23.1.21

Olivier Delorme: «Θεμιστοκλής»: Πολιτική, έρωτας και πόλεµος στην Αθήνα

 Προ-παρουσίαση του τελευταίου έργου του Γάλλου συγγραφέα σε απόδοση Στ. Λάβδα από την ιστοσελίδα Δράση για μια άλλη Πόλη.
Ο Olivier Delorme δεν είναι άγνωστος στους φίλους της

Δράσης. Πολλά κείμενά του-ιστορικά, επίκαιρα, πολιτικά, συνήθως όλα µαζί – που αφορούν ελληνικά θέµατα έχουν αναρτηθεί στον ιστότοπο µας, παρουσιάσαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και τράβηξαν την προσοχή των αναγνωστών. Βαθύς γνώστης της Ελληνικής Ιστορίας ο Delorme (έργο του είναι και µια τρίτοµη ιστορία της Ελλάδας και των Βαλκανίων) είναι συγχρόνως και γνώστης της σύγχρονης ελληνικής πραγµατικότητας και πρόσωπο αναφοράς στη χώρα του για ελληνικά θέµατα. Ο Delorme, που ζει πλέον µόνιµα στη χώρα µας (Νίσυρος) δεν είναι απλά ένας φίλος της Ελλάδας. Είναι ένας υπερήφανος Γάλλος που θα ήθελε, αν γίνονταν, να είναι ταυτόχρονα και Ελληνας. Εκτός από το ιστορικό του έργο ο Delorme έχει εκδώσει και επτά µυθιστορήµατα. Το όγδοο, «ο Θεµιστοκλής» θα κυκλοφορήσει στη Γαλλία τον επόµενο µήνα. Το θέµα του προφανές: ο µεγάλος Έλληνας πολιτικός και στρατιωτικός και η εποχή του.



Αναρτήσαµε εδώ ένα απόσπασµα από την προπαρουσίαση του βιβλίου αυτού, από τον Γαλλικό εκδοτικό οίκο H&O, καθώς και κάποιες σελίδες από το πρώτο του κεφάλαιο, µεταφρασµένες στα Ελληνικά.

Γιατί, αν ξεχνάµε από που ξεκινήσαµε, δεν θα βρούµε ποτέ που θέλουµε να πάµε.

Προ-παρουσίαση

Πριν από 2500 χρόνια, σε µια Αθήνα όπου η δηµοκρατία, ακόµα στα σκαριά, αµφισβητείται από εκείνους που έχουν τα πάντα, αλλά ποτέ δεν έχουν αρκετά, ένας άνθρωπος συμβάλλει στην εδραίωση της και γίνεται ταυτόχρονα η ψυχή της αντίστασης στην περσική εισβολή. Το όνοµα του Θεµιστοκλής.

Διορατικός και προκλητικός, µάστορας στην τέχνη της πονηριάς, εξαιρετικός στρατηγός και ο πρώτος από τους Αθηναίους «µεγάλους άνδρες», γόνος µιας «σκοτεινής» οικογένειας, είναι ο αρχιτέκτονας της καθοριστικής ναυτικής νίκης στη Σαλαµίνα, ο υποκινητής των δηµοκρατικών µεταρρυθµίσεων και αυτός που θα δώσει στην Αθήνα, απέναντι στη µιλιταριστική Σπάρτη, τα εργαλεία της δύναµης και της επιρροής της για τον επόµενο αιώνα. Αλλά οι λαοί κουράζονται από εκείνους που θέλουν να τους οδηγήσουν πολύ ψηλά και εκείνοι που, στην Αθήνα, σκοπεύουν να αποκαταστήσουν την ισχύ των «αριστοκρατών και εύπορων» δεν θα πάψουν ποτέ να τoν υποσκάπτουν. Εξοστρακισµένος, παράνοµος, ο Θεµιστοκλής πεθαίνει στην εξορία…


ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ

Πολιτική, έρωτας και πόλεµος στην Αθήνα Σαλαµίνα, µέσα Σεπτεµβρίου 480 π.Χ.

– Ίσως αύριο να είμαι ο σωτήρας της ελευθερίας των Ελλήνων. Ίσως. Αν η Αθηνά είναι µε το µέρος µας. Αν µας βοηθήσουν ο Ερµής, ο Αρης, ο Ποσειδώνας και ο Αίολος. Διαφορετικά, θα είµαι αυτός που παρακίνησε τους Αθηναίους να ακολουθήσουν µια πολιτική που έγινε αιτία να χαθεί η πόλη τους, αυτός που τους έπεισε να εγκαταλείψουν τη γη των προγόνων τους. Αυτός που τους έστειλε στην προσφυγιά, να ανέχονται τις προκαταλήψεις των µεν και τις ταπεινώσεις των δε, αυτούς, τους ελεύθερους πολίτες της οµορφότερης πόλης του κόσµου. Γιατί, καλώντας τους Έλληνες να αρνηθούν να προσκυνήσουν τον Μεγάλο Βασιλιά, θα είμαι αυτός που τους οδήγησε να υποστούν το άσβεστο µίσος του, αντί να κερδίσουν, µε τη δειλία τους, την περιφρονητική του επιείκεια. Θα είμαι εγώ αυτός που καταδίκασε τους Έλληνες σε εξορία ή θάνατο. Ή στη σκλαβιά, που είναι χειρότερη από την εξορία και το θάνατο. Και µόνο εσύ, ο Μνησίφιλος, ο παλιός µου δάσκαλος, που µε γνωρίζει τόσα χρόνια, θα υπερασπιστείς τη µνήµη µου. Αλλά δεν θα βοηθήσει. Οι συµπολίτες µου και όλοι οι Έλληνες θα καταριούνται για πάντα το όνοµά µου και τη γενιά µου.

– Δεν θα χρειαστεί να υπερασπιστώ τη µνήµη σου, Θεµιστοκλή Φρεάριε, γιατί αύριο θα είµαστε νικητές και εσύ θα είσαι ο πιο δοξασµένος Έλληνας. Γιατί χάρη σε εσένα, θα διατηρήσουν την ελευθερία τους και, ίσως το πιο σηµαντικό, την αξιοπρέπειά τους.

– Με το θέληµα των θεών…

– Οι θεοί… Οι θεοί καθόλου δεν άκουσαν τις προσευχές των Ελλήνων από τότε που ο Βασιλιάς φόρτωσε τα αναρίθµητα στρατεύµατά του στα καταστρώµατα των πλοίων του, φτιαγµένων από Έλληνες, στον Ελλήσποντο. Οι θεοί δεν άκουσαν τις προσευχές σου όταν, αφού έπεισες τους εκπροσώπους των πόλεων στον Ισθμό να στείλουν στρατό να αντιµετωπίσει τους Πέρσες στη Θεσσαλία, υποχρεώθηκες να αποσυρθείς γιατί, όπως και ο βασιλιάς της Μακεδονίας, οι άρχοντες των πόλεων της Θεσσαλίας ήταν ήδη αποφασισµένοι να υποταχθούν στον Βασιλιά και απείλησαν να επιτεθούν στα µετόπισθεν σας. Και στις Θερµοπύλες, οι θεοί δεν άκουσαν τις προσευχές του Λεωνίδα και των γενναίων του, προδοµένοι από έναν Έλληνα που προσεύχονταν στους ίδιους θεούς…

– Μην βλασφηµείς, Μνησίφιλε. Όχι απόψε.

– Δεν βλασφηµώ, τα γεγονότα περιγράφω. Όταν έπεισες και πάλι τους εκπροσώπους των πόλεων στον Ισθµό, να στείλεις τα πλοία βόρεια της Εύβοιας να σταµατήσουν το στόλο του Βασιλιά, ενώ, στη ξηρά, ο Λεωνίδας θα εµπόδιζε τον στρατό του στις Θερµοπύλες, οι θεοί δεν προστάτευσαν κάτι περισσότερο από το ναό της Αρτέµιδας…

– Η Άρτεµις, που τόση αφοσίωση της τρέφω, µας χάρισε τη νίκη! Την ίδια ώρα ο Ποσειδώνας και ο γιος του Αίολος κατέστρεφαν µε µια φοβερή καταιγίδα τη µοίρα του εχθρικού στόλου που έπλεε γύρω από το Εύβοια, για να µας κυκλώσει.

– Λες και οι θεοί διατάζουν του ανέµους και τις καταιγίδες! Λες και οι άνεµοι και οι καταιγίδες δεν ξεσπούν τυχαία, ή σύµφωνα µε κανόνες στους οποίους δίνουµε τα ονόµατα των θεών, επειδή δεν τους γνωρίζουµε. Όσο για το Αρτεµίσιο, ξέρεις καλύτερα από τον καθένα ότι οι Έλληνες δεν νίκησαν. Καταλαβαίνω ότι λες το αντίθετο δηµόσια, για να συντηρήσεις τη µαχητική διάθεση των ισχυρών και να ενθαρρύνεις τους αδύνατους, αλλά µαζί µου δεν χρειάζεται να συγκαλύπτεις την πραγµατικότητα. Στο Αρτεµίσιο, δεν ηττηθήκαµε και αυτό είναι ήδη αρκετό. Αλλά ούτε και ο στόλος του Ξέρξη. Δεν θα ήµασταν εδώ αν είχε ηττηθεί. Με λίγα λόγια, αν οι Έλληνες πρόκειται να νικήσουν εδώ, µου φαίνεται πιο σίγουρο να υπολογίζουν στην µήτι (1) του Θεµιστοκλή από ό, τι στην παρέµβαση των θεών.

– Είσαι πολύ καλός µαζί µου απόψε, Μνησίφιλε, αλλά αυτή τη µήτι, τη χρωστάω µόνο στους θεούς … και λίγο και σε σένα, δάσκαλε, που σε ευγνωµονώ για αυτό που έχω γίνει.

– Εγώ Θεµιστοκλή το µόνο που έκανα ήταν να σου εξάψω την περιέργεια, µε τα λίγα που ξέρω. Δεν µπόρεσα να σε κάνω να αγαπήσεις τη µουσική και το χορό. Μάθαινες µόνο αυτό που ήθελες να µάθεις, σε ενδιέφερε µόνο ότι θα βοηθούσε µια µέρα να χειριστείς το λαό και να διοικήσεις την πόλη. Ήμουν µάλλον ο πρώτος σου λαός, παρά ο δάσκαλος σου. Σε βοήθησα να δοκιµάσεις τις ιδέες σου, σε πίεσα να τις βελτιώσεις µε τις αντιρρήσεις µου, να δυναµώσεις τα επιχειρήµατά σου φέρνοντας σου αντίλογο, να ακονίσεις τη γλώσσα σου δείχνοντάς σου τις αδυναµίες σου. Σε βοήθησα να γεννήσεις, δεν γέννησα.

Μέχρι να πεθάνω, θα θυµάµαι µε κάθε λεπτοµέρεια κάθε λέξη που ειπώθηκε εκείνη τη νύχτα. Το πρωί, θα ήµασταν ήδη σε δράση, πολύ αργά για να εξετάσουµε, να ζυγίσουµε, να προβληµατιστούµε, έπρεπε να προετοιµάσουµε το πλοία και να εµψυχώσουµε τα πληρώµατα· όλα είχαν ήδη πάρει το δρόµο τους. Αλλά εκείνο το βράδυ ήµασταν σε µια ατέλειωτη αναµονή. Περιµέναµε ακόµα, µε τις ίδιες αµφιβολίες, τις ίδιες µεµψιµοιρίες για πάρα πολλές ηµέρες. Και ο δίσκος της Αρτέµιδας σιγά-σιγά κατέβαινε στον ορίζοντα. Συνάντησα το Μνησίφιλο µετά από ένα ακόµη συµβούλιο των διοικητών των στόλων. Η µισή νύχτα είχε ήδη περάσει. Παρέµεινα σιωπηλός για ώρα, ξαπλωµένος σαν να ήµουν σε συµπόσιο, µε το δεξί µου αγκώνα µέσα στα χαλίκια της παραλίας. Ενιωθα το µπράτσο µου να µουδιάζει. Ο αέρας µύριζε πεύκο και θυµάρι που φύτρωναν λίγο ψηλότερα από την ακτή. Σκεφτόµουν ότι αυτή η γη που θα χάναµε για πάντα είναι η πιο όµορφη στον κόσµο. Τα µάτια µου κοίταξαν τον ουρανό όπου µόνο λίγα αστέρια κατάφερναν να αντέξουν τη λάµψη του φεγγαριού. Έψαχνα για ένα σηµάδι. Από τη φωτιά είχαν µείνει µόνο τα κάρβουνα. Απέναντι µου, σε ένα κάθισµα που είχα φέρει από τη σκηνή µου, καθόταν ο Μνησίφιλος. Ο Μνησίφιλος έφερε στα χείλη του το κύπελλο που ένας από τους υπηρέτες µου µόλις είχε γεµίσει ξανά.

 Μην πνίγεις τη σοφία σου στο κρασί Μνησίφιλε, µπορεί ακόµα να µου φανεί χρήσιµη την πολύ µεγάλη µέρα που έρχεται.

– Η σοφία µου ξέρει πώς να κολυµπάει στο κρασί, Θεµιστοκλή και έτσι κι αλλιώς θα είναι πια λιγότερο χρήσιµη για σένα από την αλαζονεία(2) του Μεγάλου Βασιλιά.

– Ο Ξέρξης δεν πρέπει να ένιωσε ιδιαίτερη έκπληξη από το µήνυµα µου. Εχει ήδη στο πλευρό του έναν πρώην βασιλιά της Σπάρτης και τους γονείς και τους φίλους του τύραννου που εξοστρακίσαµε, που περιµένουν τη νίκη του για να µας αντικαταστήσουν και να µας βάλουν ταυτόχρονα σε διπλό ζυγό, του βασιλιά και το δικό του. Κι όχι µόνον αυτό. Στη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, τη Βοιωτία, έχει δει πάρα πολλούς Έλληνες να τον προσκυνούν και να τον αναγνωρίζουν σαν αφέντη χωρίς καµιάν αντίδραση. Είδε τόσες πολλές ελληνικές πόλεις και άρχοντες να του προσφέρουν γη και ύδωρ, από το φόβο ενός στρατού που γνώριζαν µόνο από φήμες ή µε την ελπίδα ότι µε την γρήγορη υποταγή τους, ο βάρβαρος θα τους βοηθήσει να κανονίσουν τους λογαριασµούς τους µε µια γειτονική ελληνική πόλη ή έναν άλλο άρχοντα. -Το σκέφτηκες ποτέ µέσα σου αυτό;

– Ποιο;

– Να προδώσεις την ελευθερία των Ελλήνων. Να συστήσεις στους Αθηναίους να υποκύψουν: µε τη ρητορική σου δεινότητα και την πειστικότητα σου… – Που είναι, όπως η µήτις, δώρο του Ερµή!

– Ό,τι πεις. Με την επιρροή που σου έδωσαν πάνω στους ανθρώπους, ο λαός πιθανότατα θα σε είχε ακολουθήσει. Ο Μεγάλος Βασιλιάς θα ήταν επιεικής, οι Αθηναίοι θα είχαν χάσει την ελευθερία τους, αλλά όχι τις εστίες τους. Οι πλουσιότεροι θα είχαν διατηρήσει το µεγαλύτερο µέρος της περιουσίας τους, και οι υπόλοιποι τις συνήθειες τους. Η υποταγή σε αυτό που ονοµάζεται πεπρωµένο είναι συχνά απλά και µόνο η δικαιολογία της δειλίας, αλλά είναι επίσης συχνά πιο βολική από την αντίσταση σε κάτι που µοιάζει µάταιο. Όλοι τους θα σε τιµούσαν που τους συµβούλευσες να διατηρήσουν την βολή τους, µε τίµηµα την τιµή τους! Και θα εκµεταλλευόσουν την ευγνωµοσύνη που ο Βάρβαρος θα σου έδειχνε, που του πρόσφερες, χωρίς µάχη, αυτή την πόλη, που είχε το θράσος να εξοντώσει τον στρατό του πατέρα του πριν δέκα χρόνια στον Μαραθώνα και που είχε ορκιστεί να τιµωρήσει.

– Πολέµησα στο Μαραθώνα. Έβαλα τον λαό να ψηφίσει το διάταγµα που καταδίκαζε σε θάνατο τον διερµηνέα των απεσταλµένων του Ξέρξη, που απαιτούσαν γη και ύδωρ, επειδή είχε χρησιµοποιήσει την ελληνική γλώσσα για να µεταφέρει τις διαταγές ενός βάρβαρου δεσπότη στους ελεύθερους πολίτες της Αθήνας. Έφτιαξα αυτόν τον στόλο που περιµένει την διαταγή να νικήσει. Γέννησα το ανείπωτο µίσος όλων εκείνων που ισχυρίζονται, στην Αθήνα, ότι είναι από καλή γενιά και τώρα, εξαιτίας µου, χάνουν τις περιουσίες τους, επειδή αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα πλούσια σπίτια τους, τη γη τους, τις ελιές τους, τα κοπάδια τους, που θα τα είχαν διατηρήσει αν είχαν υποταχτεί στο Μεγάλο Βασιλιά. Οι πλουσιότεροι είναι πάντα έτοιμοι να προδώσουν πρώτοι! – Πρέπει να τους καταλάβεις Θεµιστοκλή, οι πλουσιότεροι έχουν τα περισσότερα να χάσουν. Επομένως έχουν και κάθε λόγο να προδώσουν και να σπεύσουν στην υποταγή, για να αγοράσουν την εύνοια ενός άρχοντα και να διασφαλίσουν ότι θα διατηρήσουν το µεγαλύτερο µέρος του πλούτου τους.

– Δεν είναι µόνο αυτό Μνησίφιλε. Με µισούν, γιατί αυτός ο στόλος χρειάζεται κωπηλάτες, και αυτοί οι κωπηλάτες είναι οι φτωχότεροι από τους πολίτες και τώρα από αυτούς εξαρτάται η σωτηρία της πόλης, και έτσι από εδώ και πέρα, δεν θα ανέχονται να τους κοροϊδεύουν άλλο στη Συνέλευση. Θα απαιτήσουν να ακουστούν· Μια µέρα, ίσως, θα απαιτήσουν υποταγή από αυτούς τους ευπατρίδες, που µε πρόσχηµα τους επιφανείς προγόνους και την περιουσία που έχουν, πιστεύουν ότι έχουν φυσικό δικαίωµα να διοικούν την πόλη. Καθόντουσαν άνετα πάνω στα όµορφα άλογά τους, µε τα λαµπερά όπλα τους, τη στιγµή που παιζόταν όχι µόνον η ελευθερία της πόλης αλλά και η αξίωση τους να την διοικούν αιώνια. Και δεν θα µε συγχωρήσουν ποτέ που υπέσκαψα τα θεµέλια της εξουσίας τους, επεκτείνοντας την Αθήνα προς τη θάλασσα. – Δεν είσαι στη Συνέλευση Θεµιστοκλή, δεν χρειάζεται να ξεχάσεις τον λαό, και δεν απαντάς στην ερώτησή µου.

– Μνησίφιλε, στην ερώτηση σου απαντάω. Αν έφτιαξα αυτόν τον στόλο και πήρα το ρίσκο να µε µισήσουν οι πιο ισχυροί συµπολίτες µας, είναι για να αντισταθώ στον Βασιλιά, όχι για να του παραδώσω την πόλη. – Δε σε ρώτησα αυτό.

– Τότε;

– Ξέρεις πολύ καλά.

– Ο άνθρωπος δεν είναι ούτε ότι σκέπτεται, ούτε οι υποθέσεις που κάνει, ούτε οι πειρασμοί που απορρίπτει, ούτε οι φόβοι που ξεπερνά. Ο άνθρωπος είναι οι πράξεις του.

– Το έχεις λοιπόν σκεφτεί σοβαρά;

– Δεν νοµίζεις ότι, αν ήταν έτσι, θα ήσουν ο πρώτος, ίσως και ο µόνος, που θα το ήξερε;

– Γιατί απαντάς σε ερώτηση µε ερώτηση;

– Γιατί να γίνονται ερωτήσεις που απαιτούν από τον άλλον απάντηση;

– Αυτός που οι συµβουλές του και τα λόγια του καθορίζουν το µέλλον µιας πόλης δεν οφείλει να εξετάζει όλες τις δυνατότητες;

– Μα την Ηρα, ξέρεις ποια µου θυµίζεις, Μνησίφιλε; Την αγαπηµένη µου Αρχίππη, όταν ήταν ακόµα σε ηλικία ζήλιας και εγώ σε ηλικία να χορταίνω όλες τις απολαύσεις, που, όταν γύριζα σπίτι ξηµερώµατα, µε βασάνιζε για να µάθει µε ποιον και σε ποια ταβέρνα είχα µεθύσει και στη συνέχεια σε ποια πορνεία και από πόσες αγκαλιές είχα περάσει! – Και τελικά της έλεγες; – Της έλεγα λίγα, για να έχω την ησυχία µου. Αυτό είναι το µυστικό για ένα καλό γάµο!

——————————————————————

(1) mitis στο πρωτότυπο κείμενο. µήτις: αρχαία πολυσήµαντη λέξη. Σοφία και πονηρία µαζί. Σοφία και πανουργία, µε την παλιά σηµασία της λέξης πανουργία, µε ουδέτερο δηλαδή και όχι αρνητικό νόηµα.

(2) hybris στο πρωτότυπο

Πηγή: actualitte.com (livres/avant-parutions)

Απόδοση: Σταύρος Λάβδας


https://ardin-rixi.gr/archives/230338