14.12.20

Η ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΣΙΩΤΣΙΟΥ: «ΤΟ ΚΑΨΙΜΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΟΥ ( ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΚΟΖΑΝΗΣ ) ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ ΤΟ 1943»-ΦΩΤΟ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:
Καταφύγιον Κοζάνης
Πυρποληθέν υπό των Γερμανών
 25 Δεκεμβρίου 1943
Θεοχάρης Μπικηρόπουλος

Μνήμες ενός παιδιού 7 ετών που σήμερα είναι 82

Παραμονές Χριστουγέννων, 
ο παππούς μου και η μάνα μου ετοίμαζαν τα απαραίτητα για τη γιορτή των Χριστουγέννων∙ ό,τι είχαν δηλαδή, γιατί η ανέχεια και η πείνα θέριζε εκείνη την εποχή όλους τους Έλληνες. 


Μπορεί να υπήρχε μόνο ένα κομμάτι χοιρινό με πράσα, έτσι, μόνο για τη γεύση. 
Ο πατέρας μου έλειπε στον κάμπο για δουλειά, ήταν υλοτόμος στο επάγγελμα, και περιμέναμε από μέρα σε μέρα να έρθει να κάνουμε μαζί Χριστούγεννα.
Στο σπίτι ήμασταν η μάνα μας Ευφροσύνη, ο παππούς μου Θόδωρος, ο μικρός μου αδελφός ο Λάζαρος, που ήταν ενός έτους, η αδελφή μου Μαρία, πέντε ετών, και εγώ επτά χρονών τότε.

Από το βράδυ τίποτα δεν έδειχνε πως θα ζούσαμε αυτό το δράμα και την καταστροφή που ερχόταν. Αφού φάγαμε με την αδελφή μου από ένα κομματάκι ψωμί και τρεις ελιές, η μάνα μάς έβαλε για ύπνο∙ ο παππούς μου είχε ήδη ξαπλώσει.
Δεν είχε ξημερώσει, νύχτα ήταν ακόμα, όταν ακούσαμε τις πρώτες τουφεκιές. Σε λίγο έγινε ο χαμός. Ευτυχώς που εκείνο το βράδυ υπήρχε ο σκοπός που τους αντελήφθη και έτσι τους καθυστέρησε με μια ομάδα αντάρτες, οι οποίοι με τα λιανοντούφεκα κράτησαν τους Γερμανούς για πολλή ώρα και προλάβαμε και φύγαμε πολλοί από τα σπίτια πριν ξημερώσει.
Ήρθε η μάνα μας και μας ξύπνησε, μας έντυσε γρήγορα γρήγορα και πήγε να ετοιμάσει και τον μικρό μας αδερφό στο άλλο δωμάτιο. 
 Ο παππούς μου φώναζε: 
«Φρόσω, τελείωνε, θα μας κάψουν ζωντανούς μέσα στο σπίτι», η αδελφή μου ήταν μαζεμένη σε μια γωνία και εγώ τρέμοντας να πηγαινοέρχομαι στο καθικάκι από τον φόβο και το κρύο με τον παππού να μας μαλώνει «γρήγορα, γρήγορα», γιατί αυτός κουβαλούσε κάτι βελέντζες, προκόβια και ρούχα έξω στον μπαχτσέ.
Ήταν σίγουρος πλέον πως θα καίγανε το χωριό.

20 Δεκέμβρη του ’43: 
ένα ξημέρωμα όπου αυτό που άκουγες δεν ήταν ευχές Χριστουγέννων αλλά «οι Γερμανοί, οι Γερμανοί», πολυβόλα, κλάματα και φωνές…
Εδώ και πολύ καιρό λέγανε πως οι Γερμανοί θα κάψουν το Καταφύγι, και όλοι οι Καταφυγιώτες είχαν καταφέρει να παραχώσουν τα απαραίτητα.
Ήρθαν όμως μια ομάδα Γερμανών, μείνανε για λίγες μέρες και γυρίσανε στον Βελβεντό.
Και έτσι οι Καταφυγιώτες νόμισαν πως όλα είναι εντάξει, γι’ αυτό ο παππούς ξέθαψε όλα αυτά που είχε θάψει πριν από μέρες.
Και τώρα τα κουβαλούσε μόνος ξανά στην πλαγιά σε κάτι τζιρνικές (κορομηλιά ή τζάνερα), εκεί που ήταν το σεντούκι.
Ευτυχώς δεν το είχε ξεθάψει…
Αφού τελείωσε, έδωσε σ’ εμένα έναν τορβά, έβαλε ένα καρβέλι ψωμί, η μάνα μου φόρεσε ένα παλτό που το έκανε σάκο βάζοντας μέσα τον μικρό μας αδερφό, ο παππούς τής κούμπωσε το παλτό και βγήκε πρώτη από το σπίτι.
Και αφού πήρε και αυτός μια βελέντζα, ένα Προκόβι και δύο ψωμιά, ξεκινήσαμε στο άγνωστο με μόνη μας ελπίδα τον Θεό.

Το κρύο έτσουζε στα χέρια και το πρόσωπο. Ευτυχώς δεν είχε χιονίσει, μια πάχνη μόνο είχε στον δρόμο από το πολύ κρύο. 
Ο Θεός έδειξε για μια φορά ακόμα την αγάπη του, αλλιώς θα είχαμε πολλές απώλειες ζωών.
Κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια λέει ο παππούς στη μάνα μου: 
«Φρόσω, έσβησες τ’ λάμπα; Να μην πάρει καμιά φωτιά το σπίτι». Πού να ήξερε…
Εγκαταλείποντας το σπίτι η μάνα μου και ο παππούς μου γύρισαν το κεφάλι και ξέσπασαν σε λυγμούς. Αλήθεια, πόση δουλειά, πόσα βάσανα και χαρές δεν έχουν περάσει σ’ αυτό το σπίτι που τώρα το εγκαταλείπουν στο έλεος των βαρβάρων.
Ξεκινήσαμε. 
Στον δρόμο δεν υπήρχε ούτε ψυχή, ησυχία παντού. 
Μια γυναίκα που βρήκαμε ήταν μόνη της νομίζω, Κρίτου τη λέγανε, μας ακολουθούσε και αυτή. Πρέπει να ήμασταν οι τελευταίοι, δεν ανταμώσαμε άλλους στον δρόμο. 
 Περάσαμε από την πλατεία του χωριού και λίγο παραπάνω ήταν το σπίτι της γιαγιάς μου της Πολυξένης. 
Μου λέει η μάνα μου: 
«Πήγαινε δες μήπως είναι κάποιος ακόμα μέσα».
Οι πόρτες ήταν όλες ορθάνοιχτες. Αυτό που αντίκρισα δεν μπορώ να το περιγράψω: η σκάφη που ζύμωναν είχε μέσα ακόμα δύο ή τρία πλαστά ψωμί, καθώς και κάτι τεντζερέδες με φαγητό στο άλλο τραπέζι.
[Τώρα που τα γράφω τρέμουν τα χέρια μου∙ είναι σαν να τα ξαναζώ].


Βγήκα, είπα πως δεν είναι κανένας και συνεχίσαμε την ανηφόρα για το σταυροδρόμι. Δε νομίζω να υπήρχαν άλλοι, γιατί επικρατούσε μόνο το κακάρισμα των πολυβόλων.
Προχωρούσαμε προς το βουνό∙ ήταν ο μόνος δρόμος που θα μας οδηγούσε στην ελευθερία.
Έπρεπε να μπούμε στο δάσος πριν ξημερώσει. Στον δρόμο μας βρήκαμε ένα μεγάλο ρέμα. Δεν ξέρω αν ήταν ο μέγας ο λάκκος, πάντως είχε πολύ νερό. Ο παππούς, η μάνα μου και εγώ περάσαμε, η αδελφή μου όμως φοβόταν να περάσει. Κλαίγοντας λέει η μάνα μου έναν μπάρμπα που περνούσε εκείνη την ώρα: «Μπάηου, πέρασε του κορίτσι, γιατί φοβάται». Η απάντηση ήτανε:
«Άρα δεν γλεπς; Θα μας σκουτόζν! 
 Του κουρίτσ τηράς;»
Αυτό η μάνα μου δεν το ξέχασε μέχρι την τελευταία της πνοή, αλλά ούτε και μας είπε ποιος ήταν…
Σε λίγο έρχεται ένας αντάρτης, παίρνει την αδελφή μου, την περνά από το ρέμα και συνεχίζουμε την ανηφόρα σε κάτι απόκρημνες πλαγιές, αλλά το δάσος ήταν πολύ πιο επάνω.

Εδώ το μέρος ήταν μια γυμνή πλαγιά και είχε αρχίσει να ξημερώνει για τα καλά. 
 Οι Γερμανοί μάς βλέπανε και μας βάλανε με τα πολυβόλα, οι σφαίρες σβήνανε μπροστά μας και στο πλάι μας.
Μικρός τότε έλεγα τη μάνα μου να σκύψει να μην τη χτυπήσουν οι σφαίρες…
Αφού γείραμε πίσω από τη ράχη του βουνού, εκεί ο παππούς μας είπε να ξεκουραστούμε για λίγο, γιατί είχαμε πολύ δρόμο ακόμα.
Οι Γερμανοί βρήκαν άδειο το χωριό και το λεηλάτησαν με τους γνωστούς άγνωστους φίλους τους.
Όσοι άρρωστοι, ανήμποροι και γέροι είχαν μείνει στα σπίτια βρήκαν τραγικό θάνατο: άλλους τους σκότωσαν και άλλους τους έκαψαν ζωντανούς.
Ένα θύμα από αυτά ήταν και η γυναίκα του αδερφού του παππού μου Θόδωρου, Γούλα Τσιώτσιου ή Τριανταφυλλιά Τσιώτσιου, η οποία βρέθηκε καμένη στο κατώφλι της έξω από την πόρτα.
Όταν φτάσαμε στο δάσος, εκεί νιώσαμε ασφάλεια. Θυμάμαι που μου είπε ο παππούς να μάσουμε ψιλά τσάκνα και να ανάψουμε φωτιά, γιατί αλλιώς την έχουμε χαμένη.
Με ένα Προκόβι και μια βελέντζα λοιπόν βγάλαμε το πρώτο βράδυ.
Την άλλη μέρα άκουγες από παντού να φωνάζουν ονόματα, όλους με το επώνυμο. Έτσι βρήκαμε ο καθένας το σόι του και γίναμε ομάδες, να σπάσει ο φόβος και η αγωνία για το αν οι δικοί μας ήταν ζωντανοί, αν κατάφεραν να ξεφύγουν. Εδώ κάτω από μεγάλα έλατα νιώσαμε σιγουριά και ασφάλεια, ανάψαμε μεγάλες φωτιές και ετοιμάσαμε η κάθε οικογένεια το «γιατάκι» της.
Δε θυμάμαι ακριβώς πόσες μέρες μείναμε πολλά γυναικόπαιδα.
Ένα είναι σίγουρο όμως: 
Χριστούγεννα κάναμε στο δάσος.

Μια μέρα ακούστηκαν φωνές από άλλους πατριώτες:
«ΩΪ, ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΕΒΓΑΝ ΑΠ’ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΟ!
Το χωριό ερήμωσε, μπορούμε να πάμε».
Οι πιο ψύχραιμοι ξεκινήσανε.
 Άλλοι πάλι περίμεναν, γιατί δεν είχαν εμπιστοσύνη στους βάρβαρους. 
Φοβήθηκαν την παγίδα και, δυστυχώς, είχαν δίκιο.
Γιατί πραγματικά οι Γερμανοί περίμεναν και τους πιάσανε όλους σαν τα ποντίκια που πέφτουν στην παγίδα φυλακίζοντάς τους στο ταπητουργείο του χωριού.
Το τι πέρασαν εκεί μόνο οι ίδιοι θα μπορούσαν να διηγηθούν.
Ο παππούς μου ξεκίνησε με πολλούς άλλους να επιστρέψει, αλλά τους φώναξαν πως όσοι επιστρέφουν οι Γερμανοί τούς συλλαμβάνουν, και έτσι γλυτώσαμε από την αιχμαλωσία.
Την επόμενη μέρα άρχισε κάτι να μυρίζει πολύ άσχημα: είχαν βάλει φωτιά σε όλο το χωριό. Μια παράξενη μυρωδιά ανακατεμένη από καμένα ρούχα, πτώματα ανθρώπων και ζώων, και από ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους.
ΟΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΙ ΤΑ ΕΙΧΑΝ ΞΕΧΑΣΕΙ ΟΛΑ, το κρύο, την πείνα, και άκουγες μόνο λυγμούς και κλάματα…

Περάσανε 75 χρόνια από τότε, η εικόνα όμως δεν πρόκειται να σβήσει όσα χρόνια και αν περάσουν.
Τα γράφω τώρα και δεν το πιστεύω ούτε εγώ. 
Το ψωμί το ψήνανε στη χόβολη και το χειρότερο ήταν ότι, όταν ακούγαμε βουή αεροπλάνου, ρίχνανε νερό να μη μας καταλάβουν και μας βομβαρδίσουν, και ξανά από την αρχή. 
 Είναι οι εικόνες που μου μείνανε από τις παιδικές μας διακοπές, μαζί με το σύννεφο καπνού και τη μυρωδιά των καμένων πτωμάτων και ρούχων.
Εμείς βρεθήκαμε με την γιαγιά την Πολυξένη και τον παππού τον Γιώργο, καθώς και τις θείες Μαριγώ και Ηρώ.

Ο θείος Σπύρος και ο Στέφανος εκείνο το διάστημα ήταν για δουλειά στα καμποχώρια.
Ύστερα από πολλές ημέρες, οι δύο παππούδες μάς πήραν και κατεβήκαμε σε ένα από τα χωριά της Ημαθίας (σήμερα Δάσκιο, τότε Ντράιτσκο). Βρήκανε ένα αχυρώνα και μαζευτήκαμε οι δύο οικογένειες. Τουλάχιστον δεν ήμασταν έξω.







ΕΔΩ ΑΡΧΙΖΕΙ Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΜΑΣ ΤΗ ΧΩΡΑ.
ΠΥΡΟΠΑΘΕΙΣ ΜΑΣ ΟΝΟΜΑΖΑΝΕ!

Σ’ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΑΧΥΡΩΝΑ ΑΝΤΑΜΩΣΑΜΕ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ.
Οι δύο παππούδες, Θεόδωρος και Γεώργιος, η γιαγιά Πολυξένη, ο πατέρας μου Γιάννης, η μάνα μου Φρόσω, ο θείος Σπύρος, ο θείος Στέφανος, η θεία Μαριγώ, η θεία Ηρώ, η αδελφή μου Μαρία, ο αδερφός μου Λάζαρος και εγώ.
Αυτοί όλοι έπρεπε να φάμε, να πλυθούμε, να ντυθούμε και επιτέλους να ζήσουμε.
Τις πρώτες ημέρες που πήγαμε στο χωριό δεν είχαμε πλέον τίποτα για φαγητό. Κυριακή πρωί θυμάμαι λέει η γιαγιά μου τους παππούδες αν γνωρίζουν κάποιον από το χωριό να ζητήσουν λίγο ψωμί ή να πάνε σε κάποια σπίτια. Ίσως κάποιος να τους έδινε κάτι, γιατί μας έβλεπε πως πεινούσαμε.
Με μια λέξη απάντησαν και οι δύο: 

«Εμείς ζητλιαρέοι ( Ζητιάνοι ) δε θα γίνουμε»…
Τότε η γιαγιά η Πολυξένη τούς λέει: 
«Δε θα αφήσω τα παιδιά νηστικά». 
 Με παίρνει από το χέρι και πηγαίνουμε έξω κατευθείαν στην εκκλησία του χωριού.
Εκείνο τον καιρό οι εκκλησίες είχαν πολλά μνημόσυνα. Αφού τελείωσε η λειτουργία, καθίσαμε έξω για να πάρουμε ψωμάκια, κόλλυβα, να πάμε να φάνε και οι άλλοι.
 [Μπορεί ο ανθρώπινος νους να ξεχάσει κάτι παρόμοιο;]
Γι’ αυτό λέω πάντα: μη δίνεις λεφτά, αλλά δώσε τουλάχιστον ψωμί∙ μόνο αυτός ξέρει γιατί ήρθε στην πόρτα σου.

ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ ΑΠΟ ΤΑ ΠΛΟΥΣΙΑ ΔΩΡΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Όταν γυρίσαμε, τους βρήκαμε όλους έξω στο χωράφι. Είχαν ανάψει μια μεγάλη φωτιά και οι παππούδες είχαν βγάλει τις φανέλες και τις τίναζαν στη φωτιά για να κάψουν τις ψείρες. Άκουγες ένα κροτάλισμα αυτόματου όπλου όταν σκάγαν οι ψείρες, μεγάλη αφθονία αυτού του είδους. Τους λέει τότε η γιαγιά: «Εσείς φάτε αυτά που ψήσατε»…
Ίσως θα αναρωτηθεί κάποιος: είναι ανάγκη αυτές οι λεπτομέρειες;
Μπορεί όχι, αλλά εγώ που τα έζησα και μου φαίνονται τόσο παράξενα, πόσο παράξενα θα φαίνονται στις μετέπειτα γενιές που πλέον όλα φαντάζουν σαν μια καλή κινηματογραφική ταινία;
Εδώ χωρίσαμε με την οικογένεια του παππού Γιώργου και της γιαγιάς Πολυξένης. Μας πήρε ο πατέρας μου και μας πήγε στην Αγκαθιά Ημαθίας, αφού μας φόρτωσε σε ένα κάρο με βουβάλια, γιατί στον δρόμο δεν μπορούσες να περπατήσεις: η λάσπη ήταν τουλάχιστον είκοσι πόντους, αφού και τα βουβάλια με το ζόρι τραβούσαν το κάρο.
Μας πήγε σε ένα σπίτι, μαζεμένοι όλοι σε ένα δωμάτιο, αλλά νιώσαμε τη ζεστασιά και το φιλότιμο του Έλληνα «χωριάτη» ( γι’ αυτό λέω «εγώ είμαι αρχιχώριατος» και περήφανος γι’ αυτό ).
Εκεί μείναμε δύο ή τρείς ημέρες. Φεύγοντας από την Αγκαθιά πήγαμε στο Μοναστήρι της Σφήνιτσας τον Αγίου Αθανασίου. Εκεί μείναμε πολύ καιρό, μεγάλη ιστορία.
Η ΔΙΑΜΟΝΗ ΜΑΣ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΣΦΗΝΙΤΣΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΘΙΑ ΗΜΑΘΙΑΣ
Το πρωί σηκωθήκαμε, ο πατέρας έφερε δυο μουλάρια, φόρτωσε ό,τι πράγματα είχαμε, αυτά τα λίγα, έβαλε τη μάνα μου με τον μικρό αδερφό στο ένα, στο άλλο την αδελφή μου και εμένα και ξεκινήσαμε για το μοναστήρι. Εκεί μας υποδέχτηκε ο μάγειρας, ο Αριστοτέλης (έτσι τον λέγανε) και η μοναχή Κυριακή (η μετέπειτα Ηγουμένη στο Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στον Κορινό Πιερίας).
Εγώ τη φώναζα θεία Κυριακή. Ήταν η πρώτη μου δασκάλα, γιατί στο χωριό μου, το Καταφύγι, μόνο μία εβδομάδα πήγα σχολείο. Αυτή μου έμαθε την αλφάβητο.

Την άνοιξη μας γράψανε στο σχολείο στο Νεοχώρι Ημαθίας. Η μοναχή είχε μία ανεψιά στην ηλικία μου, μαζί πηγαίναμε μέσα στο δάσος, δύο παιδιά οκτώ χρονών. Τώρα που το γράφω αναρωτιέμαι: πού μας στέλνανε μέσα στην ερημιά και με τόσο άσχημη κατάσταση;
Κουβαλούσαμε από μια σακούλα που μέσα είχε μια πλάκα και ένα κονδύλι και από μια φλέντσα ψωμί, γιατί ήταν γύρω στη μία ώρα δρόμος. Στο σχολείο δασκάλα ήταν η θεία Γλυκερία Τσούφλια, πολύ αυστηρή. Το λέω αυτό γιατί πολλές φορές σβήνανε αυτά που γράφαμε στην πλάκα και την άλλη μέρα θυμόμαστε μόνο τα μισά, και αυτό κράτησε όλο το 1943.
Στο προαύλιο του μοναστηριού υπήρχαν τρία ή τέσσερα μεγάλα σπίτια. Εκεί μένανε πολλές οικογένειες που και αυτούς, όπως και εμάς, τους είχαν καταστρέψει οι Γερμανοί. Εκεί βρήκανε κάποια στήριξη από το μοναστήρι. Εμάς μας πήραν μέσα στη μονή, δηλαδή στα κελιά των μοναχών, γιατί ήταν μόνο ο ηγούμενος, η μοναχή, ο μάγειρας και η οικογένεια Παπαστεργίου, συγγενείς της μοναχής Κυριακής. Γι’ αυτό πήρανε και εμάς.
Η οικογένειά μου τότε ήταν ο παππούς ο Θόδωρος, ο πατέρας μου Ιωάννης, η μάνα μου Ευφροσύνη, η αδελφή μου Μαρία και ο μικρός μου αδελφός Λάζαρος.
Μέναμε σε δύο κελιά. Μπροστά υπήρχε ένα μεγάλο μπαλκόνι, στο ισόγειο στην επάνω άκρη ήταν το χοιροστάσιο, μετά μια αποθήκη, ο φούρνος και η κουζίνα όπου εκεί ο Τέλης (Αριστοτέλης) καθημερινά ετοίμαζε πολλές μερίδες φαγητό. Θα μου πείτε, απλά πράγματα, αλλά πάρα πολλή δουλειά, και πάντα χαμογελαστός.

Η μοναχή αυτή ήταν και παπάς και ψάλτης και καντηλανάφτης.
Ο πατέρας μου έφευγε καθημερινά για τα χωριά για κάποια δουλειά. Φυσικά, όχι για χρήματα, αλλά με σιτάρι ή καλαμπόκι για ψωμί. Έτσι κυλούσε ο καιρός. Κάποια φορά έρχονταν οι αντάρτες και χτυπούσαν την πόρτα για να μπούνε. Δεν ξεχνώ εκείνες τις λαχτάρες. Μετά έρχονταν οι τότε Μάηδες, και αυτοί οπλισμένοι. Ανεβαίνανε στο επάνω όροφο στο μπαλκόνι, καλούσαν και τον Ηγούμενο. Αφού τρώγανε και πίνανε, ρίχνανε και μερικές ριπές με τα αυτόματα φεύγοντας. Η ζωή συνεχιζόταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, είχαμε συνηθίσει πλέον, αλλά ο φόβος δε μας άφηνε να ηρεμήσουμε∙ κάθε μέρα και κάτι χειρότερο περιμέναμε.
[Γράφω για το χοιροστάσιο γιατί εκεί ήταν η πρώτη τιμωρία που φάγαμε τόσο εγώ όσο και η ανεψιά της μοναχής, γιατί είπαμε ψέματα για το σχολείο].
Ο χειμώνας του ’44 μας βρήκε ακόμα εκεί, στα κελιά του μοναστηριού. Εκείνα τα Χριστούγεννα θα μου μείνουν αξέχαστα, γιατί πήρα το πρώτο μου δώρο: ένα ζευγάρι καινούργια τσαρούχια.
Ο πατέρας μου είχε κάνει και για την αδελφή μου, που δεν τα φόρεσε ποτέ. «Εγώ τσαρούχια δε βάζω», είπε…
 Από μικρή φαινότανε πως είναι περήφανη και δεν πρόκειται να φορέσει τσαρούχια.
Ένα βράδυ ήρθαν οι αντάρτες, μπήκανε μέσα και πήραν τον πατέρα μου. Η αγωνία της Μάνας μου δεν περιγράφεται, και αυτό γιατί κάτι είπε εκεί που δούλευε και κάποιος το κάρφωσε.
Εμείς μικροί δεν καταλαβαίναμε και τόσο από αυτά. Όταν γύρισε, έλεγε την ιστορία. Εκεί που τον πήγαν ήταν ένας καπετάνιος Καταφυγιώτης, ο Γκουτζιάνας, Τον ρώτησε: 
 «Τι θελς εδώ εσύ, Γιάννη;» 
 «Εσείς με φέρατε», του απάντησε.
 «Ώι! Εδώ όποιος έρχεται δεν ξαναφεύγει…
Αρέ! Εμείς έχουμε δύο μέρες να φάμε, βράζουμε καλαμπόκι την ώρα που θα πάμε για φαγητό. Εσύ κυνηγός είσαι∙ τα πόδια στον ώμο και να σταματήσεις μόνο στο μοναστήρι».
Αυτό και έκανε. 
Έτσι γλύτωσε από του χάρου τα δόντια.
Ο Γκουτζιάνας απ’ ό,τι λέγανε πολλοί άλλοι, πατριώτες και ξένοι, ήταν ένας πολύ καλός και δίκαιος άντρας.
Μόλις γύρισε, μας πήρε και φύγαμε για τη Νέα Αγαθούπουλη Πιερίας (Μεθώνη). 
Αφού μας έβαλε σε ένα σπίτι, έφυγε για τον Βόλο, όπου εκεί δούλευε και συντηρούσε την οικογένεια.
Στην Αγαθούπολη γράφηκα στο δημοτικό σχολείο με δάσκαλο τον Μήτσο Τσιρέλα, που ύστερα από 2-3 μήνες τον επιστράτευσαν και στη θέση του φέρανε τον Αρναούτογλου.
Χάνοντας δύο χρόνια σχολείο με όλα αυτά που προηγήθηκαν, ενώ η αδελφή μου ξεκίνησε κανονικά, παρόλο που εγώ ήμουν δύο χρόνια μεγαλύτερος, πηγαίναμε στην ίδια τάξη.
Και εδώ όμως είχαμε σχολείο με διακοπές, γιατί παίρνανε τον δάσκαλο φαντάρο (επιστράτευση λέγανε τότε) και περιμέναμε να έρθει άλλος, αν υπήρχε. Έτσι μάθαμε τα πρώτα μας γράμματα, μέσα σε άνεση και κατοχικά φροντιστήρια…….
Η ζωή μας κυλούσε πάντα γεμάτη αγωνία, αν θα ζήσουμε αύριο. Μπορεί βγαίνοντας από το σπίτι και στα πρώτα βήματα να έβρισκες τη νάρκη που την είχαν ίσως για κάποιον άλλο, αλλά ήταν δική σου τύχη.
Οι αντάρτες μπαινοβγαίνανε όποτε θέλανε στο χωριό. Ένα βράδυ τίποτα δεν έδειχνε πως θα ζούσαμε αυτό το δράμα και τη λαχτάρα. Κοντά στα μεσάνυχτα ακούστηκαν πυροβολισμοί και ουρλιαχτά.
 Ο παππούς μάς είπε να μείνουμε κουκουλωμένοι στη βελέντζα, αυτό και κάναμε.
Έγινε μεγάλος χαμός. 
Σκοπός εκείνο το βράδυ ήταν ο Κάκος Κυριάκος, αν δεν κάνω λάθος, και η σκοπιά ήταν στον σιδηροδρομικό σταθμό Νέας Αγαθούπουλης. Βλέποντας εκείνος πως έρχονται οι αντάρτες, πρόλαβε και έριξε μια δυο τουφεκιές και έτσι πρόλαβε η ομάδα των Μάηδων και οπισθοχώρησε.
Έφυγε και αυτός και πέρασε από τον δικό μας μπαχτσέ, γιατί το σπίτι του ήταν το επόμενο. Γι’ αυτό και οι αντάρτες ήρθαν στο παράθυρο, το άνοιξαν, διαπίστωσαν πως δεν ήταν εκεί και φύγανε. Ο Κυριάκος τότε πήγε στο σπίτι και κρύφτηκε στο αποχωρητήριο. Μόλις πέρασε λίγη ώρα, νομίζοντας πως φύγανε, βγήκε, του ρίξανε μια ριπή και τέλος.
[Τι ειρωνεία όμως, ήταν αυτός πού τον κατηγορούσαν αριστερό στην Αγαθούπολη].
Το επάγγελμά του ήταν τσαγκάρης, αν δεν κάνω λάθος.
Οι αντάρτες όμως ήταν πολλοί, μπαίνανε μέσα στα σπίτια και, όπου υπήρχε νεολαία κάποια ηλικίας, τους παίρναν μαζί τους (το λεγόμενο παιδομάζωμα).
Τότε, αν ήμουνα και εγώ τρία τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος, θα με είχαν πάρει μαζί τους. Ο καπετάνιος διέταξε να ξεσκεπαστούμε και, μόλις μας είδε, λέει στους άλλους: «Εδώ παππούς και μικροί. Δεν έχουμε εδώ» και κάνουν να φύγουν. Γυρίζει το κεφάλι και ρωτάει τη μητέρα: 
«Από πού είσαι, κυρά μου;» 
 Η μάνα μου του λέει: 
«Από το Καταφύγι».
Τότε της λέει κάποιο όνομα και τη ρωτάει: 
«Τον ξέρεις;» 
 «Ναι», λέει η μάνα μου. 
«Να του πεις όπου και να πάει θα τον βρούμε». Καλά που δεν είπε πως είμαστε συγγενείς.
Εκείνο το βράδυ πήραν πολλούς, στο σπίτι μας δίπλα δύο αδελφές, τη Γεωργία και την Κατίνα, καθώς και τις αδερφές Κατίνα και Χρυσούλα Τσίκρα. Όταν ξημέρωσε, δεν μπορώ να σας περιγράψω τι έγινε…
Οι συγγενείς ψάχνανε από σπίτι σε σπίτι πόσους είχαν πάρει μαζί τους εκείνο το βράδυ.
Κάτι άλλο που θα μου μένει στο μυαλό μου είναι μια εικόνα από τον εμφύλιο που δεν πρόκειται να σβήσει όσα χρόνια και αν περάσουν.
Στη δεκαετία του ’40, συγκεκριμένα το 1949, προς το τέλος του εμφυλίου, εκείνο το καλοκαίρι όπως και πολλά άλλα πήγαινα στη γιαγιά μου την Πολυξένη στην Κατερίνη, όπου βοηθούσα στο αρμάθιασμα στα καπνά τις θείες μου και έφευγα χαρτζιλικωμένος. 
Μια ημέρα βλέπουμε τον πατέρα μου με τον θείο Σπύρο το μεσημέρι να έρχονται. 
 Μας φάνηκε παράξενο πού βρέθηκαν και έρχονταν μαζί.?
 Αφού τους καλωσορίζουμε, λέει ο πατέρας μου τη γιαγιά:
 «Βάλε μας κάτι να πιούμε». 
 «Γιάννη, εσύ δεν πίνεις. Πώς και ακόμα δεν ήρθες θέλεις να πιείς;»
Μετά το δεύτερο - τρίτο τσίπουρο λέει στη γιαγιά και τις θείες: 
«Καθίστε να σας δω» και γυρίζοντας στη γιαγιά την αγκαλιάζει και της λέει: 
«Μητέρα, χάσαμε τον Στέφανο…»
Εδώ δεν μπορώ να περιγράψω τι έγινε. Μαζεύτηκε όλη η γειτονιά, η γιαγιά μου να λέει στον πατέρα μου 
«Θέλω να πας να τον φέρεις∙ έστω και έτσι, θέλω να τον δω». 
 Έμεινε όμως στο Νεστόριο Καστοριάς μαζί με πολλούς άλλους συμπολεμιστές θύματα του πολέμου.!!!!!
Ύστερα από τρία χρόνια ο πατέρας μας πήγε και έφερε τα οστά του θείου Στέφανου.





ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ ΑΛΛΗΛΟΦΑΓΟΜΑΡΑ, ΕΛΛΗΝΕΣ ΝΑ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ ΕΛΛΗΝΕΣ.
[Στην Αγαθούπουλη μένανε πολλές οικογένειες Καταφυγιώτες: ο Στεφανής Παπαστεργίου, Τσίκρας Μενέλαος, Βέργου Βασιλείου, Κοκρίλη Ιωάννου, Καραλέκα Ιωάννου, Τσιώτσιου Ιωάννου, Γκέτσου Γεωργίου, Παρασκευάς Δημητρίου, Μπλάτζας Βασίλης, Γκοργκόλης Γεώργιος, Αλέξης Κουλουκάτσης με τον αδερφό του, Λαναράς... Αυτούς θυμάμαι.]
Ευτυχώς η γιαγιά μου με τις θείες είχαν φύγει πριν από λίγο καιρό και έτσι γλυτώσανε από το παιδομάζωμα.
Κοντά σε εμάς μένανε ο Παρασκευάς, ο Δημήτρης με τη θεία Κατερίνη το γένος Κατσιούλη και την κόρη της Κούλα. Τον μπάρμπα Μήτσο τον είχαν πάρει οι Αντάρτες στο Μπέλες που δούλευαν Υλοτόμοι, και έτσι η μάνα μου βοηθούσε και τη θεία Κατερίνη, που ήταν πολύ αδύναμη.
Τα γράφω αυτά γιατί όταν έχτισαν τα πρώτα σπίτια στην Κατερίνη, τον Συνοικισμό Καταφυγιωτών, ο μπάρμπα Μήτσος ήταν από τους πρώτους που πήρε σπίτι. Όταν το άκουσε η θεία Κατερίνη, είπε: «Εγώ, αν δεν έρθει και η Φρόσω, δεν πάω στην Κατερίνη».
Έτσι λοιπόν μαζευτήκαμε επτά άτομα μέσα σε δύο δωμάτια και μια κουζίνα και αρχάς του ’50 ήρθαμε στην Κατερίνη.
Πέρασαν τα χρόνια, οι εχθροί μας οι Γερμανοί έγιναν εργοδότες μας, η μισή Ελλάδα μετανάστευσε και στις προοδευτικές κατά τα άλλα χώρες ο πόλεμος είναι πλέον οικονομικός μεταξύ τους…
Τώρα ζούμε ελεύθεροι σκλαβωμένοι από σύγχρονους τσιφλικάδες!
Καληνύχτα, Κεμάλ…!


Τσιώτσιος Θεόδωρος

ετών 82






Άγιος Νικόλαος, Είναι η Εκκλησία πού σώθηκε από την βαρβαρότητα των ναζί 1943, μεταβυζαντινό μνημείο 1750!

Υποδοχή Αγίου Διονυσίου στο Καταφύγιο την ημέρα τού Σωτήρος, Ένα έθιμο 300 χρόνων!!!



Πατρικό Γκρίτζια.


Οι φωτογραφίες είναι από Αρχείου τού Νικολάου Στόμα και τής Μορφωτικής Ένωσης Καταφυγιωτών Μ.Ε.Κ.