσα μου» ψιθύρισε «να ψήνω την τσουπίτσα να μου κάνει ένα μικρό στριπτίζ… Ούτε να το συζητήσει! Μπας και την έπειθες εσύ; Με κάνα ρεγαλάκι; Ασε, μη βρεις και τον μπελά σου! Θα της το λέω εγώ ώσπου να ξεψυχήσω…».
Ο γερογάτος δεν αλλάζει ρότα.


ΠΗΓΗ ΕΔΩ: https://www.in.gr/

φωτο: https://www.tovima.gr/