ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ: Τις δυστυχίες
ακούστε των θνητών, που ενώ δεν είχαν
πρωτύτερα μυαλό, με νου και σκέψη
τους φώτισα. Κι όσα θα πω δεν είναι
παράπονο γι’ αυτούς, μονάχα δείχνω
το τι καλό τούς έχω κάνει· πρώτα
εκείνοι έβλεπαν, μα έβλεπαν του κάκου,
κι άκουγαν, μα δεν άκουγαν καθόλου,
αλλά ως θολές μορφές ονείρων σ’ όλο
το μάκρος της αργόσυρτης ζωής των
αστόχαστα ανακάτευαν τα πάντα·
κι ουδέ πλιθόχτιστα ξέραν να χτίζουν
ηλιόφωτα καλύβια, ουδέ την τέχνη
τα ξύλα να δουλεύουν, μα υπόγεια ζούσαν
σ’ ανήλιαγες σπηλιές στης γης τα βάθη,
καθώς τ’ αλαφροκίνητα μερμήγκια.
Μήτε να ξεχωρίζουνε κατέχαν
με σίγουρο σημάδι το χειμώνα,
μηδέ την άνοιξη την ανθισμένη,
μηδέ το καρποφόρο καλοκαίρι,
αλλά έτσι δίχως κρίση και στην τύχη
ήταν η κάθε πράξη τους, ωσότου
τις δύσκολες κι ανέγνωρες των άστρων
ανατολές τούς έδειξα και δύσεις.
Μα και τον αριθμό, πρώτη σοφία,
τους βρήκα εγώ, και των γραμμάτων
τα συνταιριάσματα, δουλεύτρα τέχνη,
μητέρα των Μουσών, μνήμη των πάντων.
…………………………………………………….
Κι ενώ για τους ανθρώπους τέτοιες τέχνες
σκέφτηκα ο δόλιος, τρόπο εγώ δεν έχω
τη συμφορά μου ετούτη να ξεφύγω.